Η θλίψη κι η απόγνωση, τότε δεσμά θυμίζουν,
ελπίδες μα και όνειρα, δένουν και φυλακίζουν.
Κι είναι στιγμές που γίνεται, μια θάλασσα ο πόνος
και ο καθένας από ‘μας, νιώθει πως είναι μόνος,
μες του καημού τα κύματα, βρίσκεται να παλεύει
και από κάπου να πιαστεί, για να σωθεί γυρεύει.
Τότε ο καθένας στο Θεό, τη σκέψη του αν στρέψει
τ’ αγριεμένα κύματα, μπορεί να γαληνέψει,
Σανίδα μπρος του θα βρεθεί, η πίστη η μεγάλη,
που θα πιαστεί και στη στεριά, εκείνη θα τον βγάλει.
Γι’ αυτό ο Θεός εμπόδια, στο δρόμο μας σαν βάζει,
δε μας ξεχνά, δεν τιμωρεί, απλά μας δοκιμάζει.
Κι εκεί που όλα μοιάζουνε, πως έχουνε τελειώσει,
χέρι απλώνει πάντοτε, πάλι να μας σηκώσει.