Ήταν 1η Μαΐου του 1976. Είχαμε πάει στο χωριό για την πρωτομαγιά και από το ραδιόφωνο, γιατί ακόμα οι τηλεοράσεις ήταν λιγοστές, ακούσαμε για «το ατύχημα» με τον Παναγούλη. Ποιος ήταν όμως αυτός ο Παναγούλης και γιατί σκηνοθετήθηκε ένα «ωραίο ατύχημα», όπως είπαν πολλοί, για να τον βγάλουν από τη μέση;
Ο Παναγούλης ήταν ένας άνθρωπος όπως όλοι μας, μόνο που είχε κάποια ιδανικά για την πατρίδα, την πατρίδα μας και τα ιδανικά αυτά ήταν πάνω απ’ όλα!
Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα, στο οποίο εκλέχθηκε εκπρόσωπος της Σχολής του στο Σύλλογο Σπουδαστών του Πολυτεχνείου.
Όπου αγώνας και ο Παναγούλης! Αγωνίζεται για τη διεκδίκηση του 15% στην παιδεία, δραστηριοποιείται σε πολιτικό επίπεδο, γίνεται μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Οργάνωσης Νεολαίας Ένωσης Κέντρου, έπειτα της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας και της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου του Γεώργιου Παπανδρέου και διαδηλώνει σε μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις για την Κύπρο.
Όταν φοιτά στο Πολυτεχνείο, το 1962, έρχεται σε σύγκρουση με τον γιo του μελλοντικού δικτάτορα, ο οποίος κατέβαινε υποψήφιος στις φοιτητικές εκλογές. Οι δικοί του άνθρωποι προσδίδουν στον Αλέκο πως τότε είχε «προβλέψει» την μελλοντική κατάσταση της χώρας, λέγοντας για τον γιο του Παπαδόπουλου πως αν υπήρχε περίπτωση επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα θα την έκανε ο πατέρας του!
Το 1967 παρουσιάζεται στον στρατό. Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο Παναγούλης λιποτακτεί για να οργανώσει την αντίσταση κατά της χούντας, αλλά και γιατί δεν μπορούσε να υπηρετήσει ένα ανελεύθερο καθεστώς. Ιδρύει την οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση», στην οποία μετείχαν μεταξύ άλλων ο αδερφός του Στάθης Παναγούλης, ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο Αρτέμης Κλωνιζάκης, ο Στάθης Γιώτας και άλλοι.
Δραπετεύει στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο, για να έρθει εκεί σε επαφή με πολιτικούς άνδρες, προκειμένου να ζητήσει να συνδράμουν στην αντίσταση. Στην Αθήνα, οι λογοκριμένες εφημερίδες δημοσιεύουν την φωτογραφία του, ως καταζητούμενο.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Αλέκος παρακολουθεί με την υπόλοιπη ομάδα, συστηματικά τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, με σκοπό να βρουν το κατάλληλο σημείο για την απόπειρα. Τελικά επιλέγουν το 31ο χιλιόμετρο της Εθνικής Αθηνών – Σουνίου, όπου ο δικτάτορας κάθε πρωί, έκανε τη συνηθισμένη του διαδρομή.
Τα εκρηκτικά έχουν τοποθετηθεί κάτω από τη γέφυρα, από τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Αυγούστου του 1968. Την ώρα όμως της ανατίναξης, η μπαταρία δεν τροφοδότησε και τα έξι σημεία, με αποτέλεσμα η έκρηξη να σημειωθεί μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και ο δικτάτορας να γλυτώσει. Η απόπειρα όμως αποτυγχάνει και ο Αλέκος Παναγούλης, έπειτα από δύο ώρες εν τέλει συλλαμβάνεται.
Ο Παναγούλης βασανίζεται καθημερινά, με τα πιο ευφάνταστα, σκληρά και αποκρουστικής σύλληψης βασανιστήρια καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του. Η αυτοκυριαρχία του, η αυτοπειθαρχία του, το πείσμα στο να υπερασπιστεί αυτό που πιστεύει και το χιούμορ που διέθετε, λειτουργούν σαν ασπίδες, χάρη στις οποίες κατορθώνει να επιβιώσει τον σωματικό και ψυχικό βιασμό του.
Μετά από μερόνυχτα συνεχούς βασανισμού, οδηγείται ημιθανής στο νοσοκομείο και κατόπιν δικάζεται από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968. Στην αίθουσα του Στρατοδικείου Αθηνών, το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1968, ο 29χρονος τότε Αλέξανδρος Παναγούλης στέκεται όρθιος στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ακούει τη θανατική καταδίκη του. Δις εις θάνατον ήταν η απόφαση. Ο λόγος που δεν εκτελέστηκε ήταν ένας: η διεθνής κατακραυγή, που ξεσηκώθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να θανατωθεί ένας σύγχρονος Αρμόδιος ή Αριστογείτονας.
Ο ίδιος έδειχνε να περιφρονεί τον θάνατο. Λίγες μέρες πριν, με την απολογία του στο Στρατοδικείο, είχε πει απευθυνόμενος στους δικαστές του: «Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Μεταφέρεται στην Αίγινα για την εκτέλεση, η οποία ματαιώνεται, χάρη στις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας και αφού προσπάθησαν να τον πείσουν να υπογράψει για να του δοθεί χάρη. Στις 25 Νοεμβρίου 1968 μεταφέρθηκε από την Αίγινα στις Στρατιωτικές Φυλακές του Μπογιατίου.
Δραπετεύει από το Μπογιάτι στις 5 Ιουνίου 1969. Συλλαμβάνεται ξανά και οδηγείται προσωρινά στο Γουδί, για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στο Μπογιάτι. Εκεί τον περιμένει η απομόνωση σε κελί που το ‘φτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου.
Ο Αλέκος επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Γράφει ποιήματα ως διέξοδο. Τον Αύγουστο του 1973 -μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης- ο Αλέκος Παναγούλης απελευθερώθηκε βάσει της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους.
Στην μεταπολίτευση εκλέγεται βουλευτής της Β’ Αθηνών από την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, καθώς αρνείται να συνεργαστεί με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο παρομοίαζε με φασίστα και έλεγε πως ήταν ο Έλληνας Μουσολίνι, στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974. Επιδιώκει την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας και εξαπολύει σωρεία καταγγελιών.
Λίγο μετά την εκλογή του έρχεται σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματός του, γιατί είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με το χουντικό καθεστώς, με συνέπεια να αρνηθεί να συνυπάρξει με τον «προδότη» στο ίδιο κόμμα και γίνεται ανεξάρτητος βουλευτής. Επιμένει στις καταγγελίες του και έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις, αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, όπως διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, μηνύματα που του αφήναν άγνωστοι και άλλα παρόμοια.
Το ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς του 1976 θα βρει την Ελλάδα να θρηνεί τον μεγάλο αυτό αγωνιστή. «Τροχαίον» η επίσημη εκδοχή. Μόλις 38 ετών, θα αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στο αυτοκίνητό του, στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης 271 και λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της χούντας, τον γνωστό φάκελο ΕΣΑ. Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Ο Αλέκος είχε βρει ένα μέρος των αρχείων και είχε αρχίσει η δημοσίευσή τους στις 19 Απριλίου προκαλώντας σάλο. Κι ενώ είχε απαγορευτεί η συνέχιση της δημοσιοποίησης, με στρατιωτική διαταγή τέσσερις ημέρες αργότερα! Ο Παναγούλης ερευνούσε και προειδοποιούσε αγέρωχος και άκαμπτος, όπως πάντα, μετά την απαγόρευση.
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έγινε ποτέ, λέγεται πως περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα. Η σύνδεση του θανάτου του με τα αρχεία της ΕΣΑ, ανεξάρτητα αν ο θάνατός του αποδοθεί σε τροχαίο ή δολοφονία, αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Στην κηδεία του, στις 5 Μαΐου, πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες ήταν εκεί. Ως και ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας! Όλοι; Όχι βέβαια! απουσίαζαν προσέξτε! Ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και φυσικά ο Ευάγγελος Αβέρωφ! Η Ελλάδα στις 5 Μαΐου 1976 διαδήλωνε θρηνώντας τον ήρωα Αλέκο Παναγούλη. Παρόμοια λαοθάλασσα είχε γνωρίσει η Αθήνα μόνο στην κηδεία του Γεώργιου Παπανδρέου και στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο.
Η ποίηση και η ζωή του Α. Παναγούλη έγιναν πηγή έμπνευσης και αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές. Όμως, αυτή που συνέβαλε και τίμησε με τον καλύτερο τρόπο τον άνθρωπο και πολιτικό Αλέκο Παναγούλη, ήταν η Ιταλίδα δημοσιογράφος και σύντροφός του Οριάνα Φαλάτσι με το έργο της Un Uomo (Ένας Άντρας). Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο παραλίγο «Τυραννοκτόνος», σφράγισε με το θάρρος και το έργο του την πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας, τουλάχιστον στη δική μου τη γενιά.
Τελειώνοντας θέλω χαρακτηριστικά να αναφέρω κάτι που είχα διαβάσει στις εφημερίδες, (ήμουν μαθητής τότε) και με είχε συγκλονίσει. Στην απομόνωση του είχαν στερήσει φυσικά τα πάντα κι αυτός μάτωνε τα χέρια του και έγραφε ποιήματα στους τοίχους, κοροϊδεύοντας τους βασανιστές του, γιατί όπως έλεγε σε ένα ποίημά του γραμμένο με το αίμα του στον τοίχο της φυλακής «Οι τοίχοι του κελιού το μυστικό το κράτησαν κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού Όμως μπογιά δε βρήκαν Γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν στις φλέβες μου να ψάξουν!» πόσο μεγαλείο! Τι ψυχή; Τι άνθρωπος; Τι ήρωας ήταν αυτός πραγματικά; Σήμερα, την εποχή του συνωστισμού στη Σμύρνη το 1922, δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του δυστυχώς. Αυτός που θα έπρεπε να είναι σύμβολο! Ας όψονται οι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους, που μας οδήγησαν μαεστρικά στη σημερινή κατάσταση, μέσα από τα καλά οργανωμένα σχέδιά τους, για να ξεχάσουμε τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό μας, και αυτούς που πραγματικά πρέπει να τιμούμε, στα πλαίσια των παροχών του «άρτον και θεάματα» της φραπεδιάς και του ωχ αδερφέ! Κι εμείς όλοι πέσαμε στην αριστοτεχνικά στημένη λούμπα δυστυχώς! Γι’ αυτό το μόνο ίσως που μένει πια να κάνουμε, τουλάχιστον σαν λαός, ίσως σαν παράκληση, ή μήπως σαν εξιλέωση; Είναι να λέμε, θεέ μου βοήθα να θυμόμαστε!
Πηγή βιογραφικών από το διαδίκτυο.
* Ο Βαγγέλης Παπαδάκις είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής