Ήταν εκείνη κατά την κηδεία του Αλεξ. Παπαναστασίου, όπου ξεσηκώθηκαν χιλιάδες λαοί και έσπευσαν να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία.
Εξάλλου κατά την 8ην Ιανουαρίου 1937 ο πολιτικός, ακαδημαϊκός και πανεπιστημιακός Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπέβαλε υπόμνημα στο Βασιλιά και τον «επέπληξε», διότι παρασύρθηκε από κακούς συμβούλους, οι οποίοι τον ώθησαν να προλειάνει το έδαφος και να ανοίξει το δρόμο στη δικτατορία. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια τη σύλληψή του και την εξορία του (Κύθνος).
Η Κρήτη απασχολούσε ιδιαίτερα τον Μεταξά λόγω των δημοκρατικών αισθημάτων του πληθυσμού, έτσι ο δικτάτορας επιχειρεί το μεγάλο βήμα να κατεβεί ο ίδιος στην Κρήτη με την ευκαιρία των εορτών της ολοκαυτώσεως, αλλά η υποδοχή υπήρξε παγερή και η προέλευση του κόσμου ελάχιστη, ενώ χιλιάδες προκηρύξεις με αντιδικτατορικό περιεχόμενο διασκορπίστηκαν σε όλη την Κρήτη.
Στα υψώματα του Αποκόρωνα είχαν στήσει ενέδρα (μπροσκάδα στην κρητική διάλεκτο) 70 ένοπλοι, οι οποίοι περίμεναν το σύνθημα να σταματήσουν τα αυτοκίνητα της πομπής των επισήμων κατά την πορεία τους προς το Ρέθυμνο και να απαγάγουν τον Βασιλιά και τον Μεταξά, αλλά η θαρραλέα αυτή ενέργεια ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.
Κατά τη διάρκεια του 1937 άρχισαν στα Χανιά από βενιζελικούς παράγοντες παρασκηνιακές συνεννοήσεις και διεργασίες με σκοπό μια αντιδικτατορική συστράτευση.
Ορισμένοι γνωστοί δυναμικοί πολιτικοί της Κρήτης (Αριστομένης Μητσοτάκης, Μανούσος Βολουδάκης, Εμμανουήλ Μπακλατζής και άλλοι) επικοινώνησαν με τις πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων και οργανώσεων στην Αθήνα και ανέφεραν ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για ένα κίνημα με το επαναστατικό κλίμα και τον αγωνιστικό παλμό του νησιού.
Συμπτύχθηκαν συντονιστικές επιτροπές εκτός από την Κρήτη, την Αθήνα και σε άλλες πόλεις για να οργανωθεί κατάλληλα μια ανατρεπτική εξέγερση κατά του απολυταρχικού, πιεστικού καθεστώτος του Μεταξά.
Ιθύνων νους της προσπάθειας ήταν ο Αριστομένης Μητσοτάκης, ο οποίος ανεβοκατέβαινε από την Κρήτη στην Αθήνα. Μυημένος στο αντιδικτατορικό κίνημα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός και σημαντικός οικονομικός παράγων προσφέρθηκε να το στηρίξει οικονομικά και το χρηματοδοτούσε δια μέσω του Αρ. Μητσοτάκη.
Ένα απόγευμα (Μεγάλη Παρασκευή 1938) συγκεντρώθηκαν στα Χανιά εκπρόσωποι κομμάτων και οργανώσεων, για να αποφασίσουν την ημέρα της εξέγερσης. Όμως η Ασφάλεια των Χανίων οσφράνθηκε αυτές τις επιπόλαιες πολυμελείς κινήσεις από τις ενδείξεις μιας απερισκεψίας, οπότε καταφθάνει μήνυμα από την Αθήνα για να αναβληθεί και μετατεθεί χρονικά το κίνημα για τα τέλη Ιουλίου.
Αποφασίζεται από τους πολιτικούς παράγοντες των κομμάτων να κατεβεί ο Βολουδάκης και να παραμείνει στα Χανιά, εν αναμονή των κρίσιμων αποφάσεων, ενώ ο Αρ. Μητσοτάκης να παραμείνει στην Αθήνα σαν ένας χρήσιμος σύνδεσμος για μια απαραίτητη, προφορική επικοινωνία και συνεχή επαφή με τους στρατηγούς αδελφούς Θεόδωρο και Κωνσταντίνο Μανέτα, καθώς και τους στρατηγούς Διάμεση και Πρωτοσύγγελο.
Είχε καταστρωθεί σχέδιο, που προέβλεπε ότι θα προηγηθεί σαμποτάζ στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας, θα καταληφθεί ο Ραδιοφωνικός Σταθμός κλπ.
Στις στρατιωτικές μονάδες οι μυημένοι αξιωματικοί θα δημιουργούσαν ζητήματα με διενέξεις, αντιπαραθέσεις και συζητήσεις με πολιτικά θέματα. Πρωταρχικό μέλημα του κινήματος η σύλληψη του ισχυρού στυλοβάτη της 4ης Αυγούστου Μανιαδάκη του επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας.
Τελικά όπως φαίνεται το πρόγραμμα δεν εφαρμόσθηκε γιατί δεν ήταν πλήρες και ολοκληρωμένο. Ο Μανιαδάκης πρόφτασε τους επαναστάτες και έδωσε ένα καίριο χτύπημα στις οργανώσεις. Επ’ αυτού ενημερώνουν οι σημειώσεις στο ημερολόγιο του Μεταξά: «Ο στρατός παρ’ όλας τας ελπίδας του Πρωτοσύγγελου μένει πιστός. Ο Πρωτοσύγγελος εφέρθηκε ανόητα. Τώρα περιμένουν όλοι τους να συλληφθούν».
Παρόλα αυτά ο Αριστομένης Μητσοτάκης δεν το βάζει κάτω και στις 28 Ιουλίου ειδοποιεί στα Χανιά τους εκεί ηγέτες των αντιδικτατορικών οργανώσεων ότι το Κίνημα θα ξεσπάσει οριστικά την επομένη (29 Ιουλίου). Οι επαναστάτες όμως σπεύδουν και από τα μεσάνυχτα της 28ης προς την 29ην Ιουλίου παραβιάζουν τη θύρα του Σκοπευτικού Συλλόγου Χανίων και προβαίνουν σε κατάσχεση σε όλα όσα μάλινχερ και σφαίρες βρέθηκαν εκεί. Εν συνεχεία κατευθύνονται στους Ελαιώνες του ορφανοτροφείου, για να συνενωθούν με τις δυνάμεις του επαναστατημένου πλήθους που βρισκόταν εκεί.
Από εκεί όλα αυτά τα παραληρούντα πλήθη με ζητωκραυγές εξορμούν και καταλαμβάνουν πάραυτα αμαχητί το ένα μετά το άλλο τα γραφεία της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, την έδρα της 5ης Μεραρχίας και του Συντάγματος Χανιών, το Δημόσιο Τηλεγραφείο και τον Ασύρματο της Γενικής Διοίκησης Χωροφυλακής και όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Από τον καταληφθέντα Ασύρματο μεταδόθηκε το παρακάτω Διάγγελμα προς τον Βασιλιά, τις ένοπλες δυνάμεις και τον Ελληνικό λαό: «Στρατός και Λαός Χανιών αδελφωμένοι κατέλυσαν αρχάς λαομισήτου τυραννίας» και καταλήγει με τις υπογραφές των: Μητσοτάκη, Βολουδάκη, Μουντάκη, Παΐζη, Μάντακα.
Το καθεστώς αιφνιδιάζεται. Στις 29 Ιουλίου διοργανώνεται πάνδημο συλλαλητήριο στην πλατεία Συντριβανιού, ενώ πάνω από τα Χανιά εμφανίζονται αεροπλάνα και ρίχνουν προκηρύξεις. «Είμαι αποφασισμένος να πατάξω τους στασιαστάς και δια παντός μέσου να επιβάλλω το κράτος του νόμου» αναφέρει και απειλεί ο Μεταξάς.
Εκ παραλλήλου επετάχθηκε το επιβατικό σκάφος «Πολικός» στο οποίο επιβιβάστηκε διλοχία ευζώνων για να καταπλεύσει προς Κρήτη με τη συνοδεία αντιτορπιλικού. Λίγο αργότερα ο Γενικός Διοικητής Κρήτης τηλεγραφούσε στην κυβέρνηση ότι «οι στασιασταί ήρχισαν και διαλύονται και ότι η τάξη αποκατεστάθη».
Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι βασικές αιτίες αποτυχίας του Κινήματος ήταν η απομόνωσή του από τις υπόλοιπες αντιδικτατορικές δυνάμεις της χώρας και η ταυτόχρονη εξέγερση λαού και στρατού.
Στις 28 Αυγούστου 1938 εξεδόθη η απόφαση του Στρατοδικείου με την οποία καταδικάστηκαν ερήμην εις θάνατον οι Αριστ. Μητσοτάκης, Ιω. Μουντάκης, Μαν. Βολουδάκης, και Εμμ. Μπακλατζής. Σε ισόβια ο Στρ. Γεωργιλαδάκης και ερήμην ισόβια ο Εμμ. Μάντακας. 21 κατηγορούμενοι δικάστηκαν σε μικρότερες ποινές και 65 αθωώθηκαν.
Οι καταδικασθέντες εις θάνατον διέφυγαν με καΐκι από τα Σφακιά στις 20 Οκτωβρίου. Ο Αριστομένης Μητσοτάκης απεβίωσε στην εξορία. Ο μόνος που ούτε συνελήφθη, ούτε διέφυγε ήταν ο στρατηγός Μάντακας, ο οποίος παρέμεινε φυγόδικος στα Λευκά Όρη περισσότερο από δύο χρόνια.
Το καθεστώς του Μεταξά δεν του συγχωρούσε το ότι έμεινε στην Κρήτη. Πάντοτε ανήσυχο προσπάθησε με απεσταλμένους του να τον πείσει να φύγει για το εξωτερικό αλλά ο Μάντακας αρνήθηκε.
Θα εμφανιστεί στο προσκήνιο κατά την Κατοχή σαν ένας των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της Εθνικής Αντίστασης.
Αργότερα κατά τον Ιούνιο του 1939 οι αρχηγοί των κομμάτων (Στεφ. Στεφανόπουλος, Πέτρος και Περικλής Ράλλης) αποφασίζουν να οργανώσουν νέο κίνημα με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος για μια φορά ακόμα και πρότειναν στο Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό, να αναλάβει την αρχηγίαν, την οποίαν και απεδέχθη.
Κατά τη σύλληψη του διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος Αλ. Λαγοπάτη τον οποίο παρακολουθούσε η Ασφάλεια του Μανιαδάκη κατόπιν επισκέψεως σ’ αυτόν τον Κ. Βεντήρη στην οικία του (Ιουλιανού 28) βρέθηκε χειρόγραφο σημείωμα του Τσουδερού, το οποίο απεκάλυπτε την ανάμειξη που τον ενοχοποιούσε και για τη συμμετοχή του στην προετοιμασία του κινήματος.
Την επόμενη ημέρα κάλεσε ο Μεταξάς τον Τσουδερό στο γραφείο του, ο οποίος μέχρις εκείνης της στιγμής δεν εγνώριζε ποια στοιχεία είχαν προκύψει εναντίον του και προσέφερε στο Μεταξά ένα αντίτυπο του βιβλίου σχετικό με την Εθνική Οικονομία. Υποψιασθείς ότι κάτι δεν πάει καλά με την υπόθεση αυτή του ζήτησε να εξέλθει του γραφείου, επειδή δήθεν δεν αισθανόταν καλά, διότι είχε πρόβλημα υγείας.
«Και φυσικά πρέπει να εξέλθετε κ. Τσουδερέ» του είπε ο Μεταξάς αλλά όχι μόνον από το γραφείον μου αλλά και από την τράπεζαν».