Α’
Στην προχθεσινή επιστολή μου προς τους διευθυντές των τοπικών εφημερίδων εξέφρασα την πρόθεσή μου να γράψω για τα θέματα του Ρεθύμνου, που κατά τη γνώμη μου είχαν σημαντική έως τεράστια βαρύτητα για την εξέλιξή του τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ισχύει αυτό, αλλά σε ό,τι αφορά το Πανεπιστήμιο σκέφτηκα να δώσω στη δημοσιότητα το ιστορικό της ίδρυσής του στο Ρέθυμνου, όπως αυτό περιγράφεται σε μια συνέντευξη που έδωσα στον τ. Αντιπρύτανη και ομότιμο καθηγητή κ. Γιάννη Πυργιωτάκη. Έτσι δεν θα γράψω αυτά που έχω ήδη πει και έχουν γραφτεί. Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Πυργιωτάκης: Αγαπητέ μου Δήμαρχε,
Γνωρίζουν σχεδόν οι πάντες, εντός και εκτός Πανεπιστημίου, ότι ένας άνθρωπος που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Πανεπιστημίου στην Κρήτη με έδρα το Ρέθυμνο είστε εσείς, ο Δημήτρης Αρχοντάκης, ο επί σειρά ετών Δήμαρχος Ρεθύμνου. Αλήθεια ας αρχίσομε από αυτό το τελευταίο, ποια χρόνια διατελέσατε Δήμαρχος Ρεθύμνου; Να τα απαριθμήσομε όλα από την αρχή;
Αρχοντάκης: Τον Ιανουάριο του 1968 η τότε Κυβέρνηση μου ανάθεσε τα καθήκοντα του Δημάρχου και τα ασκούσα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1974. Τον Οκτώβριο του 1978, μετά από σοβαρή κρίση της υγείας μου, εθεώρησα ηθική υποχρέωσή μου να θέσω υποψηφιότητα στις Δημοτικές εκλογές αφ’ ενός για να κριθώ από τους συμπολίτες μου, που διοίκησα εφτά χρόνια χωρίς να έχουν ερωτηθεί τότε, αν εκ των υστέρων ενέκριναν την υπηρεσία μου στον Δήμο, κι αφ’ ετέρου θέλοντας να συνεχίσω την εκτέλεση του Προγράμματος Αναγέννησης του Ρεθύμνου διά του Δήμου του που είχα καταρτίσει και αρχίσει να εφαρμόζω. Οι συμπολίτες ενέκριναν τα πεπραγμένα μου και με εξέλεξαν Δήμαρχό τους για την τετραετία 1979 – 1982 και τέσσερις ακόμη φορές. Αποχώρησα από τη Δημαρχία τον Δεκέμβριο του 2006. Υπηρέτησα τον Δήμο συνολικά 27 χρόνια, 7 διατεταγμένος ως Έφεδρος Αξιωματικός και 20 εκλεγμένος από τους συμπολίτες μου.
Πυργιωτάκης: Να ρωτήσω κάτι εκτός θέματος; Πώς ακριβώς έγινε και βρεθήκατε στη θέση του Δημάρχου τόσο νέος, νομίζω 28 ετών; Είχατε τέτοιες φιλοδοξίες;
Αρχοντάκης: Όχι, απολύτως καμιά. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου να ασχοληθώ με τη δημόσια ζωή.
Πυργιωτάκης: Και πώς βρεθήκατε Δήμαρχος Ρεθύμνης;
Αρχοντάκης: Τους συγκεκριμένους λόγους δεν τους ξέρω και δεν έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτό ούτε αισθάνθηκα την ανάγκη να απολογηθώ, επειδή οι συμπολίτες μου ενέκριναν όχι μια αλλά πέντε φορές την υπηρεσία μου στον Δήμο κι ακόμη επειδή δεν ήταν δική μου επιλογή, αλλά μου επιβλήθηκε και όχι μόνο δεν ωφελήθηκα προσωπικά από την υπηρεσία μου αυτή, αλλά αντίθετα η ζωή μου υπέστη βαρύτατη, θα έλεγα καταστροφική βλάβη. Τώρα που το Πανεπιστήμιο μου ζητά το ιστορικό της ίδρυσής του στο Ρέθυμνο, με την ευκαιρία των 40 χρόνων λειτουργίας του, αισθάνομαι ότι οφείλω να μιλήσω σε σας, να σας δώσω τη Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως του Πανεπιστημίου, όπως την έζησα από τη δική μου πλευρά. Άλλωστε η ηλικία μου έχει προχωρήσει και δεν θα ήθελα ούτε θα ήταν σωστό να πάρω μαζί μου φεύγοντας ιστορικά αρχειακά στοιχεία, που δεν ξέρω αν σώζονται αλλού, και μνήμες από σοβαρά γεγονότα, που επηρέασαν αποφασιστικά τη ζωή και την πορεία του Ρεθύμνου.
Ας αρχίσομε, λοιπόν, από την αρχή. Είχα επιστρέψει προ μηνών από τη Γερμανία, αφού είχα αποφοιτήσει από το Ινστιτούτο Γκαίτε, προετοιμαζόμενος για μεταπτυχιακές σπουδές σε Γερμανικό Πανεπιστήμιο, και εργαζόμουνα στο Φροντιστήριό μου Ανωτάτων Φιλολογικών Σπουδών για να αποταμιεύσω τα έξοδα των σπουδών μου. Μια μέρα, τέλος του 1967, ήρθε ένας χωροφύλακας στο Φροντιστήριό μου και μου επέδωσε ένα χαρτί, με το οποίο ο Στρατιωτικός Διοικητής Ρεθύμνης, η ισχυρότερη, κατ’ ουσίαν η μόνη, εξουσία τότε, με καλούσε να παρουσιαστώ την επομένη στο γραφείο του. Πήγα ανήσυχος και μου είπε:
– «Η Κυβέρνησις απεφάσισε να σου αναθέσει τα καθήκοντα του Δημάρχου Ρεθύμνης. Θα αναλάβεις υπηρεσίαν σε λίγες μέρες, θα ειδοποιηθείς».
Διαμαρτυρήθηκα άμεσα:
– «Γιατί εμένα, κ. Διοικητά; Δεν είμαι Δημότης Ρεθύμνου, δεν ξέρω καν πού βρίσκεται το Δημαρχείο και δεν έχω ιδέα από αυτά τα πράγματα. Επί πλέον έχω ξεκινήσει σπουδές στη Γερμανία. Βάλετε κάποιον που να ξέρει από Δήμους».
Η απάντηση ήταν κοφτή.
– «Δεν κατάλαβες, είσαι Έφεδρος Αξιωματικός και επιστρατεύτηκες. Αν θέλω, σε στέλνω Δήμαρχο στην Καστοριά, τι θα κάνεις, θα λιποτακτήσεις»;
Ήταν ανάκληση από την εφεδρεία στην ενεργό υπηρεσία. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε διαφυγή και σκέφθηκα ότι επιστράτευση είναι, πόσο θα κρατήσει. Πού να φανταζόμουνα τότε ότι θα ανατρεπόταν άρδην ο προγραμματισμός της ζωής μου και θα άλλαζε η στοχοθεσία μου. Έτσι απάντησα:
– «Κάνετε ότι νομίζετε».
Σε λίγες μέρες ένας χωροφύλακας μου επέδωσε άλλο χαρτί, με το οποίο ο Νομάρχης με καλούσε να παρουσιαστώ στο γραφείο του την επομένη να ορκιστώ Δήμαρχος. Με έρριξαν στα βαθιά νερά χωρίς να ξέρω κολύμπι.
Πυργιωτάκης: Τότε γιατί επέλεξαν εσάς;
Αρχοντάκης: Ποτέ δεν έμαθα τον λόγο. Αρκετά χρόνια αφού τοποθετήθηκα στον Δήμο έμαθα μερικά πράγματα για την επιλογή μου. Η κυβέρνηση αντικαθιστούσε τους Δημάρχους και τους Νομάρχες που δεν της άρεσαν συνήθως με απόστρατους αξιωματικούς, μόνιμους ή εφέδρους. Στο Ρέθυμνο, επειδή και οι δύο αείμνηστοι προκάτοχοί μου, ο Στυλιανός Ψυχουντάκης και ο Ευάγγελος Δασκαλάκης, είχαν σημαντική αντιστασιακή δράση εναντίον των Γερμανών, είχαν ενδιαφερθεί έντονα οι απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν αντιστασιακή δράση θεωρώντας το αξίωμα του Δημάρχου δικαίωση και δικαίωμά τους, αλλά και άλλοι απόστρατοι.
Όμως ήσαν όλοι αρκετά ηλικιωμένοι και έτσι η Κυβέρνηση διάλεξε ένα έφεδρο κι ο κλήρος έπεσε σε μένα. Υποθέτω ότι έπαιξε ρόλο ο στρατιωτικός μου φάκελος, γιατί όταν υπηρετούσα τη θητεία μου εκτελούσα με ευσυνειδησία και ακρίβεια τα καθήκοντά μου και οι εκθέσεις των Διοικητών μου θα ήσαν καλές.
Πυργιωτάκης: Μιλήσατε για «βαθιά νερά», σωστά νομίζω. Οι σπουδές σας είχαν καμιά σχέση με τα δημοτικά πράγματα;
Αρχοντάκης: Άμεσα δεν είχαν καμιά σχέση, στην πορεία όμως επηρέασαν τις επιλογές και τις πράξεις μου σε πολλούς τομείς και σε βάθος.
Πυργιωτάκης: Μπορείτε να γίνετε σαφέστερος;
Αρχοντάκης: Με τα χρόνια διαμόρφωσα την άποψη ότι ο χαρακτήρας, η προσωπικότητά μας, απαρτίζεται ίσως από τις γονιδιακές μας καταβολές αλλά οπωσδήποτε και από το άθροισμα των βιωμάτων μας, τα αδιόρατα ίχνη που έστιξε στο υποσυνείδητό μας καθετί που βιώσαμε από την πολύ παιδική ηλικία μας. Αυτά καθορίζουν δια βίου τα κριτήρια και τις επιλογές, με τις οποίες εκφράζεται ο εσώτατος εαυτός μας, είμαστε αυτά που έχομε ζήσει.
Πυργιωτάκης: Θα θέλατε να κάμετε μια σύντομη αναφορά στις γονιδιακές σας καταβολές;
Αρχοντάκης: Από την πλευρά του πατέρα μου, οι Αρχοντάκηδες του Μοναστηρακίου ήσαν Σκορδύληδες Βυζαντινοί και οι Καφάτοι της γιαγιάς μου επίσης, από «τα δώδεκα αρχοντόπουλα» της παράδοσης, ενώ η πρόγιαγιά μου ήταν Σφακιανή, Δημητρακάκη, από το Ροδάκινο. Από την πλευρά της μητέρας μου ήσαν επίσης Σφακιανοί, ο πρόπαππούς μου ο Ιπποκράτης καταγόταν από τον Καλλικράτη και τους Κομητάδες. Σέβομαι και τιμώ τις ρίζες μου.
Όσον αφορά τώρα το βιωματικό υπόβαθρό μου, στον εσωτερικό μου κόσμο είναι ευδιάκριτες μερικές ενότητες που αποτελούν τα κύρια δομικά στοιχεία του. Η πρώτη ενότητα προέρχεται από το χωριουδάκι στο οποίο γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, την Ορνέ, ένα απομονωμένο οικισμό χωρίς αμαξιτό δρόμο και τηλέφωνο, όπως το ‘φερε ο 15ος αιώνας στην εποχή μας, και το Μοναστηράκι, όπου περνούσα τα καλοκαίρια μου σε περιβάλλον πιο ανεπτυγμένο.
Στα χωριά εβίωσα τη σκληρή αναμέτρηση των ανθρώπων με τη Φύση στα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια, για να της αποσπάσουν τα προς το ζην, και διδάχτηκα την ακάματη εργασία και την εξαντλητική εκμετάλλευση του χρόνου. Στα εννιά μου χρόνια ο πατέρας μου με έμαθε να ποτίζω τα περιβόλια μας, στα δέκα μου έκανα όλες τις μεταφορές του σπιτιού μας προς τα κοντινά χωριά Αγία Γαλήνη και Μέλαμπες, που είχαν αγορά γεωργικών προϊόντων (λαδιού, πυρήνας και χαρουπιών) και εμπόριο βιομηχανικών ειδών, στα δεκαπέντε μου βωλοκοπούσα, όταν οι μεγάλοι όργωναν και στα δεκαέξι μου όργωνα ο ίδιος και έκανα όλες τις αγροτικές δουλειές μέχρι που τελείωσα το Πανεπιστήμιο. Από πολύ μικρός εμβολιάζω άγρια δέντρα και τα ημερώνω, και φέτος εμβολίασα.
Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και η μητέρα μου απόφοιτος του τότε Παρθεναγωγείου, οι μόνοι μορφωμένοι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, και λειτουργούσαν σαν δραστήριοι Κοινωνικοί Λειτουργοί. Απ’ αυτούς έμαθα την άνευ όρων αγάπη προς τους ανθρώπους και την έμπρακτη συναντίληψη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους για τη μείωση του ανθρώπινου πόνου, ανεξάρτητα από προσωπικές μου θυσίες.
Η δεύτερη μεγάλη ενότητα των δομικών μου βιωμάτων προέρχεται από τη ζωή μου ως μαθητή στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου και μάλιστα στον πιο χαμηλό και βρώμικο δρόμο της, την οδό Κόρακα. Δεν θα λησμονήσω όσο ζω την υπόξινη οσμή των αποσυντεθειμένων ανθρώπινων λυμάτων από τους μονίμως ξεχειλισμένους υπονόμους, τις καφετιές πατημασιές των αμέτρητων ποντικών πάνω στην καθημερινά ασβεστωμένη περίμετρο του ισογείου του σπιτιού (έβγαιναν όταν ήταν ησυχία από την τουρκικού τύπου τουαλέτα), τις κόκκινες βούλες από τη σύνθλιψη των χορτάτων κουνουπιών πάνω στους κάθυγρους τοίχους και το αναρίθμητο πλήθος των διεισδυτικών κατσαρίδων.
Μα πάνω απ’ όλα εβίωσα από κοντά την ακραία φτώχεια και τη δυστυχία, αλλά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, που οι περισσότεροι ήσαν πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, όταν πήγαιναν στο μπακάλικο του Αντρεδόπετρου στη Μικρή Παναγία με το «τεφτεράκι» και αγόραζαν με πίστωση μισή οκά κουκιά, «μια ψηματέ», και σε έκτακτες περιπτώσεις και μια ρέγκα.
Η Τρίτη μεγάλη βιωματική ενότητά μου ήταν αυτή που αποκόμισα από τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Αθηνών, όπου ευτύχησα να έχω σπουδαίους καθηγητές που με επηρέασαν πολύ. Ιδιαίτερα επηρεάστηκα από τον κλασικό Φιλόλογο Ι. Σταματάκο, τον Φιλόσοφο Ι. Θεοδωρακόπουλο, που στο «Σύστημα Φιλοσοφικής Ηθικής» θέλει τον άνθρωπο «όχι κούφο και άγριο, αλλά ελεύθερο και ήμερο», τους Αρχαιολόγους Σπ. Μαρινάτο των προϊστορικών και Αν. Ορλάνδο των Βυζαντινών – Αναγεννησιακών, από τους οποίους αποκόμισα βαθύ σεβασμό προς τις αρχαιότητες.
Εξ άλλου η σπουδή μου στη Γερμανία μου έδειξε πώς περίπου ήταν και πώς λειτουργούσε ο αναπτυγμένος κόσμος και πόσο βαθύ ήταν το χάσμα που χώριζε το αποτελματωμένο και φτωχό Ρέθυμνο απ’ αυτόν. Είχα κι άλλα βιώματα, φυσικά.
Πυργιωτάκης: Όπως, για παράδειγμα;
Αρχοντάκης: Από τη Δημοσιογραφία, όπου εργάστηκα ως φοιτητής και μετά ως πτυχιούχος («Ακρόπολη», «Απογευματινή») και πριν κλείσω ενάμισυ έτος είχα φτάσει Υπεύθυνος Ύλης ημερήσιας εφημερίδας των Αθηνών, τρίτος στην ιεραρχία της («Ελεύθερος Κόσμος»). Ήταν μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν οι εκδότες αντικαθιστούσαν τους παλιούς εμπειρικούς δημοσιογράφους με νέους πτυχιούχους Πανεπιστημίου. Ήταν ενδιαφέρουσα εργασία, γιατί πρόσφερε διαρκή ενημέρωση για το πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι, αλλά δεν μου άρεσε η σχεδόν ολονύκτια απασχόληση και, κυρίως, η πλήρης υποταγή της προσωπικής μου άποψης στην άποψη του ιδιοκτήτη – Διευθυντή και έφυγα αφήνοντας σε απορία τους συναδέλφους.
Επίσης σημαντικές εμπειρίες αποκόμισα από τη θητεία μου στον Στρατό, όπου επιλέχτηκα Έφεδρος Αξιωματικός Πεζικού – Στρατολογίας. Στη Σχολή Στρατολογίας έμαθα τον τρόπο σύνταξης των εγγράφων, την κατανομή του περιεχομένου τους σε παραγράφους και τον λιτό και περιεκτικό λόγο.
Κοντά σ’ αυτά είχα και τα συνήθη βιώματα της ελληνικής ζωής.
Σήμερα αναγνωρίζω ότι τα βιώματα αυτά προσδιόρισαν τις επιλογές και την όλη ζωή μου στον Δήμο, εκτός από την ίδια την τοποθέτησή μου εκεί, χωρίς αυτά δεν θα έκανα τίποτε. Όμως ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου ήταν η Κλασική και γενικότερα η Φιλολογία και δεν έπαψε ποτέ να είναι. Ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους της Δημαρχίας μου δεν έπαψα ούτε μια μέρα να μελετώ, αλλά και να διδάσκω στο Φροντιστήριό μου τέσσερις τουλάχιστον ώρες κάθε μέρα Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και Έκθεση – Νεοελληνική γλώσσα. Έμπαινα στην τάξη το απόγευμα στις 4 κουρασμένος από τα δημοτικά και έβγαινα ξεκούραστος στις 8 ή τις 9, για να πάω στα Συμβούλια και τις άλλες υποχρεώσεις. Από τη διδασκαλία ζούσα την οικογένειά μου και δεν ήθελα να εξαρτηθώ και δεν εξαρτήθηκα ποτέ από κανένα. Όμως έζησα πάρα πολύ κουραστικά.
Ζητώ συγνώμη που η συζήτησή μας πήρε εξομολογητικό χαρακτήρα, αλλά χωρίς αυτό το ψυχοπνευματικό υπόβαθρο ότι και να λέγαμε θα φαινόταν μετέωρο.
* Ο Δημήτρη Ζ. Αρχοντάκη είναι φιλόλογος – τ. Δήμαρχος Ρεθύμνης