Tου ΔΗΜΗΤΡΗ Ζ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗ*
2ο
Β. Το Νερό
Σε παλιότερες εποχές, των Ενετών και των Τούρκων, όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν δικά τους πηγάδια, που σημαίνει ότι τότε το υπέδαφος ήταν υγιές και ο υδροφόρος ορίζοντας καθαρός, αλλά το 1968 που ο Δήμος άρχισε την αντιμετώπιση του θέματος, το Ιστορικό Κέντρο δεν είχε ούτε επαρκές ούτε υγιεινό νερό κι αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο απ’ όλα.
Επί Ενετών υδρευόταν η πόλη από την πηγή «Μάννα του Νερού» ψηλά στον Μασταμπά που υδροδοτούσε την κρήνη RIMONDI και πιθανότατα δύο ή τρεις ακόμη κρήνες σε άλλα σημεία, που δεν σώθηκαν.
Επί Τουρκοκρατίας η πόλη υδρευόταν από την ίδια πηγή, αλλά με δέκα τουλάχιστον κρήνες, οι οποίες έχουν διασωθεί και τις αναστηλώσαμε.
Στην περίοδο του μεσοπολέμου, όπως λέγεται, κατασκευάστηκε ένα αραιό δίκτυο από κοινόχρηστες βρύσες, μια για κάθε ευρεία γειτονιά. Το 1950 μια τέτοια βρύση στη γωνία Μελισσηνού και Νικηφόρου Φωκά, στον τοίχο του Στέλιου Καλπάκη του χαλκωματά, ύδρευε όλη την περιφέρεια επί δύο ώρες κάθε μέρα και περιμέναμε στην ουρά «να έρθει το νερό», για να πάρει κάθε σπίτι ένα σταμνί κι ένα γκαζοτενεκέ. Αν κάποιος ήθελε περισσότερο, έπρεπε να ξαναστηθεί στο τέλος της ουράς, συνήθως μάταια.
Το πρώτο πλήρες δίκτυο ύδρευσης της πόλης κατασκευάστηκε τα έτη 1950 – 1955 από προπολεμικούς χυτοσιδηρούς σωλήνες και έμεινε σε χρήση μέχρι το 1997, οπότε αρχίσαμε την κατασκευή του σύγχρονου δικτύου. Βασικός πόρος υδροδότησης της πόλης παρέμεινε η πηγή «Μάννα του Νερού», μόνο που προστέθηκαν με άντληση τα πηγάδια του Κουμπέ και του Πλατανιά.
Δυστυχώς, το δίκτυο αυτό είχε τοποθετηθεί κατά μέγα μέρος είτε μέσα στους αγωγούς του βενετσιάνικου παντορροϊκού δικτύου αποχέτευσης είτε δίπλα σ’ αυτούς, όσο κι αν η τοποθέτηση αυτή φαίνεται σήμερα αδιανόητη.
Η ένταξη του δικτύου ύδρευσης μέσα ή δίπλα στους υπονόμους, καθώς είχε αποσαθρωθεί από την οξείδωση, τη χαλάρωση των συνδέσμων και τα ρήγματα, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους νόσων και επιδημιών υδρικής προέλευσης.
Αυτή τη δαμόκλεια σπάθη των επιδημιών την αντιμετωπίζαμε με δυο παράλληλους τρόπους: Αφ’ ενός με τη διοχέτευση στο δίκτυο της Παλιάς Πόλης κατά απόλυτη προτεραιότητα κάθε διαθέσιμης ποσότητας νερού παρ’ όλες τις τεράστιες απώλειές του και τη γενικότερη λειψυδρία, ώστε να διατηρείται η μέγιστη δυνατή εσωτερική πίεση στους υδροσωλήνες και να αποφεύγονται οι εισροφήσεις από τους υπονόμους και το βαρύτατα μολυσμένο υπέδαφος, μέτρο που ακυρώθηκε εν μέρει όταν άρχισε η χρήση πιεστικών στην Παλιά Πόλη που δημιουργούσαν υποπίεση στα κοντινά δίκτυα, και αφ’ ετέρου με έντονη χλωρίωση του παρεχόμενου νερού. Παρ’ όλα αυτά, η μόλυνση του πόσιμου νερού ήταν ενδημικό φαινόμενο σε αρκετά σημεία της Παλιάς Πόλης. Η Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου κρατούσε τα θλιβερά πρωτεία σ’ ολόκληρη την Ελλάδα σε έκταση τέτοιων νόσων σύμφωνα με έρευνα της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών του 1984 και συνέχισε να παρουσιάζει μονίμως πλείστα κρούσματα σύμφωνα με εκθέσεις που ζήτησα από τον Ιατρικό Σύλλογο, το Κρατικό Νοσοκομείο και τη Διεύθυνση Υγείας και Πρόνοιας Ρεθύμνης και βρίσκονται στο αρχείο του Δήμου.
Συγκεκριμένα το 1993, σε μια από τις πολλές έρευνες που πραγματοποιήσαμε στη ΔΕΥΑΡ, επί 73 δειγμάτων από όλες τις γειτονιές της Παλιάς Πόλης βρέθηκαν μολυσμένα με ολικά κολοβακτηριοειδή τα 26, δηλαδή το 36%, και με κολοβακτηριοειδή κοπράνων 8. Τριπλασιάσαμε δοκιμαστικά για μια μέρα την ποσότητα του χλωρίου στο δίκτυο, με αποτέλεσμα να μην πίνεται το νερό από την έντονη οσμή, αλλά παρ’ όλα αυτά την επόμενη μέρα που επαναλάβαμε τις αναλύσεις από τα ίδια σημεία βρέθηκαν 14 δείγματα, δηλαδή το 19%, με ολικά κολοβακτηριοειδή και 7 με κολοβακτηριοειδή κοπράνων. Αυτό πιστοποιούσε την ύπαρξη πολλαπλών ανοιγμάτων του δικτύου στο βαριά μολυσμένο περιβάλλον, είτε στο εσωτερικό των υπονόμων είτε στο υπέδαφος, τα οποία τυχαία μόνο θα μπορούσαν να εντοπιστούν.
Να σημειωθεί επίσης ότι αναλύσαμε νερό από όσα πηγάδια μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Όλα ήταν βαρύτατα μολυσμένα και ενημερώσαμε τους ιδιοκτήτες τους για να κανονίσουν ανάλογα τη χρήση τους.
Συμπερασματικά μπορεί να πει κανείς ότι η εμφάνιση νέων καταστρεπτικών επιδημιών στην Παλιά Πόλη λόγω μολυσμένου νερού κατά τα χρόνια προ του 1997 αποφεύχθηκε χάρη στον συνδυασμό των ανωτέρω μέτρων αλλά και τον αυτοεμβολιασμό των κατοίκων, υπό την εποπτεία της Θείας Πρόνοιας. Αντίθετα οι ξένοι επισκέπτες της Παλιάς Πόλης, στερημένοι από το ελάχιστα ευρωπαϊκό πλεονέκτημα του μιθριδατισμού απέναντι στους νοσογόνους οργανισμούς του νερού, πύκνωναν τις σελίδες του Βιβλίου Συμβάντων του Νοσοκομείου μας. Οι συνθήκες αυτές ευνοούσαν ένα μικροεμπόριο νερού από τον Βαγγέλη Αχτουδιανάκη, που με ένα γαϊδουράκι, ένα χαμηλό κάρο και οχτώ σταμνιά κουβαλούσε νερό από το πηγάδι του Κουμπέ με τη χειροκίνητη «δρούμπα» και το διαλαλούσε στα στενά δρομάκια της Παλιάς Πόλης με την πασίγνωστη στεντόρεια φωνή του «Νερό Κουμπέ!» και την εντολή του στον γάϊδραρο: «Σε»! Όσοι είχαν λεφτά αγόραζαν καθαρό νερό.
Φυσικό επακόλουθο αυτών των συνθηκών ύδρευσης ήταν η πανελλήνια πρωτοπορία του Ρεθύμνου στον τομέα των νόσων υδρικής προελεύσεως, που εμφαίνεται στον κατωτέρω Πίνακα:
Υ.Γ. Εκτεταμένο ιστορικό φωτογραφικό υλικό από την προηγούμενη κατάσταση και τα έργα της Παλιάς Πόλης βρίσκεται στο βιβλίο μου «Παλιά Πόλη, από υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», στα βιβλιοπωλεία.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης