Με εμπειρία 36 ετών δάσκαλος από το 1971-2007 σε 12 σχολεία της Κρήτης, από τα οποία τα 28 χρόνια σε 11 1/θέσια των 6-35 μαθητών σε διάφορα χωριά, μένοντας σ’ ένα δωμάτιο με μωρό με αρκετές ελλείψεις και δυσκολίες.
Τέλος τα τελευταία επτά χρόνια ως υποδιευθυντής και διευθυντής στο 1ο Σχολείο (Τούρκικο), θέλω να καταθέσω και να παρουσιάσω στις νεότερες γενιές την ιστορία της βασικής εκπαίδευσης από τα πρώτα χρόνια.
Μάλιστα με πρωτοβουλία της τότε Διευθύντριας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Σοφίας Φραγκούλη, ιδρύσαμε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο αίθουσα ιστορίας της εκπαίδευσης, συγκεντρώνοντας υλικό από το ιστορικό «Τούρκικο» σχολείο, αλλά και από τον υπεύθυνο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κλεόνικο Σταυριδάκη, απ’ όλο το νομό.
Στο μουσείο αυτό παρουσίαζα μέχρι το 2007 σε φοιτητές και μαθητές ότι είχε σχέση με την ιστορία της εκπαίδευσης.
Η προσφορά των δασκάλων (καλόγεροι, παπάδες, ψάλτες και αναγνώστες) στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη ήταν μεγάλη τους φοβερούς εκείνους χρόνους 1669-1898.
Το Κρυφό Σχολείο που λειτούργησε για 200 χρόνια στην υπόλοιπη δουλωμένη Ελλάδα, λειτούργησε και στην Κρήτη για αρκετά χρόνια.
Στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ποτέ δε σταμάτησαν οι αφανείς δάσκαλοι να μη διδάσκουν κρυφά, κάτω από το φέγγος του φεγγαριού στα Χριστιανόπουλα.
Η εκπαίδευση κατά την τουρκοκρατία μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους: α) 1669-1821, β) 1821-1840, γ) 1840-1898 και δ) 1898-1930.
Από την πρώτη περίοδο παιδείας οι πληροφορίες είναι ελάχιστες, αφού τα σχολεία λειτουργούσαν κρυφά με μοναχούς σε μοναστήρια, τη β’ περίοδο ιδρύθηκαν στην πόλη το Τούρκικο. Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο το 1795 και το Χριστιανικό Αλληλοδιδακτικό το 1845. Μετά το 1830 (ίδρυση Ελληνικού Κράτους), άρχισαν να ιδρύονται στην Κρήτη (και στον Ν. Ρεθύμνου) τα πρώτα σχολεία: Αργυρούπολης (1830), από τον μοναχό Δημ. Ζωγράφο, Μοναστηράκι (1840), από τον Ι. Σιγάλα πρώτο διδάξαντα, Φουρφουρά (1850), Ατσιπόπουλο, Πρινές, Πρασές (1870), Ροδάκινο, Αγ. Κωνσταντίνος (1862), Σκορδίλο (1886), Ρούστικα (1856) με πρώτο διδάξαντα τον Παπαχατζή Κυριάκο. Στο Ρουσσοσπίτι το 1880, Χρωμοναστήρι (1884), Βρύσες Αμαρίου (1862), Σπήλι, Μέλαμπες, Σελλιά, Ακούμια, Αγ. Πνεύμα (1870).
Επί Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) τα σχολεία διακρινόταν σε κατώτερα με τέσσερις τάξεις (από 40-80 μαθητές μ’ ένα δάσκαλο) και σ’ ανώτερα με έξι τάξεις (81-150 μαθητές).
Πολύ λίγα χωριά είχαν δικό τους κτίριο, συνήθως χρησιμοποιούσαν κτίριο κάποιο ισόγειο σ’ όποιο μέρος του χωριού ήθελε βρεθεί.
Για θρανία είχαν πάγκους ή σανίδια και όταν ο μαθητής ήθελε να γράψει γονάτιζε στο δάπεδο και χρησιμοποιούσε το κάθισμα για γραφείο.
Ο δάσκαλος είχε το πλεονέκτημα να κάθεται σε καρέκλα κοντά σ’ ένα παλιοτράπεζο. Τα σχολεία εκείνα τα χρόνια ήταν κοινοτικά. Η Κοινότητα φρόντιζε για το σχολείο και για την πληρωμή του δασκάλου.
Δάσκαλος έκανε όποιος γνώριζε ανάγνωση, γραφή, τέσσερις πράξεις και να ψάλλει στην εκκλησία, κάτι που ήταν συνήθως δύσκολο να βρεθεί, σύμφωνα με τις γνώσεις τους διακρινόταν σε: δάσκαλος Α’, Β’, Γ’, γραμματοδιδάσκαλος και υποδιδάσκαλος. Ο δάσκαλος πρωτοστάτησε στον αγώνα για την αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας και υπήρξε κυρίαρχη μορφή στους διάφορους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Καταθέτει την ψυχή του μέρα με τη μέρα, στο σχολείο, στην κοινωνία και στον τόπο του. Προσπαθεί να δώσει ότι καλύτερο έχει η ψυχή του στον μαθητή, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Με εγκύκλιό του στις 13-8-1892 ο πρόεδρος της Εφορείας Ρεθύμνης Επίσκοπος Τιμόθεος Μπραουδάκης, προς τους διδασκάλους Ρεθύμνης μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Ο διδάσκαλος καθήκον έχει να εθίζη τους μαθητάς εις την φιλεργίαν, παράδειγμα φιλεργίας γινόμενος αυτός, παρών εν τη σχολή εγκαίρως, διδάσκων μετά ζήλου και υπομονής και επιμένων ίνα γίνηται καταληπτή η διδασκαλία πάσι τοις μαθηταίς.
Η συμπεριφορά του διδασκάλου προς τους μαθητάς πρέπει να η πλέον η πατρική (διότι ανώτερον του πατρός η κοινωνία καταλέγει τον διδάσκαλον) πάντας επομένως να θεωρή ίσους και να υπακούει μεν τον ζήλον τούτων, ν’ αποφεύγη όμως επιμελώς παν το δυνάμενον να τρώση τινός την φιλοτιμίαν νουθετώντας τους αμελείς και ατάκτους και μοχθών όπως καταστήσει τούτους βελτίονας, να προλαμβάνη τας αταξίας, επιτηρή αγρύπνως την ηθικήν των παίδων.
Ως μέλος της κοινωνίας ο διδάσκαλος οφείλει να διάγη βίον εν πάσιν ανεπίληπτον, απεχόμενος και της ελαχίστης αναμίξεως εν πράγμασιν αλλοτρίοις του επιτηδεύματος αυτού, σώφρων, προσηνής τοις πάσιν, ευθύς δε φερόμενος και ειλικρινής φίλος τοις συναδέλφοις θέλει απολαύει της αγάπης και εκτιμήξσεως ου μόνον των τα κοινά ιθυνόντων αλλά και μαθητών και της κοινωνίας συμπάσης.
Την σπουδαιότητα των ειρημένων ουδείς φρονώμεν θέλει αμφισβητήσει. Όθεν παρά τους κρίνοντες την ανάλυσιν ταύτην, αξιούμεν ίνα οι κ.κ. διδάσκαλοι οις ανατίθεται το Υψηλόν έργον της παιδαγωγίας τηρήσωσιν ακριβώς τα εντελλόμενα. Πάσα δ’ απείθεια προς ταύτα, εγκριθέντα προγράμματα, και κανονισμόν των εκπαιδευτερίων θέλει τιμωρηθή μετά παραδειγματικής αυστηρότητας…».
Ο ρόλος του δασκάλου ήταν πολυδιάστατος, δύσκολος ώστε να είναι πρότυπο για τους μαθητές με τον Κ. Παλαμά στο ποίημά του ν’ αναφέρει:
«Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
και ότι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου
Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!…».
Το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε στην πόλη του Ρεθύμνου ήταν το «Τούρκικο» Σχολείο (1ο Δημοτικό), που χτίστηκε το 1795 όπως αναφέρεται στην αραβική επιγραφή:
«ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟ ΕΚΑΜΕ Ο ΚΛΑΨΑΣ ΕΔΕΧΕΜ ΜΠΕΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΩΡΙΣΕ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΟΙΤΟΥΝ ΤΑ ΘΗΛΥΚΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΑΣ ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ 1795».
Το κτίριο αυτό λειτούργησε ως τούρκικο Παρθεναγωγείο όπου διδάσκονταν εκτός των άλλων μαθημάτων και η ελληνική γλώσσα από Έλληνες δασκάλους,-ες με Διευθύντρια όμως Τουρκάλα. Βιβλία τους: Τούρκικο αλφαβητάρι, Αναχτάρ, Κηραέτι, Ταλίμι, Κοράνιο κ.ά. Διδάσκονταν ακόμη κοπτική, ραπτική και οικοκυρικές τέχνες.
Η θρησκεία των Τούρκων δεν επέτρεπε τη συναναστροφή των κοριτσιών με τ’ αγόρια, για το λόγο αυτό τ’ αγόρια φοιτούσαν σ’ άλλο κτίριο το Αρρεναγωγείο (είσοδος από την ανατολική πλευρά του Αγ. Φραγκίσκου).
Τα πρώτα αυτά κτίρια κατεδαφίστηκαν αργότερα και χτίστηκε νέο (το σημερινό) το 1890. Ιδρύθηκε το 1882 και άρχισε να χτίζεται από πεπειραμένους χτίστες της Πηγής με μηχανικό τον Γ. Δασκαλάκη (ο ίδιος έχτισε και τον μιναρέ Νεραντζέ).
Χτίστηκε με εισφορές των Οθωμανών της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να στεγάσουν τα κορίτσια των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης και έφταναν τα 200.
Η Σχ. Εφορεία ζήτησε το 1890 την οικονομική βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη και δόθηκαν ακόμη 25.000 γρόσια, με τα εγκαίνια να γίνονται το 1893 από τον Μαχμούτ Τζελαλεδίν. Το Α’ σχ. έτος 1899-90 το Αρρεναγωγείο ήταν 3/θέσιο με 192 αγόρια και Διευθυντή τον Μανούσο Ανδρουλιδάκη, ενώ το 1941-42 ως μικτό είχε τους περισσότερους 542 μαθητές με πέντε δασκάλους.
Το Παρθεναγωγείο την τελευταία χρονιά 1920-21 λειτούργησε με 194 κορίτσια, με πέντε Ελληνίδες δασκάλες και Τουρκάλα Διευθύντρια τη Ναλλή Κουμαριτάκη.
Τα χριστιανικά σχολεία λειτουργούσαν στο χώρο του Καθεδρικού ναού των Εισοδίων και της Αγίας Βαρβάρας από το 1795.
Στο Ελληνικό Σχολείο από το 1795-1805 δάσκαλος ήταν ο Γ. Μεγαλοβρυσανός, ενώ από το 1802-1808 σχολάρχης ο Ζαχ. Πρακτικίδης.
Στο χώρο αυτό λειτουργούσαν τότε:
α) Ελληνικό Σχολείο ή Σχολαρχείο με τρεις τάξεις.
β) Ανώτερο Αλληλοδιδακτικό με δυο τάξεις (δίδασκε ο δάσκαλος) και
γ) Κατώτερο Αλληλοδιδακτικό (δίδασκαν ο υποδιδάσκαλος ή μεγάλοι καλοί μαθητές με τις οδηγίες του δασκάλου).
Τα Ελληνικά Σχολεία δε χρησιμοποιούσαν την αλληλοδιδακτική μέθοδο και εξελίχτηκαν σε προγυμνάσια και γυμνάσια, με πρώτους δασκάλους το 1837 τους Δ. Βαρούχα και Κοσμά Μακκά.
Το 1842 το χριστιανικό Αλληλοδιδακτικό σχολείο ονομάστηκε Δημοτικό Σχολείο και το 1884 είχε δάσκαλο τον ονομαστό Λουρωτό Μανόλη.
Το Σχολικό συγκρότημα Ι.Ν. Εισοδίων, στεγαζόταν δίπλα από το ναό από το 1979-1930 και περιελάμβανε:
α) Ο ναός, β) Ελληνικό Σχολείο, γ) Αλληλοδιδακτικό Σχολείο (αίθουσα Τριών Ιεραρχών ή Πρίγκιπα Γεωργίου) και δ) Παρθεναγωγείο, χτίστηκε το 1864 (αίθουσα βιβλιοθήκης στην Αγία Βαρβάρα).
Το Ελληνικό Σχολείο το 1898 μετονομάστηκε σε Προγυμνάσιο (με τρεις τάξεις) και το 1901 σε ημιγυμνάσιο (με πέντε τάξεις).
Παράλληλα με το Αρρεναγωγείο στους παραπάνω χώρους λειτούργησε στο γυναικωνίτη του ναού το σχολείο για τα κορίτσια, μέχρι να χτιστεί το Παρθεναγωγείο το 1864.
Στα σχολεία αυτά φοιτούσαν μαθητές απ’ όλο τον νομό, το 1843 στο Αλληλοδιδακτικό φοιτούσαν 61 μαθητές και τρεις μαθήτριες. Τα έξοδα λειτουργίας καλυπτόταν από τα Μοναστήρια.
Το 2ο Δημοτικό Σχολείο αποτελεί συνέχεια του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Θηλέων (Παρθεναγωγείου) που πρωτολειτούργησε στο γυναικωνίτη του ναού των Εισοδίων το 1845-1846 με 66 μαθήτριες και δασκάλες την Σαουνάτσου Κατίγκω και Βασιλογλουδοπούλου Μ.
Από το 1871-1900 στεγαζόταν σε νέα κτίρια του μητροπολιτικού ναού το Κατώτερο και Ανώτερο Παρθεναγωγείο. Από το 1900-1918 το χριστιανικό Παρθεναγωγείο στεγάστηκε στο χώρο της Αγίας Βαρβάρας (σημερινή Βιβλιοθήκη), ενώ το Αρρεναγωγείο στο χώρο του ναού των Εισοδίων και από το 1918-1933 σε κτίρια του «Τούρκικου Σχολείου». Το 1929 λειτούργησε ως μικτό με την ονομασία 2ο 6θέσιο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου και από το 1933 στο σημερινό κτίριο.
Τ’ άλλο σχολείο το 3ο ιδρύθηκε το 1924 και λειτούργησε ως προσφυγικό το 1930, έτος που τα τέσσερα σχολεία της πόλης είχαν 2.000 μαθητές.