Μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με τα όσα ακούστηκαν από τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους στην υπόθεση Novartis κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής, είναι η “διακλάδωση” της υπερασπιστικής τους γραμμής στις δυο πλευρές της υπόθεσης, τη δικονομική και την ουσιαστική. Εξέθεσαν τις απόψεις τους πάνω σε δικονομικές ακυρότητες και την ουσιαστική αβασιμότητα των εναντίον τους μαρτυριών.
Αναμφισβήτητα, η τοποθέτησή τους υπήρξε πλήρης και γι’ αυτό σωστή. Όμως δεν απευθύνονταν σε ακροατήριο αμιγώς νομικό, που μόνο αυτό είναι σε θέση να αξιολογεί την ύπαρξη και βαρύτητα δικονομικών παραβάσεων. Η μεγάλη πλειονότητα (τηλεοπτικά) του κοινού που παρακολούθησε είναι αδαής περί τα νομικά. Έτσι, ενδεχομένως πολλοί να ερμήνευσαν τις αναφορές στη δικονομική πλευρά της υπόθεσης ως αδυναμία στο πεδίο της ουσίας.
Βέβαια, η διαλεύκανση της υπόθεσης επιβάλλει την εξονυχιστική έρευνα των ουσιαστικών, των πραγματικών δεδομένων, των πράξεων που τους αποδίδονται από τους μάρτυρες, αν δηλαδή οι τελευταίοι λένε αλήθεια ή ψέματα. Και από αυτή την άποψη, για να μάθει ο κόσμος τελικά την αλήθεια -κάτι που οι ίδιοι οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι σε όλους τους τόνους δηλώνουν ότι διακαώς επιθυμούν- μάλλον θα έπρεπε στο εξής να περιοριστούν στα απλά, τα πραγματικά δεδομένα, μακριά από τους απρόσιτους για τον κοινό νου δικονομικούς τύπους.