Η ύφεση στον ευρωπαϊκό νότο που αν δεν αντιμετωπιστεί ορθά θα επεκταθεί στο σύνολο της Ένωσης, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, τα ανοιχτά μέτωπα μεταξύ πολλών γειτόνων, η ατελής «αραβική άνοιξη» και τα φαινόμενα που έχει γεννήσει, η παρατεταμένη κρίση στη Συρία, τα πρόσφατα ευρήματα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, το Παλαιστινιακό που έχει μπει σε νέα φάση και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι μόνο ορισμένες από τις παραμέτρους που θα καθορίσουν και επικαθορίσουν τις εξελίξεις φέτος.
Ξεκινώντας από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τα Δυτικά Βαλκάνια απέχουν αρκετά από την κανονικότητα ενός μέσου ευρωπαϊκού κράτους. Η Βοσνία παραμένει ένα τεχνητό κρατικό μόρφωμα, το Μαυροβούνιο είναι πύλη εισόδου και εξόδου παράνομων δραστηριοτήτων και η Αλβανία μάχεται να ξεφύγει από το παρελθόν της. Η τελευταία εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο με τα τύμπανα του εθνικισμού και των αλυτρωτικών βλέψεων να ηχούν εκκωφαντικά, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο.
Η Σερβία, παρά τη στροφή προς τον εθνικισμό με την εκλογή του Νίκολιτς, παραμένει προσανατολισμένη προς την Ε.Ε. και είναι, ασφαλώς, η πλέον ώριμη από τις χώρες της περιοχής. Παραμένει ερώτημα αν θα συνεχιστούν με τους ίδιους ρυθμούς οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, ενώ οι σχέσεις με το Κόσοβο μάλλον θα σταθεροποιηθούν στο επίπεδο της αρνητικής ουδετερότητας, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πλήρη εξομάλυνση. Το τελευταίο παραμένει ένα ακόμη κρατικό μόρφωμα στην περιοχή με τεράστια ποσοστά ανεργίας και παρά το χαμηλό κόστος εργασίας μηδενικές επενδύσεις. Και είναι αλήθεια πως αυτό το μείγμα φτώχειας, χαμηλού βιοτικού επιπέδου, έλλειψης σοβαρής προοπτικής που χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιφέρεια είναι εν δυνάμει σπίθα που μπορεί να ανάψει μία μεγαλύτερη φωτιά.
Η FYROM, από την πλευρά της, παρουσιάζεται ασταθής τόσο λόγω της αυταρχικής διακυβέρνησης Γκρούεφσκι όσο και του ισχυρού αλβανόφωνου στοιχείου που αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσει το αναλογούν μερίδιο στην πίτα της εξουσίας. Ωστόσο, το 2013 θα επιχειρήσει να αποδεσμεύσει την ονομασία από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, με την ελληνική κυβέρνηση να οφείλει να προνοήσει, ώστε να μην βρεθεί στη θέση να απομονωθεί προβαίνοντας στην προφανή επιλογή του βέτο. Υπογραμμίζεται σε ότι αφορά τα Βαλκάνια, πως η μεν Ευρώπη δεν έχει την αίγλη και την επιρροή του παρελθόντος, οι δε ΗΠΑ έχουν απεμπολήσει το ειδικό ενδιαφέρον περασμένων ετών.
Για την Τουρκία η χρονιά θα είναι ορόσημο λόγω των πολλών μετώπων που πρέπει να τερματιστούν ή έστω να περιοριστούν. Με την επόμενη μέρα στη Συρία απροσδιόριστη, το Κουρδικό σε αναζωπύρωση, τις σχέσεις με Ισραήλ και Ιράκ (κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης) σε παρατεταμένη κρίση, την Αίγυπτο να αναθεωρεί τη θέση της στην περιοχή, τη δυσπιστία με τη Ρωσία να επιστρέφει, κυρίως λόγω Συρίας και της ανάπτυξης πυραύλων Patriot στην τουρκική επικράτεια, τις απειλές για την αξιοποίηση των κυπριακών αποθεμάτων να μην αποδίδουν καρπούς, τα διμερή με την Ελλάδα σε σταθερή πορεία επιδείνωσης (με ευθύνη της Άγκυρας), ο Ερντογάν μάλλον πρέπει να εντατικοποιήσει τις προσευχές του ή να αλλάξει ρότα στην εξωτερική του πολιτική (ακόμη και με αλλαγή του Νταβούτογλου), χωρίς να παραγνωρίζεται και η φθίνουσα πορεία της τουρκικής οικονομίας. Θα έλεγα πως ο νυν πρωθυπουργός, ένας πολιτικός με αδιαμφισβήτητες ικανότητες, πρέπει να αξιοποιήσει περισσότερο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας του αντί να αναλώνεται σε κινήσεις που καθιστούν περισσότερο εμφανείς τις αδυναμίες της. Πάντως, δεν πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή μας τόσο η εκτίμηση του Ομπάμα προς το πρόσωπο του Ερντογάν όσο και τη δυνατότητα του τελευταίου, έχοντας παίξει το ισλαμικό χαρτί, να επηρεάζει τις επιλογές κρατών που βρίσκονται σε φάση ανασυγκρότησης στον απόηχο των πρόσφατων εξεγέρσεων (π.χ. Λιβύη).
Η Αίγυπτος ζει, πλέον, στον αστερισμό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του Μόρσι. Ενώ οι πρώτες ενδείξεις στη μορφή διακυβέρνησης δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από του Μουμπάρακ, στην εξωτερική πολιτική πιστώνονται την εξομάλυνση της σύγκρουσης Ισραήλ-Χαμάς. Ο Μόρσι παραμένει ένας γρίφος, οι επιλογές του οποίου μπορούν είτε να συμβάλουν στη σταθερότητα είτε στην αποσταθεροποίηση. Αν, πράγματι, μπορεί να ελέγξει μέρος της Χαμάς (γιατί απ’ ό,τι φαίνεται αναπτύσσονται στο εσωτερικό της και εξτρεμιστικότερα στοιχεία) και επιτυχεί να διευρύνει το αραβικό/μουσουλμανικό ακροατήριό της, που ο Μουμπάρακ είχε απολέσει λόγω «κοσμικότητας», και εφόσον επικρατήσει ο ρεαλισμός, τότε υπάρχουν καλές πιθανότητες η Αίγυπτος να αναπτύξει ένα εποικοδομητικό ρόλο που τόσο ανάγκη έχει η περιοχή. Η οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ είναι χρήσιμο εργαλείο πίεσης, αλλά από την άλλη προκειμένου να προσελκύσει το αραβικό/μουσουλμανικό κοινό θα πρέπει να μετατοπιστεί από κάποιες από τις υφιστάμενες θέσεις. Ελπίζω αυτή η μετακίνηση να μην είναι θεμελιώδης αλλά περισσότερο τακτικιστική.
Στο Ισραήλ η αναμενόμενη επανεκλογή Νετανιάχου θα επαναφέρει τα σενάρια για επίθεση στο Ιράν. Παράλληλα, οι εποικισμοί και η απόπειρα γεωγραφικής περικύκλωσης του παλαιστινιακού στοιχείου πρέπει να επανεξεταστούν, δεδομένου ότι επιτείνουν το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών «δικαιώνοντας» αυτούς που αρνούνται οποιαδήποτε συνεννόηση. Αν η ισραηλινή ηγεσία έχει καταλήξει ότι ο μεν Αμπάς είναι αδύναμος η δε Χαμάς απρόθυμη να διαπραγματευτεί, τότε δύσκολα θα κάνει πίσω. Η εξεύρεση ενός αξιόπιστου συνομιλητή είναι προϋπόθεση για την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών, παρότι κάποιοι καλό είναι να συνειδητοποιήσουν έγκαιρα πως, αποδυναμώνοντας εν τοις πράγμασι τους μετριοπαθείς, αυτομάτως ενισχύουν τους ακραίους, δυσκολεύοντας πρωτίστως το δικό τους έργο, σε περίπτωση βέβαια που επιθυμούν την ειρήνη. Η εκλογή Ομπάμα δεν διευκολύνει την επίθεση στο Ιράν, από τη στιγμή που οι Ισραηλινοί έχουν ανάγκη τις ΗΠΑ για ένα τέτοιο χτύπημα. Πολλώ δε μάλλον που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να κλείσει όσο το δυνατόν περισσότερα μέτωπα για να αφοσιωθεί στον Ειρηνικό και την αποτελεσματικότερη αναχαίτιση της κινεζικής ισχύος.
Η Κύπρος με το Μνημόνιο διέρχεται κρίσιμη περίοδο. Τα περιθώρια ελιγμών της περιορίζονται ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, ενώ εντός του έτους θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την (προστιθέμενη) αξία του ενεργειακού της πλούτου, που κατά τα φαινόμενα το 1/3 των εσόδων θα χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του χρέους. Η διπλωματική κινητικότητα της Λευκωσίας πρέπει να ενταθεί ώστε να παγιώσει με τρόπο θεσμικό τις θέσεις της στην περιοχή. Ενδεχόμενη εκλογή του κ. Αναστασιάδη, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, θα δυσκολέψει τις συνεννοήσεις με την Αθήνα, λόγω της σχέσης του με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Και αυτό που έχουμε δει και στο πρόσφατο παρελθόν, και είναι το τελευταίο που χρειάζεται ο Ελληνισμός, είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης (αν όχι η αμοιβαία καχυποψία) μεταξύ των δύο πλευρών.
Στην περίπτωση της Συρίας δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις, εκτός ίσως από την αυξημένη πιθανότητα αποχώρησης του Άσαντ αλλά και τη δυσκολία διατήρησης της ενότητας κατόπιν της αλλαγής καθεστώτος. Πάντως, η Ρωσία που έχει στηρίξει σθεναρά τον Άσαντ, θα δει εύλογα τη θέση της στη νέα συριακή ηγεσία να αποδυναμώνεται. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται η Μόσχα να αναζητήσει εναλλακτικό στρατηγικό έρεισμα στην περιοχή. Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση.
Η χώρα μας οφείλει, συνεπώς, να βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση αλλά κυρίως να συστηματοποιήσει την παρουσία της και κατ’ επέκταση τις θέσεις της στην περιοχή. Να οικοδομήσει τις εταιρικές/συμμαχικές της σχέσεις, να εμπεδώσει τον ρόλο του έντιμου διαμεσολαβητή, να αξιοποιήσει την απουσία ευρωπαϊκής πολιτικής για την περιοχή αναλαμβάνοντας σχετικές πρωτοβουλίες με στόχο τις ευρύτερες δυνατές συνέργειες και όπου απαιτείται να αποκαλύψει αυτούς που επιλέγουν την αστάθεια για την καλύτερη προώθηση των συμφερόντων τους, με συνέπεια να επιβουλεύονται τις όποιες προσπάθειες ομαλοποίησης. Ωστόσο, η απαιτούμενη ενεργητική εξωτερική πολιτική και η υιοθέτηση ενός εθνικού σχεδίου απαγορεύουν τη σύγχυση μεταξύ διεθνών και δημοσίων σχέσεων!
και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης