Με τον συγγραφέα του παρουσιαζομένου βιβλίου με συνδέει πολύχρονη φιλία.
Πρόκειται για έναν πολύτιμο για μένα εν Χριστώ αδελφό, με τον οποίο
συμπορευθήκαμε στα θεολογικά γράμματα. Βίωσα δίπλα του την αγάπη για την
θεολογική επιστήμη και από τη χαρισματική προσωπικότητά του κοινώνησα
ήθος. Όταν εντάχθηκε στον ιερό κλήρο χάρηκα ιδιαιτέρως για το γεγονός
ότι η αγιωτάτη Εκκλησία μας κέρδισε ένα λαμπρό επιστήμονα και έναν
υπέροχο και εν ταυτώ σεμνό άνθρωπο. Ο εκλεκτός αυτός φίλος, προσφάτως, μας έδωσε μια νέα χαρά με την έκδοση του εξαιρετικής επιστημονικής σπουδαιότητας βιβλίου του το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Εθνικός Προσδιορισμός και Αιτούμενα στο Ελληνικό Κράτος: Τα καθ΄ εαυτόν Νικάνδρου Ζαννουβίου και η εποχή του (1828 – 1888)».
Πρόκειται για τον Τριτεύοντα των Πατριαρχικών Διακόνων π. Θεόδωρο Μεϊμάρη, το προαναφερθέν και ενταύθα παρουσιαζόμενο πόνημα του οποίου ασχολείται με τα σημαντικά εκκλησιαστικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα του 19ου αιώνος που διεμόρφωσαν την ιδιοπροσωπία του Νεωτέρου Ελληνισμού και σχημάτισαν διαχρονικά το ιστορικό και ιδεολογικο – πολιτικό πλαίσιο στις σχέσεις ελλαδικής Εκκλησίας – Πολιτείας.
Το καλαίσθητο βιβλίο, το οποίο αποτελείται από έξι κεφάλαια και 525 σελίδες συνολικά και κοσμείται από σχετικό Πατριαρχικό Γράμμα, πραγματεύεται καίρια εκκλησιαστικά, πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά δρώμενα της περιόδου 1828-1888 στον ελλαδικό χώρο, αλλά και τη διαμόρφωση της εθνικής συνειδήσεως-ταυτότητος (ως απορροίας των επιδράσεων του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού Διαφωτισμού) μέσα από τη εξέταση της προσωπικότητος και της δράσεως του κρητικής καταγωγής κληρικού Νικάνδρου Ζαννουβίου, ο οποίος κινήθηκε στον ιδεολογικό κύκλο του (εκ Νικαίας Λαρίσης, καταγομένου) διαφωτιστού, Θεοκλήτου Φαρμακίδου, διακεκριμένου λογίου κληρικού. Υπενθυμίζουμε ότι ο εμφορούμενος υπό εθνοκεντρικών αντιλήψεων Φαρμακίδης, στην ιδεολογικο-εκκλησιαστική αντιπαράθεση νεωτεριστών («προοδευτικών») – παραδοσιακών («συντηρητικών») του 19ου αιώνος, όχι μόνο πρωταγωνίστησε, αλλά, ως εκφραστής των ιδεών του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, θεωρήθηκε ο εμπνευστής της αποκτήσεως της «αυτοκεφαλίας» της ελλαδικής Εκκλησίας (τουτέστιν της αποκοπής της από την διοικητική και πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου), αποτελώντας – εξ επόψεως θεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων – το αντίπαλο δέος του, επίσης, εκ Λαρίσης καταγομένου Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (Τσαριτσάνης), κληρικού του παραδοσιακού – πατριαρχικού ρεύματος, αντιταχθέντος στην αυτοκεφαλία, αλλά και στην διαμόρφωση του – εν τέλει επικρατήσαντος και μέχρι σήμερον ισχύοντος – συστήματος της «νόμω κρατούσης πολιτείας» στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας.
Στις παρυφές της ως άνω διαμάχης των προμνημευθέντων σχημάτων και των προσωπικοτήτων (Θ. Φαρμακίδης – Κ. Οικονόμος) που υπήρξαν επικεφαλής των δύο αντιθέτων ιδεολογικών παρατάξεων σε εκκλησιαστικό επίπεδο, δευτερευούσης μεν, αλλά καθοριστικής σημασίας ρόλο διεδραμάτισαν και πρόσωπα, τα οποία, ωστόσο έμειναν μέχρι σήμερα στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και ο εκ Δυτικής Κρήτης καταγόμενος ιεροδιάκονος Νίκανδρος Ζαννούβιος, κληρικός με ευρυτάτη μόρφωση, διαπρύσιος κήρυκας των ιδεολογικο – πολιτικών ιδεωδών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, την περίπτωση του οποίου πραγματεύεται διεξοδικά ο συγγραφέας.
Πέρα από τη σκιαγράφηση της βιογραφίας, του συγγραφικού έργου και των ταραγμένων σχέσεων του Νικάνδρου Ζαννουβίου με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο βιβλίο επιχειρείται η εξέταση της θεολογικής σκέψης και της ιδεολογικής αυτοσυνειδησίας του κρητικού κληρικού, δια των οποίων προσεγγίζονται κομβικής σημασίας προτεραιότητες και αιτούμενα για την ιδιοσυστασία και την ταυτότητα του Νεωτέρου Ελληνισμού, όπως η σχέση Ελληνισμού – Χριστιανισμού, η διαπάλη αυτοχθονισμού – ετεροχθονισμού, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους, το Κρητικό Ζήτημα, κ.α. Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην προσέγγιση του θέματος περί της «αυτοκεφαλίας» της Εκκλησίας της Ελλάδος (με έμφαση στο ρόλο του ρωσικού παραδείγματος) μέσα από πρωτογενές αρχειακό υλικό, όπως ο μέχρι σήμερα ανέκδοτος Κώδικας Αυτοβιογραφίας του Νικάνδρου Ζαννουβίου, αλλά και σε σπουδαία εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής, όπως ο ρόλος του μοναχισμού, το μεταθετό των Επισκόπων, το μισθολογικό ζήτημα του ιερού κλήρου, η εκκλησιαστική εκπαίδευση, η εν γένει διάρθρωση της εκκλησιαστικής διοικήσεως, η στάση του Ζαννουβίου και των ομοϊδεατών αυτού ευρωπαϊστών έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση, κυρίως, με την μεταβλητή του Βουλγαρικού Ζητήματος. Πρόκειται για το -αναλυόμενο στο βιβλίο, σ’ όλες τις διαστάσεις του- ζήτημα του «εθνοφυλετισμού» που καλλιέργησε η βουλγαρική Εκκλησία επιχειρώντας το 1872 -ως «εθνική» Εκκκλησία ενεργούσα- την εγκαθίδρυση Εξαρχίας (de facto αυτοκεφαλίας) με έδρα στην Κωνσταντινούπολη, μια ενέργεια η οποία βρήκε στον βαλκανικό χώρο έρεισμα την προηγηθείσα εν έτει 1833 πραξικοπηματική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ελλάδος, υπαγορευθείσα, στη προκειμένη βουλγαρική περίπτωση, από τις πολιτικές σκοπιμότητες του πανσλαβισμού. Η ενέργεια αυτή βρήκε, φυσικά, αντίθετο το Πατριαρχείο, το οποίο δια της Συνόδου του 1872 κατεδίκασε τον εθνοφυλετισμό, θεωρώντας τον ως αίρεση, αποκηρύσσοντας παράλληλα τους βουλγάρους αρχιερείς της Εξαρχίας και τους ομοϊδεάτες τους ως σχισματικούς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας ανεγνωρίσθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1945 και το 1955 περιεβλήθη με πατριαρχική αξία.
Οι προσεγγίσεις των θεμάτων είναι καθαρά ιστορικές, μέσα από μια νηφάλια και τεκμηριωμένη ανάλυση των γεγονότων και της πορείας που αυτά χάραξαν στην εκκλησιαστική -και όχι μόνο- ιστορία του Ελληνισμού. Η εξαντλητική αναδίφηση του αρχειακού υλικού και η συγγραφική δεινότητα του π. Θεοδώρου δίδουν μια σύνθεση που ξεκαθαρίζει έτι περαιτέρω το ιστορικό τοπίο. Είναι βέβαιο ότι το βιβλίο θ’ αποτελέσει ένα πολύτιμο επιστημονικό βοήθημα τόσο για τους εκπαιδευτικούς -θεολόγους και ιστορικούς- όσο και ευρύτερα για τους μελετητές της πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας του 19ου αιώνος, η οποία απετέλεσε και το υπόβαθρο για την διαμόρφωση του πολιτειοκρατικού συστήματος στο πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, το οποίο, εν πολλοίς ισχύει μέχρι τις ημέρες μας.
* Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελεί την επί διδακτορία διατριβή του π. Θεοδώρου Μεϊμάρη, η οποία από την Επταμελή Επιστημονική Εξεταστική Επιτροπή βαθμολογήθηκε παμψηφεί με άριστα, σε συνέχεια του άριστα με το οποίο, ως λαϊκός τότε, ο αγαπητός εν Χριστώ αδελφός Θεόδωρος – εξ Ηρακλείου Κρήτης ορμώμενος – απεφοίτησε από το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στο οποίο, θεία συνάρσει, συνυπήρξαμε ως φοιτητές. Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι η πρόνοια του Θεού στο πρόσωπο του Θεοδώρου βρήκε την πλήρη της δικαίωση, καθώς τα δώρα με τα οποία η θεία χάρις τον επλούτισε στην ψυχή, στη καρδιά και στο μυαλό, απέδωσαν πλουσίους και κατά πάντα θεαρέστους καρπούς τόσο για την Εκκλησία, όσο και για την επιστήμη, του Θεοδώρου, το μεν κληρικού γενομένου και υπηρετούντος σήμερον εις την Πατριαρχική, εν Φαναρίω, Αυλή, το δε διαρκώς προάγοντος την επιστήμη της Θεολογίας, τόσον δια της συμμετοχής του, ως εγκρίτου θεολόγου, στις -υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας- επιτροπές διαχριστιανικού διαλόγου, όσον και ακαδημαϊκώς, δια της επιστημονικής αυτού προσφοράς στην Θεολογία και στον κλάδο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ως εν τω παρουσιαζομένω ενταύθα πονήματι αυτού καταφαίνεται και τεκμαίρεται. Εκ μέσης καρδίας εύχομαι εις τον αγαπητό φίλο και εκλεκτό συνάδελφο πάσαν παρά Θεού ευλογίαν για τη συνέχιση της καλλικάρπου προσφοράς του επ’ αγαθώ της αγιωτάτης μας Εκκλησίας, προσέτι δε και της Θεολογικής επιστήμης.
Τω Οσιολογιωτάτω Τριτεύοντι των Πατριαρχικών Διακόνων, ομογαλάκτω αδελφώ εν τη τροφώ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, π. Θεοδώρω Μεϊμάρη, η παρουσίασις αύτη αφιερούται φιλίας και εκτιμήσεως πολλής ένεκεν.
καθηγητής Δευτεροβάμιας Εκπαίδευσης,
αρθρογράφος της εφημερίδος
«Ελευθερία» Λαρίσης