Στο μικρό μπαλκόνι σε μια πήλινη γλάστρα βρίσκεται το φουντωτό κορμάκι του παραπάνω λαχανικού που γεμίζει δυο τρεις φορές την εβδομάδα το πιάτο της γερόντισσας. Κι εκείνη ευγνώμονα το κανακίζει και του χαλαλίζει το νεράκι που πίνει.
Από την άκρη της νεραϊδούλας πόλης μας μόλις διαβάσει την αγαπημένη της εφημερίδα, κτυπά το τηλέφωνο και με έντονη φιλικότητα τονίζει: Όταν έλθουν οι εγγονούλες – γιατρίνες θα σου τις στείλω να διώξουν τους τζιτζίρους από τ’ αυτάκια σου. Σε σκέπτομαι και σ’ αγαπώ λένε με μια φωνή κι οι δυο και το όργανο σωπαίνει για λίγο… Κι η οικοδέσποινα τρέχει στη γλάστρα. Εφούντωσες για τα καλά του ψιθυρίζει και γεμίζει το τρεμουλιαστό χέρι με τα πράσινα φυλλαράκια. Κι όπως είναι ζεστό-ζεστό το φαγάκι μονολογεί, ούτε λιπάσματα, ούτε ψεκάσματα και δωσ’ του και καταπίνει τον μεζέ…
Απέναντι είναι μια κληματαριά, αλλά η καημενούλα παρουσίασεν μια ανησυχητική φυλλορροή.
Αμέσως τ’ αφεντικά κάλεσαν τον γεωπόνον. Για να δούμεν τι θα γίνει είπαν κι οι φιλόκαλοι γείτονες έχουν και τα δέντρα βλέπετε τους καημούς των.
Άραγε θα μεταδοθεί η αρρώστια στο μοναχοπαίδι μου εδώ. Και δακρυσμένη φώναξε της Παναγιάς…
Σε λίγο οι καμπάνες κτυπούσαν για κάποια αγιοϊστορική μέρα. Η ιστορία κραυγάζει και είναι πάντα επίκαιρη, πιστεύομεν να την ακούνε οι ειδήμονες… Τα μωρά στις γειτονιές θέλουν γάλα και μάλιστα όσα δεν έχουν συνηθίσει να τρώνε αρνιά και κοτόπουλα. Ναι, φουντωτά βλίτα είναι όλα τους τα γεύματα. Οι φτωχούλες γυναίκες όλο κι αναζητούν ασφουγγάριστες σκάλες και τρέχουν χωρίς πουθενά να φτάνουν…
Προσοχή μην ξεραθούν όμως και τα βλίτα…
Και τότε ποιος στ’ αλήθεια μας σώζει… Βρέστε άκρη στ’ αδιέξοδα που μόνοι μας σαν άλλοι καλλιτέχνες οικοδομούμεν… Κάποτε στήναμε αριστουργήματα.
Και τώρα ο ίδιος λαός είμαστε κι η ίδια φυλή.
Να μπορούμεν, φτάνει σωστοί πρωτεργάτες να μας κατευθύνουν… Δικοί μας είναι και τούτοι! Γιατί λοιπόν όχι;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ