Σε προτεραιότητα βρίσκεται για όλη την Κρήτη η διασύνδεση του πρωτογενή τομέα με τον τουρισμό καθώς πρόκειται για τους δυο βασικούς μοχλούς ανάπτυξης που μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την τοπική οικονομία του νησιού, μιας και η περιοχή μας διαθέτει ποιοτικά αγροτικά προϊόντα από τη μια και από την άλλη είναι μια περιοχή που κάθε καλοκαίρι γίνεται πόλος έλξης χιλιάδων τουριστών ανά τον κόσμο. Βασικό προϊόν που μπορεί να ανοίξει νέες προοπτικές στην τουριστική ανάπτυξη της Κρήτης είναι το ελαιόλαδο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα χρησιμοποιηθεί και θα αναδεχθεί σωστά. Το κρητικό προϊόν που έχει χαρακτηριστεί ως το χρυσάφι του νησιού, εξαιτίας της αναγνωρισμένης και αδιαμφισβήτητης ποιότητάς του, αλλά και της υψηλής διατροφικής του αξίας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην τόνωση της τοπικής οικονομίας μέσα από ένα νέο πυλώνα ανάπτυξης που είναι ο ελαιοτουρισμός. Τα βασικά χαρακτηριστικά του κρητικού λαδιού, τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένα με το περιβάλλον και τον πολιτισμό του νησιού, αλλά και αναγνωρισμένα για το οφέλη του στην υγεία εξαιτίας της υψηλής ποιότητας του προϊόντος, είναι στοιχεία που δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάδειξή του. Ωστόσο για να γίνει αυτό απαιτείται συντονισμός, οργάνωση και συνεργασία όλων των φορέων, παραγωγών επιχειρηματιών και αυτοδιοίκησης. Βασικό «όχημα» στην παραπάνω διαδικασία αποτελούν και οι χώροι εστίασης, δηλαδή τα εστιατόρια και οι ταβέρνες καθώς και τα ξενοδοχεία όπου οι τουρίστες απολαμβάνουν το φαγητό τους και γεύονται την κρητική κουζίνα. Η νομοθεσία που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Γενάρη του 2018, η οποία καθιστά υποχρέωση των επιχειρηματιών εστίασης να διαθέτουν συσκευασίες τυποποιημένου ελαιολάδου μη επαναγεμιζόμενες στους πελάτες τους στοχεύει προς αυτή την κατεύθυνση της προβολής και ανάδειξης του προϊόντων, καθώς προσδίδεται υπεραξία και αναγνωρίζεται η ποιότητα του. Αυτό ωστόσο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από το σύνολο των επιχειρηματιών μέρος των οποίων φέρεται να μην συμμορφώνεται με το μέτρο. «Ως ΣΕΗΔΚ στηρίζουμε τον πρωτογενή τομέα και τους ελαιοπαραγωγούς. Θεωρούμε ότι το μέτρο, το οποίο καταφέραμε να νομοθετηθεί και είναι η υποχρεωτικότητα πλέον του να αναγράφεται στον τιμοκατάλογο αν το συγκεκριμένο έδεσμα παρασκευάζεται με ελαιόλαδο και να χρησιμοποιούνται μη επαναγεμιζόμενες συσκευασίες στα εστιατόρια. Θέλω να πιστεύω ότι επειδή πρέπει να πάμε στην αναβάθμιση συνολικά του τουριστικού προϊόντος, αυτή πρέπει να διασυνδεθεί και με την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών στα κρητικά εστιατόρια και τα ξενοδοχεία και απαραίτητο συστατικό όλων αυτών είναι η χρήση αγνού παρθένου ελαιολάδου και πρέπει να γίνει συνείδηση πάνω από όλα στους επαγγελματίες της εστίασης καθόσον εμείς αν το κάνουμε αυτό πράξη δεν χρειάζεται να κάνουμε εξαγωγές, αφού τους πελάτες τους εισάγουμε ως τουρίστες», σχολίασε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης Γιώργος Μαρινάκης. Παράλληλα, το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών για να γνωρίσουν τον τοπικό πολιτισμό, την ιστορία και τη γαστρονομία αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. «Η Κρήτη διαθέτει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και θα μπορούσε να επενδύσει στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού αφενός για να επεκτείνει την τουριστική σεζόν και αφετέρου για να προσελκύσει πιο εύρωστους οικονομικά επισκέπτες. Μια τέτοια μορφή τουρισμού αποτελεί και ο ελαιοτουρισμός, που έχει σοβαρές προοπτικές ανάπτυξης, απαιτεί όμως καλή οργάνωση και συνεργασίες προκειμένου αφενός το προϊόν να γίνει γνωστό και αφετέρου να προωθηθεί στους επισκέπτες ανά τον κόσμο. Αναλυτικά, |
Η 1η Ιανουαρίου 2018 σηματοδότησε, τουλάχιστον τυπικά, το τέλος του επιτραπέζιου χύμα ελαιολάδου στις επιχειρήσεις και την υποχρεωτική χρήση των σφραγισμένων, μη επαναγεμιζόμενων συσκευασιών ή μιας χρήσης. Ο στόχος της συγκεκριμένης ενέργειας ήταν αφενός να διασφαλιστεί η ποιότητα του προϊόντος και κατ’ επέκταση να μπορέσει αυτό να αποκτήσει υπεραξία και να αναγνωριστεί από τους επισκέπτες ως ένα παραδοσιακό προϊόν. Ειδικά για την Κρήτη, η οποία αποτελεί μια ελαιοκομική περιοχή, η χρήση του ντόπιου ελαιολάδου και η αναγνώριση του από τους επισκέπτες αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για την επίτευξη του στόχου της καθιέρωσης του νησιού ως έναν ελαιοτουριστικό και γαστρονομικό προορισμό. Για τον λόγο αυτό άλλωστε ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, εδώ και πολλά χρόνια, επέμενε στην αναγκαιότητα του συγκεκριμένου μέτρου που θεσπίστηκε τον περασμένο χρόνο ικανοποιώντας τα μέλη του. Ωστόσο φαίνεται πως η εφαρμογή του δεν είναι ακόμα καθολική, γεγονός που σημαίνει πως και οι ίδιοι οι εστιάτορες δεν έχουν αντιληφθεί τη σημασία του. Από την άλλη όμως η εφαρμογή του μέτρου από τους επιχειρηματίες βρίσκει θετική ανταπόκριση από τουρίστες αλλά και Έλληνες, οι οποίοι εμφανίζονται πολύ ικανοποιημένοι από την τυποποίηση του ελαιολάδου αναγνωρίζοντας την υψηλή ποιότητα του και ταυτόχρονα ενημερώνονται για την υψηλή διατροφική του αξία.