Την ημερίδα διοργάνωναν η Περιφέρεια Κρήτης, Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και η Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου. Το παρόν έδωσαν η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου, Μ. Λιονή, εκπρόσωποι της εκκλησίας και του δήμου, πολλοί εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων αλλά και άλλοι. Η εκδήλωση χωρίστηκε σε δύο συνεδρίες με μια εμβόλιμη, ενδιαφέρουσα ξενάγηση στο Μουσείο της Εκπαίδευσης.
Τα πρώτα σχολεία στην Κρήτη
Στην εισήγησή του με θέμα «Από τα πρώτα οργανωμένα σχολεία στην Κρήτη, στο απραγματοποίητο αίτημα για την Παιδεία», ο ιστορικός-ερευνητής, διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου, Μιχαήλ Τρούλης, αναφέρθηκε στον Εμμ. Βιβυλάκη από τις Βρύσες Αμαρίου, πρωτεργάτη της οργάνωσης της στοιχειώδους εκπαίδευσης στην Κρήτη τον 19ο αιώνα και εκδότη της εφημερίδας «Ραδάμανθης». Σύμφωνα με τον κ. Τρούλη, ο Βιβυλάκης «Αγωνιούσε για τη συνέχιση του αγώνα και για την παιδεία των Κρητικών, ιδιαίτερα των Ρεθεμνιωτών». Από το 1842 μέχρι το 1862 αφοσιώθηκε στην οργάνωση μιας στοιχειώδους μόρφωσης, αφού γι’ αυτόν η Παιδεία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ελευθερία της Κρήτης. «Τότε ιδρύονται και τα πρώτα οργανωμένα σχολεία στο νησί. Στο Ρέθυμνο την περίοδο αυτή συστήνονται σχολεία στο Αμάρι, τις Μαργαρίτες, το Άγιο Πνεύμα Λάμπης και στο Ατσιπόπουλο, παράλληλα με αυτά των Μπρόνιερου Αποκορώνου και Ανώπολης Σφακίων. Το 1890 ιδρύονται 15 Δημοτικά Σχολεία στο Ρέθυμνο, ενώ το δίκτυο συνεχώς διευρύνεται φτάνοντας τα 27 αλληλοδιδακτικά σχολεία πολύ σύντομα», κυρίως με δαπάνες πλούσιων Κρητικών του εξωτερικού, σημείωσε ο ίδιος.
Από αυτά ένα ήταν στην πόλη του Ρεθύμνου, 13 στα χωριά της επαρχίας, επτά στο Μυλοπόταμο, δύο σε Σελλιά και Άγιο Πνεύμα και τέσσερα στην επαρχία Αμαρίου. Εκείνη την περίοδο όλο το ενδιαφέρον και η δραστηριότητα του Βιβυλάκη απορροφούνται στην κάλυψη των αναγκών αυτών των σχολείων και στη σύσταση νέων, όπου θεωρούνταν αναγκαίο. «Από την πλήρη εναρμόνιση του εκπαιδευτικού συστήματος της Κρήτης, όπως διαμορφώθηκε την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας με αυτό του ενιαίου πλέον ελληνικού κράτους τα τελευταία 100 χρόνια, το αίτημα για την παιδεία εξακολουθεί να παραμένει απραγματοποίητο, αφού από τον στόχο του 15% που τέθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα ούτε το 1/3», επισήμανε μεταξύ άλλων καταλήγοντας, ο κ. Τρούλης.
Οι κρητικές δασκάλες δίδασκαν σε όλη την Ελλάδα
Από την πλευρά της, η υποψήφια διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Μαρία Δελάκη επικεντρώθηκε αρχικά στην αποτύπωση των γεωγραφικών χώρων στους οποίους οι Κρήσσες δασκάλες έδρασαν. Η παρουσία των τελευταίων σε Πελοπόννησο, Σύρο, Αθήνα, Κύθηρα δικαιολογείται από το γεγονός ότι πολλοί κρητικοί πρόσφυγες της εποχής κατέφευγαν εκεί. Μάλιστα στις περιοχές αυτές οι Κρήσσες δασκάλες καινοτομούν, με τις πρακτικές και τις παρεμβάσεις τους και ορίζουν τα «Πρώτα μοντέλα διοίκησης και διδασκαλίας» για τα επόμενα χρόνια σε Ελλάδα και Κρήτη, τόνισε η κα Δελάκη.
«Η συντριπτική πλειοψηφία των Κρησσών διδασκαλισσών αναλαμβάνει διευθυντικές θέσεις σε δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, εδραιώνοντας το επαγγελματικό τους γόητρο, τη θέση και την παρουσία τους στην κοινωνία και συστηματοποιώντας, παράλληλα, την κατηγορία των οικονομικά χειραφετημένων γυναικών», πρόσθεσε η ίδια.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε για «Την ικανοτέρα διδασκάλισσα του Ελληνικού Κράτους» Ελένη Πιτταδάκη, η οποία ανάμεσα στην πολύπλευρη δράση της βοήθησε πολλές νέες από χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και της ενθάρρυνε να ακολουθήσουν το επάγγελμα της δασκάλας. Κλείνοντας, η εισηγήτρια χαρακτήρισε τις Κρήσσες διδασκάλισσες της εποχής «Λυχνίες φωτός», ενώ υπογράμμισε ότι σήμερα πλέον «Δικαιούνται να κατοχυρώσουν τη θέση τους ως υποκείμενα της εκπαιδευτικής ιστορίας τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και πανελλαδικά».
Οι τούρκικη διοίκηση φοβόταν τους ελληνοδιδασκάλους
Η φιλόλογος, Αγγελική Καραθανάση, έκανε μια παρουσίαση της ιστορίας της εκπαίδευσης στην πόλη των Χανίων μετά το 1836-1897, μέσα από δραστηριότητες τριών προσώπων, των Γ. Χατζή Ιωάννου-Ψαρουδάκη Β. Ψιλλάκη και τον Α. Αντωνιάδη. «Αξίζει να σταθούμε στη στάση της Τούρκικης εξουσίας απέναντι στους ελληνοδιδασκάλους «εξ’ Ελλάδος», τους οποίους θεωρούσε εχθρούς της, γιατί έρχονταν στην Κρήτη για να προετοιμάσουν την επανάσταση», ανέφερε μεταξύ άλλων η κυρία Καραθανάση.
Στα 1859 η τουρκική διοίκηση παύει όλους τους διδασκάλους που έχουν κρητική υπηκοότητα. Σύμφωνα με την ίδια, έπειτα από 17 χρόνια ο Αντώνιος Γιάνναρης θα καυτηριάσει το γεγονός σ’ ένα υπόμνημά του, λέγοντας πως πλέον οι δάσκαλοι στην Κρήτη θα πρέπει να φυτρώνουν όπως οι ντόπιες ελιές, ή οι πορτοκαλιές: «Αυτή (σ.σ. η τούρκικη εξουσία) δεν παραδέχεται τους εις της ελευθέρας Ελλάδας ελληνοδιδασκάλους, αλλά αναζητεί εντόπιους, τοιούτους δε μάλιστα, οίτινες δεν υπήρξαν εκτός Κρήτης κι επομένως δεν διεφθάρησαν. Εν άλλαις λέξεσιν οι ζητούμενοι πρέπει να έχωσιν γεννηθεί, ανατραφεί και εκπαιδευθεί αφ’ εαυτών εν Κρήτη. Με ολίγας λέξεις, η δυστυχής Κρήτη να γεννήσει και μεγαλώσει, ως ελαίας και πορτοκαλέας, και διδισκάλους».
Το μουσουλμανικό σχολείο στη Φορτέτζα Ηρακλείου
Με θέμα «Η εκπαίδευση του Άλλου: Το μουσουλμανικό Σχολείο της Φορτέτζας Ηρακλείου (1900-1923)», η εισήγηση του Μανόλη Δρακάκη, Δρ. Ιστορίας της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, επικεντρώθηκε στην παράθεση στοιχείων σχετικά με τη λειτουργία και τους μουσουλμάνους μαθητές του σχολείου της Φορτέτζας Ηρακλείου στις αρχές του αιώνα. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του, πρώτο έτος και της Κρητικής Πολιτείας, στο σχολείο είχαν εγγραφεί 51 μαθητές, τριανταένα αγόρια και δώδεκα κορίτσια. Τα νούμερα όμως αυτά ακολουθούν φθίνουσα πορεία φτάνοντας τους 25 μαθητές το 1906.
Την περίοδο της μικρασιατικής καταστροφής 1922-23, το σύνολο των μαθητών είναι 101 άτομα, ανάμεσά τους και πολλά ορφανά.
Η Κρήτη έχει εντωμεταξύ υποδεχθεί τους πρόσφυγες, σ’ ένα περιβάλλον «μισαλλόδοξο και διχαστικό». Έτσι το Σεπτέμβρη του 1923, το μουσουλμανικό σχολείο της Φορτέτζας θα κλείσει. Στις 4 Νοεμβρίου ακολουθεί η παράδοση του σχολείου από τον πρόεδρο της σχολικής επιτροπής, στον πρόεδρο του αντίστοιχου χριστιανικού σχολείου Α. Παπαχατζάκη, μαζί με τα βιβλία και το υπόλοιπο του ταμείου, δηλαδή 275,64 δραχμές.
Ο κ. Δρακάκης, έκλεισε χαρακτηριστικά της εισήγησή του λέγοντας ότι «21 Σεπτεμβρίου 1923, το Μουσουλμανικό σχολείο Φορτέτζας κλείνει. Γονείς και μαθητές θα μετακινηθούν από τις προγονικές εστίες σε άλλες πατρίδες, όπου θα είναι ορφανοί και θα είναι πάντα «Άλλοι». Ο Χουσεΐν, η χατιτζέ, ο Τζαφέ… δε μένουν πια στη Φορτέτζα».
Η ανάγκη για νέα σχολικά εγχειρίδια
Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής, Αντώνης Χουρδάκης εστίασε στα βιβλία του εκπαιδευτικού συστήματος της Κρήτης της εποχής έως την Ένωση. Ξεκινώντας με τις καταγεγραμμένες κριτικές αναφορές για τα βιβλία ανέφερε ενδεικτικά ότι «Υπάρχουν εκθέσεις επιθεωρητών, οι οποίοι προχωρούν ακόμα παραπέρα. Καταγράφουν μέσα στις εκθέσεις τους ότι οι μαθητές διάβαζαν τα βιβλία και δεν καταλαβαίνανε τίποτα από αυτά που διαβάζανε. Μηχανιστικό σχολακιστικό το σχολικό εγχειρίδιο, το ίδιο και το σχολείο».
Στις εκθέσεις των επιθεωρητών υπάρχουν χαρακτηριστικές φράσεις όπως «πρέπει πρώτα να φυγαδευθεί του δημοτικού σχολείου το βιβλίο της γεωγραφίας», η οποία εκφράζει την ανάγκη να ξαναγραφούν τα βιβλία τα οποία δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.
Το δόγμα της Νέας Παιδαγωγικής, η οποία προτείνεται εκείνη την εποχή, συνοψίζεται σύμφωνα με τον ίδιο σε έξι επιρρήματα: «Η παιδαγωγική στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν οικουμενική επιστήμη, επιστήμη αλτρουιστική, πέρα απ’ τον εθνικό προσανατολισμό της, το οποίο καταγράφεται στα επιρρήματα σε -ως, φυσικώς, ψυγολογικώς, ευλήπτως, εποπτικώς, μορφωτικώς, ενδιαφερόντως».
Έπειτα έκανε λόγο για τη σκοπιά του ερευνητή, ο οποίος οφείλει να εξετάσει όλες τις διαστάσεις του συστήματος της εποχής, ενώ συνέχισε αναφερόμενος στο «πολλαπλό βιβλίο της Κρητικής Πολιτείας». «Η Κρήτη πάει προς την Ένωση. Γιατί να προκηρύξει το 1900 διαγωνισμό συγγραφής βιβλίου, αφού η Ελλάδα θα μπορούσε να της παράσχει πλούσιο έστω και παθογενές διδακτικό υλικό; Γιατί και σε ποιες περιπτώσεις το έκανε αυτό; Κυρίως σε δύο βιβλία, στην επιτόπια Ιστορία και την επιτόπια Γεωγραφία. Δεν την ικανοποιούσαν τα βιβλία» αναρωτήθηκε κλείνοντας την εισήγησή του ο κ. Χουρδάκης, απαντώντας ο ίδιος πως «Αυτά τα βιβλία θα βοηθούσαν στο πλαίσιο της χάρτινης ανατροφής στόχους συγκεκριμένους».
Η αγωγή των κρητικόπουλων μέσα από ένα παλιό αναγνωσματάριο
Στην ανακοίνωσή του, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος της Ι.Λ.Ε.Ρ., υπό τον τίτλο «Τέρπειν άμα και παιδεύειν», ασχολήθηκε με το περιεχόμενο ενός αναγνωσματαρίου της Κρητικής Πολιτείας, του Ι. Σταυρακάκη, το οποίο παίδευε τα παιδιά της εποχής στις βασικές πολιτικές, ηθικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες. «Η εκπαίδευση στην Κρητική πολιτεία 1898-1913 στοχεύει στο να επιτευχθεί το βέλτιστο. Υπερτερεί σε ποιότητα της εκπαίδευσης του ελληνικού βασιλείου, αν βέβαια εξαιρέσουμε κάποιες περιπτώσεις. Τα πρώτα πέντε χρόνια προκηρύσσονται διαγωνισμοί συγγραφής σχολικών βιβλίων από Κρητικούς συγγραφείς», ανέφερε αρχικά ο πρόεδρος της ΙΛΕΡ παραθέτοντας στη συνέχεια στοιχεία που αποδείκνυαν την αρχική του θέση περί υπεροχής της εκπαίδευσης στην Κρητική Πολιτεία σε σχέση με αυτή της Ελλάδας.
«Σ ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται και το αναγνωσματάριο του Ι. Σταυρακάκη», το οποίο χαρακτηρίζεται από «πολυεπίπεδη οργανικότητα». Την εποχή εκείνη δεν υπάρχουν ακόμη τα λεγόμενα ελεύθερα αναγνώσματα. Έτσι ο Σταυρακάκης κάνει ένα αναγνωσματάριο, όπου μέσα εντοπίζει κανείς μια αφήγηση για δύο ορφανά παιδιά από την Ήπειρο, που αφού πεθαίνει ο πατέρας τους στον πόλεμο του 1897, αποφασίζουν να κατέβουν στην Αθήνα. Εκεί, έπειτα από τη μεσολάβηση ενός άλλου προσώπου θα τεθούν υπό την προστασία του ελληνικού κράτους, θα μεγαλώσουν στο κρατικό ορφανοτροφείο και τελικώς θα εξελιχθούν σε σπουδαίους αξιωματικούς του Στρατού. Παίρνοντας μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του 1912, συντελούν σε απελευθερώσεις ελληνικών εδαφών και κυρίως της Ηπείρου. Έτσι οι δύο αρχικά τραγικές φιγούρες θα γίνουν ηρωικές μορφές στο τέλος των πολλών περιπετειών τους.
Μέσα σε αυτές τις περιπέτειες ο κύριος Παπαδογιαννάκης εντόπισε θέματα Ιστορίας, Φυσικής, Γεωγραφίας, Θρησκευτικών με την ανάλυση των οποίων τα παιδιά εκπαιδεύονταν για να βγουν στη ζωή και να προκόψουν κοινωνικά μέσω της εργασίας. Τα κείμενα του αναγνωσματαρίου συνοδεύονται από ποιήματα ή τραγούδια, ενώ υπάρχει επίσης και εικονογράφηση με πέντε χαλκογραφίες, γεγονός καινοτόμο για την εποχή. Τέλος αναφερόμενος στη γλώσσα των κειμένων, ο ίδιος σημείωσε ότι, ενώ η αφήγηση γίνεται σε καθαρεύουσα, αφήνεται περιθώριο για τη δημοτική, αφού μέσα περιέχονται και δημοτικά τραγούδια.
Τρεις Κρητικοί λογοτέχνες που μίλησαν για θέματα Παιδείας
Τον κύκλο των εισηγήσεων έκλεισε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Ελπινίκη Νικολουδάκη, η οποία εντόπισε σε τρεις κατά κύριο λόγο Κρητικούς συγγραφείς βιώματα που έζησαν, ως παιδιά στην Κρήτη, αλλά και ειδήσεις για τα σχολεία και τον τρόπο της εκπαίδευσης του σχολικού συστήματος που υπήρχε τότε. Αυτοί ήταν οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Νίκος Καζαντζάκης και Έλλη Αλεξίου. Η Έλλη Αλεξίου, κόρη του Στυλιανού Αλεξίου, κρίνει το 1911 ότι τα σχολικά βιβλία που έρχονται στο 3ο Παρθεναγωγείο, στους Λάκκους, είναι ακατάλληλα για την εκπαίδευση των κρητικόπουλων. Χωρίς λοιπόν να πάρει την άδεια του επιθεωρητή, ή της διευθύντριας, εισάγει τα αναγνωσματάρια στη διδασκαλία της γλώσσας της Α’ δημοτικού, παίρνοντας υλικό από το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε ο πατέρας της.
Το 1914 όταν προκηρύσσεται ο διαγωνισμός για τη συγγραφή βιβλίων, λαμβάνουν μέρος πάρα πολλοί μορφωμένοι της εποχής ανάμεσά τους η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Κερδίζουν το διαγωνισμό και γράφουν τέσσερα διδακτικά βιβλία, όπως το πρότυπο βιβλίο ιστορίας «ο Στρατιώτης», ενώ άλλο είναι η «Μεγάλη Ελλάς», που συνδέει τη γεωγραφία και την ιστορία του τόπου.
Από την πλευρά του ο Ι. Κονδυλάκης, στα έργα του κάνει μια «Αναπαράσταση λεπτομερειών από το εκπαιδευτικό σύστημα της Κρήτης πριν από την Ένωση. Δίνει πληροφορίες, όχι μονό που και ο ίδιος, ή παιδιά από την περιοχή του έζησαν, όσον αφορά την αυταρχική εκπαίδευση της εποχής του, αλλά κι από όταν ο ίδιος ήταν προσωρινά δάσκαλος» στο βιβλίο του «Όταν ήμουν δάσκαλος». Η κα Νικολουδάκη αναφέρθηκε επίσης στον «Πατούχα» και στα θέματα που μπορούμε να αντλήσουμε διαβάζοντάς τον, για την εκπαίδευση κατά την περίοδο των Οθωμανών στην Κρήτη. «Γιατί εγκατέλειψε το σχολείο ο Πατούχας;», εντοπίζοντας, η ίδια, το λόγο στο ότι «έχει αυταρχικούς δασκάλους, οι οποίοι δέρνουν τα παιδιά».
Στο τέλος της εισήγησής της έγινε ξεχωριστή αναφορά για τις ευρωπαϊκές καινοτομίες, οι οποίες επηρεάζουν την αντίληψη για την Παιδεία, των Κρητικών λογοτεχνών της εποχής, όπως ο Κήπος του σχολείο, η αυτενέργεια των μαθητών αλλά και ο αλληλοέλεγχος τους.
Έπειτα από τις εισηγήσεις ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ του Μανούσου Ν. Μαραγκάκη και ομάδας μαθητών του Α’ Γενικού Λυκείου Ρεθύμνου με τίτλο «Της λησμονιάς η βρύση». Το ντοκιμαντέρ περιγράφει την πορεία των Ιερολοχιτών σπουδαστών του Ρεθύμνου στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τα νησιά, μέχρι την Ένωση. Σημειώνεται ότι προεδρεύουσα της Α’ συνεδρίας ήταν η κα Νικολουδάκη-Σουρή, ενώ της Β’, ο Μ. Τρούλης. Την ενδιαφέρουσα ξενάγηση στο Μουσείο της Εκπαίδευσης, στο ισόγειο του Πολιτιστικού Κέντρου «Ξενία» έκανε ο κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής, Αντώνης Χουρδάκης.