Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ*
Η παρέα παρακολουθεί, σε μια εκδήλωση, το χορό. Είναι τόσο ωραίος που ένας λέει:
– Πόσο ωραία χορεύουν, τι όμορφα ζάλα που κάνουν! Αλήθεια ποιος θα μας πει από πού βγαίνει το ζάλο;
– Πιστεύω, λέω εγώ, από το αρχαίο ελληνικό «σάλος» που σημαίνει κίνηση, ταραχή, κλυδωνισμός, από το οποίο και σαλεία, ζάλο, σαλεύω με παράπλευρο τύπο, σαλέω κ.λ.π.
Ο φίλος της παρέας συνοφρυώθηκε και βλέποντάς τον, του λέω, τι συμβαίνει;
– Πρόσεξε γιατί το Σ είναι ζόρικο γράμμα και μπορεί να μας εγκαλέσει! Έχεις υπ’ όψιν σου τη «Δίκη Φωνηέντων».
– Την έχω. Πρόσεξε όμως να σου εξηγήσω ορισμένα, που μπορεί να μην τα γνωρίζεις και να τα ακούσουν και οι άλλοι:
1ον . Η «Δίκη των Φωνηέντων», όπως λες, που μας έχει αφήσει ο καταπληκτικός χαριτολόγος Λουκιανός (125-180 μ.χ.) πρέπει να λέγεται και να γράφεται η «Δίκη Συμφώνων». Το λέω αυτό, γιατί άλλοι το παρουσιάζουν όπως το είπες, άλλοι όπως το λέω εγώ. Εγώ δηλαδή συμφωνώ με τον «Κάκτο» (εκδόσεις) και συ με το μνημειώδες βέβαια λεξικό των Liddell και Scott την «Πάπυρος Latousse Britannica» για παράδειγμα. Εδώ όμως έχουμε μια δίκη και μάλιστα με ημερομηνία και όνομα άρχοντος (Αθηνών), όπου τα σύμφωνα δικάζονται και τα φωνήεντα είναι δικαστές. Το λατινικό κείμενο σε μετάφραση γράφει: Φιλονικία συμφώνων στην κρίση των φωνηέντων. Τα σύμφωνα δηλαδή δικάζονται και τα φωνήεντα απονέμουν δικαιοσύνη. Εάν ο τίτλος του βιβλίου ήταν «η δίκη που έγινε από τα φωνήεντα» η υπόθεση θα άλλαζε.
– Καλά. Ο Λουκιανός πώς το άφησε, λέγει ο φίλος.
– Δεν ξέρουμε απολύτως, διότι στη πορεία των αιώνων έγιναν αντιγραφές των αντιγράφων, πέρα των άλλων και χρειάζεται επιστημονική έρευνα για την αποκατάσταση, όπως χρειάζεται και για πλείστα άλλα.
– Άκουσε όμως και το 2ο. Το κείμενο έχει ως εξής, περιληπτικά: «Επί άρχοντος Αριστάρχου Φαληρέως Πυανεψιώνος εβδόμη…». Όταν δηλ. άρχοντας (Αθηνών) ήταν ο Αρίσταρχος ο Φαληρέας και ο μήνας «Πυανεψιών» είχε εφτά, έγινε η δίκη. («Πυανεψιών» τέταρτος μήνας στο Αττικό ημερολόγιο, αφιερωμένος στον Απόλλωνα και διαρκούσε από 23 Σεπτεμβρίου έως 22 Οκτωβρίου. Ετυμολογείται δε από το Πύαμος πρότερον και μετά κύαμος (κουκί-χλωροκούκι) + το ρήμα έψω, αόριστος ήψησα (να μην κατηγορούμε τους Ηρακλειώτες άδικα) κοινώς έψησα, όπως το λέμε. Χαρακτηριστική όμως είναι και η έβδομη μέρα, διότι την ημέρα αυτή οι Αθηναίοι έψηναν κουκιά, φάβα, λατινικά faba, σε ανάμνηση της επιστροφής του Θησέα από την Κρήτη, του οποίου οι ναύτες έψησαν κουκιά, εκείνη την ημέρα της επιστροφής, ό,τι είχε απομείνει από τα τρόφιμα του πλοίου. Ορισμένοι ομιλούν, ότι ο μήνας διαρκούσε από αρχές Οκτωβρίου έως αρχές Νοεμβρίου. Πιστεύω όμως ότι η πρώτη εκδοχή είναι το σωστό, διότι αυτή την περίοδο, γινόταν οι πλόες με περισσότερη σιγουριά, λόγω των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών και την ήρεμη συνήθως θάλασσα στη Μεσόγειο. Άλλωστε, αυτή την περίοδο γίνονται και οι αποδημίες των πουλιών, αλλά και τότε μετέφεραν οι Ρωμαίοι στη Ρώμη το σιτάρι από την Αίγυπτο.
Το Τ λοιπόν ενάγεται από το Σ ενώπιον των δικαστών εκτοξεύοντάς του δύο βαριές κατηγορίες. Πρώτον ότι σφετερίστηκε θέσεις στις λέξεις, που του ανήκουν, όπως θάλαττα, γλώττα, μέλιττα, Θετταλία και σε άλλες πολλές και δεύτερον ότι οι τύραννοι μιμήθηκαν το σχήμα του (Τ) για να σταυρώνουν τους ανθρώπους. «Ξύλα τεκτήνοντας ανθρώποις ανασκολοπίζειν επ’ αυτά». Διότι, δηλαδή, οι τύραννοι κατασκευάζουν ξύλα (βάσει του σχήματός του), για να καρφώνουν επ’ αυτά τους ανθρώπους.
Έχω τη γνώμη ότι ο Λουκιανός, με το απαρέμφατο «ανασκολοπίζειν» (σκόλοψ= πάσσαλος), εννοεί όχι το ρήμα πασσαλώνω κοινώς παλουκώνω, αλλά το ρήμα καρφώνω- σταυρώνω κυρίως το προσηλώνω (προ + ήλος-καρφί), όπως λέμε και αποκαθηλώνω (από + κατά + ήλος), όπως έχουμε αποκαθήλωση του Ιησού, όπου τον έβγαλαν από το σταυρό, αφαιρώντας Του τα καρφιά. Εάν ο Λουκιανός εννοούσε τον πάσσαλο το Σ δεν θα εγκαλούσε, γι’ αυτόν το λόγο, το Τ , αφού δεν θα υπήρχε το σχήμα του.
Διαβάζοντας επίσης και το άλλο βιβλίο του χαριεστάτου Λουκιανού «Προμηθεύς ή Καύκασος» τα ρήματα ανασκολοπίζω, καταπηγνύω, προσπαττ(σσ)αλεύω και προσπαττ(σσ)αλόω, ανασταυρώνω εναλλάσσονται δηλώνοντας το ίδιο πράγμα, δηλ. την καθήλωση (κατά + ήλος – καρφί) επί του σταυρού.
Πώς τώρα, γίνεται η έγκληση – μήνυση εκείνη την ώρα; Γίνεται γιατί: «όσο καιρό το Τ με αδικούσε λίγο και δεν έφτανε στην κατάχρηση, λόγω της μετριοπάθειάς μου δε μιλούσα. Τώρα όμως αναγκάστηκα να το καλέσω ενώπιον σας σε απολογία, γιατί έχει σκοπό να με εξαφανίσει ολότελα από τη θέση που μου ανήκει. Άλλωστε εγώ (Το Σ) δεν είμαι γράμμα που κρατά κακία αφού ποτέ δεν σας κατήγγειλα άλλα γράμματα όπως πχ. το Ζ, που μου πήρε το σμαράγδι (Ζμάραγδος), όπως και τα σμύρνα τελείως. Επομένως θέλω να του επιβάλλετε την ποινή της σταυρώσεως, διότι αυτή και μόνο του ανήκει».
Λέγοντας αυτά θυμήθηκα και το κείμενο του εξαίρετου Νίκου Ψιλλάκη «Το γλυκοσάλισμα – γλυκοσάλιση» «ΥΠΕΡ Χ SUPER MARKET ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ ΤΕΥΧΟΣ 86» όπου παρακάτω θα εννοήσετε τη σχέση του με το άρθρο.
Γράφει λοιπόν ότι ο κόσμος ευχόταν κυρίως στους νεόνυμφους «να γλυκοσαλίσετε» (σήμερα εύχεται «βίον ανθόσπαρτον») από το ρήμα γλυκοσαλίζω και τα παράγωγά του (γλυκοσάλισμα, γλυκοσάληση), όπως γράφουν και τα διάφορα Κρητικά λεξικά.
Βάσει των παραπάνω είναι το γλυκό σάλιο, που έρχεται από το μελοκάρυδο, που δίνουν στο ζευγάρι. Δηλαδή όπως γλυκαθήκατε, έτσι να είναι και η ζωή σας γλυκιά. Όμως οι ερμηνείες διαφέρουν, γράφει, συνεχίζοντας: Οι λέξεις εννοούν μόνιμη ευτυχία, μικροχαρά και μικροαπόλαυση, ανακούφιση και ησυχασμό, αρμονική συμβίωση…
Αυτά, με κάνουν να σκεφτώ ότι πρέπει να πάμε και κάπου αλλού, για να έχουμε πραγματικά τα παραπάνω. Να πάμε δηλ. στη «γλυκοσάληση», που εγώ τη βγάζω από το επίρρημα γλυκά και σάλος, που ανάφερα στην αρχή. Οι άνθρωποι δηλ. πρέπει να κινούνται στη ζωή τους γλυκά, κάνοντας γλυκά- ανάλαφρα ζάλα. επομένως για μένα «γλυκοσάληση», όπως την κατάλαβα, ομιλώντας και με ηλικιωμένους ανθρώπους σημαίνει ζω γλυκά, όμορφα, αρμονικά χωρίς τρικυμίες, φουρτούνες, ταραχές, κλυδωνισμούς, ζάλες- ζαλάδες, παράξενα ζάλα, ό,τι δηλ. χρειάζεται ένα αντρόγυνο, αλλά και ο καθένας άνθρωπος, ιδιαιτέρως σήμερα. Τούτο δε διότι αν συμβεί το αντίθετο, δηλ. αν «σαλέψει» το μυαλό, τότε τα ζάλα της ζωής δεν θα είναι ισορροπημένα, θα ζαλιστεί σαν τη Πυθία (Η Πυθία μασούσε φύλλα δάφνης, τα οποία την ζάλιζαν, για να μην πω την νάρκωναν, και έλεγε τους χρησμούς). Άλλωστε και η Αλεξανδρινή δάφνη ονομαζόταν ζαλεία ή σαλεία.
Τώρα αν το «σάλεμα» μάλιστα είναι μεγάλο στον άνθρωπο και εξαρτάται βέβαια απ’ αυτόν, δεν λέμε για αρρώστια, γίνεται «σαλός» – τρελός και κατ’ επέκταση θα γίνει «σάλος» και πάει η γλυκοσάληση.
Αφήσαμε όμως μια εκκρεμότητα. Τι θα γίνει με το ζόρικο γράμμα Σ, θα μας εγκαλέσει για το Ζ, που χρησιμοποιήσαμε, όπως ζάλο (πεντοζάλι), ζάλη ζαλεία (δάφνη) κλπ. Πιστεύω όχι. Δεν είναι διατεθειμένο, ως μετριοπαθές που είναι, βάσει των δηλώσεων του, διότι εμείς χρησιμοποιήσαμε με φειδώ τις λέξεις, επομένως η θέση του δεν κινδυνεύει, κατ’ επέκταση δε ούτε η δική μας…
* Ο Κωνσταντίνος Σκαλιδάκης είναι συνταξιούχος καθηγητής