3o
Γ. Οι πλημμύρες
Η Παλιά Πόλη μαστιζόταν από πολλές ετήσιες πλημμύρες και περιοδικά καταστροφικές, είτε από υπερχείλιση του χειμάρρου «Καμαράκι», είτε από επιφανειακά όμβρια νερά. Για το θέμα αυτό προτίθεμαι να γράψω ξεχωριστό σημείωμα.
Ας επανέλθομε τώρα στο ιστορικό της διάσωσης και ανάδειξης της Παλιάς Πόλης, που είναι πολυσύνθετο θέμα με πολλές παραμέτρους θεωρίας και πράξης. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει τρεις μεγάλες ενότητες δράσεων:
1. Τη νομική προστασία.
2. Τις λειτουργικές υποδομές στο σύνολό τους.
3. Την αισθητική αναβάθμισή της.
Ας τις δούμε με τη σειρά.
Η ιδέα της νομικής προστασίας της Παλιάς Πόλης δεν είναι δική μου. Η πατρότητά της ανήκει στον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Γιάννη Τζεδάκη, καλή του ώρα, ο οποίος, εκτιμώντας την πολιτιστική αξία που έχει ως το σημαντικότερο μνημειακό στοιχείο του τόπου μας, εισηγήθηκε την έκδοση υπουργικής απόφασης (Υ.Α. 24946/25-8-1967, ΦΕΚ 606 Β’), με την οποία κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Αργότερα με πρωτοβουλία του ΥΠΕΧΩΔΕ κηρύχθηκε και παραδοσιακός οικισμός (Π.Δ.19/1978, ΦΕΚ 594 Δ’).
Όπως μου έχει πει ο Γιάννης Τζεδάκης, ουσιαστική συνδρομή στη σχετική διαδικασία είχε από την αείμνηστη Κάντω Φατούρου – Ησυχάκη, σημαίνον στέλεχος τότε του υπουργείου Πολιτισμού, την οποία αργότερα παρεκάλεσα να προσφέρει και πρόσφερε τις πλούσιες γνώσεις της στην επιστημονική επιτροπή της Παλιάς Πόλης. Μου είπε ακόμη ότι ο δήμος δεν είχε καμιά ανάμιξη στη διαδικασία της κήρυξης της Παλιάς Πόλης ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου.
Αξιολογώντας σήμερα την επιλογή αυτή του Γιάννη Τζεδάκη πρέπει να πω ότι η νομική κατοχύρωση του ιστορικού χαρακτήρα της Παλιάς Πόλης είχε θεμελιώδη βαρύτητα, γιατί έθεσε επίσημα το θέμα στο προσήκον μέτρο σοβαρότητας και άνοιξε τον δρόμο για την επιστημονική διαχείρισή του.
Η δική μου συμβολή στη διάσωση της παλιάς πόλης άρχισε τέσσερις μήνες μετά την υπαγωγή της στην προστασία του αρχαιολογικού νόμου, όταν δηλαδή βρέθηκα δήμαρχος (12-1-1968), και μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες λέξεις: Η μετουσίωση της νομικής υπόστασης της Παλιάς Πόλης σε Πράξη. Για τον σκοπό αυτό χρειαζόταν:
α. Ένας ενιαίος σχεδιασμός, ένα γενικό πλαίσιο για το όλο εγχείρημα.
β. Εξειδίκευση των επί μέρους θεμάτων και εκπόνηση των αντίστοιχων μελετών.
γ. Εκτέλεση των έργων.
Έτσι κι έγινε.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Όταν τοποθετήθηκα στον δήμο, έναν χώρο τελείως ξένο και άγνωστο σε μένα, με τα νιάτα και τον δυναμισμό των 28 χρόνων μου, απογοητεύτηκα από τις διαπιστώσεις μου σχετικά με τον ρόλο του δήμου στην πόλη και τον δικό μου στον δήμο, αρνήθηκα να ενταχθώ στην αποτελμάτωση του Ρεθύμνου και εισηγήθηκα ένα εντελώς νέο ρόλο: Να μπει ο δήμος μπροστά και να οδηγήσει την πόλη σε μια σύγχρονη φάση οικονομικής ανάπτυξης με ότι αυτή συνεπάγεται. Και ως άξονες της ανάπτυξης επέλεξα τον τουρισμό και το πανεπιστήμιο με κοινό πεδίο την Παλιά Πόλη. Έχω γράψει γι’ αυτή την επιλογή στο σημείωμα που αφορά την ίδρυση του πανεπιστημίου στην πόλη μας.
Καθώς ανακαλώ σήμερα στη μνήμη μου εκείνη την περίοδο, σκέπτομαι ότι η απόφασή μου να επιχειρήσω τη διάσωση της παλιάς πόλης, κόντρα στη θέληση των κατοίκων και την ανυπαρξία προϋποθέσεων εντάσσοντάς την στη βάση του αναπτυξιακού προγράμματος του δήμου, ήταν μια εντελώς παράτολμη επιλογή που απέρρευσε από τα προσωπικά μου βιώματα και συγκεκριμένα:
1. Από το περιεχόμενο της επιστημονικής μου ειδικότητας που περιελάμβανε αρχαιολογικές σπουδές και γενικότερα με οδηγούσε στον θαυμασμό του ιστορικού πολιτισμού του Ρεθύμνου, λόγιου και μνημειακού.
2. Από την οικονομική αποτελμάτωση της πόλης (426 δολάρια Κατά Κεφαλήν Εισόδημα, το μισό από τα 840 της χώρας) και ιδιαίτερα των κατοίκων της Παλιάς Πόλης (υπολόγιζα το μισό του μισού) και τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους.
3. Από την ισχυρή ροπή μου προς τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη σε συνδυασμό με νεανικό ρομαντικό ιδεαλισμό προσανατολισμένο εκ φύσεως στο μέλλον. Μια εφημερίδα που εξέδιδα κάποια χρόνια την ονόμαζα «Ρεθεμνιώτικο Μέλλον» και ένα βιβλίο που έγραψα είχε τίτλο «Το Ρέθυμνο του Μέλλοντος».
Ως μέθοδο για την προώθηση του Προγράμματος αυτού επέλεξα την εξής: Πρόσθεσα στην πολιτισμική αξία της Παλιάς Πόλης, που είχε θεσμοθετηθεί με τις ενέργειες του Γιάννη Τζεδάκη, τεράστια οικονομική αξία ορίζοντάς την ως ένα από τους δύο πυλώνες, στους οποίους θα στηριζόταν μελλοντικά ο τουρισμός του Ρεθύμνου, ο άλλος πυλώνας θα ήταν οι θαυμάσιες αμμουδιές του.
Ως πρώτο βήμα για την πραγμάτωση του σχεδιασμού αυτού, όπως ανέφερα και σε άλλο σημείωμα, συγκάλεσα στις αρχές Φεβρουαρίου του 1968 δύο συσκέψεις στο (παλιό) δημαρχείο με τους εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων της πόλης και εισηγήθηκα τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας της, μια στροφή από τον παραδοσιακό πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία της), στους οποίους περιοριζόταν μέχρι τότε το Ρέθυμνο, προς τον τριτογενή τομέα, τις υπηρεσίες. Η εισήγηση μου συνοψίζεται στην εκτίμηση ότι: «(…) κρίνεται ως απολύτως ρεαλιστική η άποψις ότι ο τουρισμός αποτελεί δια το Ρέθυμνον την μάλλον αισιόδοξον προοπτικήν». Και πρότεινα βασικά έργα υποδομής, όπως:
1. «Η Αξιοποίησις της Παλαιάς Πόλεως δια του χαρακτηρισμού της ως διατηρητέας αρχαιολογικώς και δια της καταλλήλου αναδείξεώς της».
2. «Η Αξιοποίησις της Φορτέτζας».
3. «Αναστηλώσεις αρχαιολογικών μνημείων» κλπ (βλ. Πρακτικό Συσκέψεως της 15-2-1968, που έχει δημοσιευτεί).
Η εισήγησή μου έγινε δεκτή και έκτοτε η διάσωση και ανάδειξη της παλιάς πόλης αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο του αναπτυξιακού προγράμματος του δήμου. Έτσι, μετά από πολύχρονη επώδυνη διαδικασία, πήρε σάρκα και οστά ο αναπτυξιακός σχεδιασμός μου.
Σήμερα είναι εύκολο να λέει κανείς το ιστορικό της Παλιάς Πόλης, αλλά πριν από πενήντα χρόνια η διάσωση και ανάδειξή της ήταν αδιανόητη για το «παντέρμο Ρέθεμνος» και τον δήμο του, ούτε σαν μακρινό όραμα δεν γινόταν αποδεκτή. Δεν υπήρχε τίποτε το ενθαρρυντικό για την ανάληψη ενός τόσο μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, αντίθετα υπήρχαν δυσκολίες και εμπόδια που φάνταζαν ανυπέρβλητα. Από τις μεγαλύτερες δυσκολίες ήταν ότι όχι μόνο δεν υπήρχε κοινωνική συναίνεση, που αποτελεί πάντοτε αναπόδραστη προϋπόθεση για την εφαρμογή οποιουδήποτε αναπτυξιακού προγράμματος, αλλά αντίθετα υπήρχε δυναμική αντίδραση εκ μέρους του ισχυρού «Συλλόγου Ιδιοκτητών Παλιάς Πόλης», που ζητούσε πεισματικά και οργανωμένα να καταργηθεί ο «χουντικός νόμος» και να αποχαρακτηριστεί από ιστορικό μνημείο, για να μπορούν, όπως έλεγαν, να συνενώνουν τις ιδιοκτησίες τους και να χτίζουν πολυκατοικίες. Σε μια συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου ο μακαρίτης Τερζιδογιάννης, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ιδιοκτητών Παλιάς Πόλης, έξαλλος είπε μεταξύ άλλων: «Για ποιο λόγο εμείς πρέπει να διατηρήσουμε το παραδοσιακό χρώμα; Τι αμαρτίες πληρώνουμε; Πρέπει να καταλάβετε πως δεν είμαστε μαύροι. Και στην Αμερική οι μαύροι εξισώθηκαν με τους λευκούς…».
Στην ίδια συνεδρίαση ο Σύλλογος κατέθεσε Υπόμνημα και υποστήριξε με πάθος τις εξής θέσεις:
1. «Κατάργησιν των διαταγμάτων που χαρακτηρίζουν την πόλη παραδοσιακόν οικισμόν και διατηρητέον αρχαιολογικόν μνημείον.
2. Κατάργησιν μελέτης Μουτσοπούλου -Ζέρβα.
3. Κατάργησιν διαταγμάτων περί μειώσεως συντελεστών δομήσεως εις ολόκληρη την πόλιν.
4. Μη εφαρμογήν προτεινομένων μέτρων περί κατασκευής ΓΚΑΡΑΖ στις νέες αναγειρόμενες οικοδομές.
5. Να παραμείνη και να εφαρμόζεται το σχέδιον πόλεως του 1930.
6. Να περιληφθούν τα οικόπεδα και τα κτίσματα γύρω του φρουρίου Φορτέτζας εις το σχέδιον πόλεως με παράλληλην αποδέσμευσιν τούτων».
Ο δικός μου αντίλογος στις οργίλες αυτές επιθέσεις, όπως τον αντιγράφω από πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, βασιζόταν στα τεράστια ωφελήματα που προέκυπταν από την προστασία του αρχαιολογικού νόμου και είχε δύο βασικά σκέλη. Το ένα ήταν ότι: «Η Παλαιά διατηρητέα Μεσαιωνική πόλις της Ρεθύμνης αποτελεί σπουδαιότατον κεφάλαιον δυνάμενον να λάβη αντινοβολίαν και να αποφέρη οφέλη εξικνούμενα πολύ πέραν των ορίων του Νομού Ρεθύμνης και της Κρήτης.
Συγκεκριμένως ο χαρακτήρ της πόλεως Ρεθύμνης προσδιορίζεται υπό στοιχείων, ως το Ενετικόν Φρούριον Φορτέτζα, ο Ενετικός λιμήν, το Μεσαιωνικόν Τμήμα της πόλεως, αι διατηρούμεναι οικίαι ενετικής και τουρκικής εποχής, τα μωαμεθανικά τεμένη με τους μιναρέδες, αι κρήναι, τα κιόσκια, τα θυρώματα κλπ. Πάντα ταύτα δε είναι εκ των σημαντικωτέρων μεσαιωνικών μνημείων της Κρήτης και ως εκ τούτου ενδείκνυται η ανάδειξις και προβολή αυτών ως κυρίων στοιχείων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος του Νομού».
Το άλλο σκέλος ήταν: «Η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας που πρέπει να εξασφαλιστεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σας αναφέρω ότι σε 12 χαρακτηριστικά οικοδομικά τετράγωνα της παλιάς πόλεως υπάρχουν περί τις 300 ιδιοκτησίες συνολικά. Απ’ αυτές δεν οικοδομούνται ούτε κατά παρέκκλιση 50 περίπου, γιατί έχουν εμβαδόν μικρότερο των 30 τ.μ. και περί τις 40 γιατί έχουν πρόσοψη κάτω των 4 μέτρων. Έτσι το σύνολο των μη οικοδομησίμων αντιπροσωπεύει ποσοστό 30% περίπου, δηλαδή το 1/3 σχεδόν του όλου αριθμού των ιδιοκτησιών στα τετράγωνα αυτά που κρίνεται πολύ υπερβολικό αν όχι απαράδεκτο. Από αυτές τις 300 περίπου ιδιοκτησίες, περί τις 65 έχουν έκταση γύρω από τα 30-50 τ.μ. (δηλαδή ποσοστό 30% περίπου) και αν ρυμοτομηθούν κατά 2-3 μέτρα για διαπλάτυνση των δρόμων κινδυνεύουν να γίνουν μη οικοδομήσιμες. Αρκετές ιδιοκτησίες (περίπου 25) έχουν βάθος μόλις μεγαλύτερο του επιτρεπόμενου (4 μέτρα) και αν ρυμοτομηθούν γίνονται επίσης μη οικοδομήσιμες από έλλειψη βάθους 4 μ. Ιδιαίτερα όμως πολλές γωνιακές ιδιοκτησίες που ρυμοτομούνται από δύο πλευρές, κυριολεκτικά θα εξαφανιστούν. Επομένως η διατήρηση των υφισταμένων οικοδομικών γραμμών είναι επιτακτική ανάγκη, γιατί προστατεύει την αρτιότητα πλείστων ιδιοκτησιών. Πρέπει να οικοδομούνται όλες οι ιδιοκτησίες. Το στοιχείο αυτό ενέχει μεγάλη σημασία, γιατί αν ισχύσει ο νόμος του 1930 που ζητά ο Σύλλογος, οι ιδιοκτησίες εκατοντάδων συμπολιτών κυριολεκτικά θα εκμηδενισθούν από πλευράς αγοραστικής αξίας, εφ’ όσον δεν θα είναι πια οικοδομήσιμες». Και ανέφερα ότι ο σχέδιο του 1930 προβλέπει όχι μόνο διανοίξεις έξι (6) νέων δρόμων στην Παλιά Πόλη, αλλά και διαπλατύνσεις πολλών άλλων εις βάρος ιδιοκτησιών συνολικού εμβαδού 20.500 τετ. μέτρων, γεγονός που αφήνει αναρίθμητους ιδιοκτήτες χωρίς σπίτι.
«Θεωρώ απαραίτητο να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τους πολυάριθμους μικροϊδιοκτήτες της παλιάς πόλεως. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες που είναι και ελάχιστες συγκριτικά, τακτοποιούνται και αξιοποιούνται με οποιουσδήποτε σχεδόν όρους δομήσεως. Το πρόβλημα είναι οι μικρές ιδιοκτησίες των λαϊκών τάξεων». Αυτές χρειαζόταν την προστασία του αρχαιολογικού νόμου, για να υπάρχουν, αλλά ο Σύλλογος ήταν ανένδοτος. Χωρίς καμία ιδιαίτερη γνώση του θέματος, θεωρούσε κάθε απόπειρα ενημέρωσής του εκ μέρους μου ως επιχείρηση εξαπάτησής του με δέλεαρ φανταστικές προφητείες περί μελλοντικής ανάπτυξης της Παλιάς Πόλης και την αντιμετώπιζε με οργή και αγανάκτηση. Είχε και τη στήριξη του τοπικού Τύπου, που με κατηγορούσε ότι πετούσα στα σύννεφα και ότι έκανα «Μελέτες – Ομελέτες», και αργότερα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τη στήριξη της Αντιπολίτευσης στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Και ασφαλώς η αντίδραση αυτή ενισχυόταν από το γενικότερο αντικυβερνητικό κλίμα, που ενέπνεε στους πολίτες τη διάθεση για αντίσταση σε κάθε δημόσια πρωτοβουλία. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε μια φάση που οι αντιδράσεις του Συλλόγου είχαν κορυφωθεί λόγω του Διατάγματος που είχα προκαλέσει για την απαγόρευση πάσης δόμησης στην Παλιά Πόλη επί δύο έτη μέχρι να ολοκληρωθεί η Μελέτη της ενώ την ίδια περίοδο διδόταν στεγαστικά δάνεια με πολύ ελκυστικούς όρους, ένα πρωί μου τηλεφώνησε ο Διοικητής της Αστυνομίας Ιωάννης Κουτούπης, Χανιώτης, «Αν κερνώ καφέ». «Με χαρά» του απάντησα. Κι όταν έπινε τον καφέ του, επειδή φαινόταν να διστάζει, τον ρώτησα: «Καλό κι ευλοημένο, ποιο είναι το θέμα μας;». Αυτός μου απάντησε: «Κύριε Δήμαρχε, δε μου κάνετε μια αίτηση να σας χορηγήσω άδεια οπλοφορίας;».
Εγώ ανησύχησα: «Γιατί; Έχετε πληροφορίες ότι κινδυνεύω;» «Όχι ακριβώς» μου απάντησε, «αλλά το Αρχηγείο ζήτησε από όλες τις Διοικήσεις να προσδιορίσουν τους τρεις πιο πιθανούς στόχους σε περίπτωση τρομοκρατικής ενέργειας και πρέπει να σας πω ότι λόγω της ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας με το θέμα της Παλιάς Πόλης σας έβαλα πρώτο. Δικαιούσθε, λοιπόν άδεια οπλοφορίας».
«Ευχαριστώ πολύ», του απάντησα «αλλά δεν θέλω. Υποστηρίζω τις απόψεις μου με επιχειρήματα, όχι με σφαίρες». Δέχτηκα πραγματικά ανώνυμες απειλές από ανόητους, αλλά δεν έδωσα σημασία, μια μόνο επώνυμη από δυο παλληκαράδες, που αντιμετώπισα με την απειλή ότι θα τους χαστουκίσω, την ανέφερα στο Αστυνομικό Τμήμα και καταγράφηκε αλλά δεν υπέβαλα μήνυση.
Υ.Γ. Εκτεταμένο ιστορικό φωτογραφικό υλικό από την προηγούμενη κατάσταση και τα έργα της Παλιάς Πόλης βρίσκεται στο βιβλίο μου «Παλιά Πόλη, από υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», στα βιβλιοπωλεία.
* O Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης