Κοινά χαρακτηριστικά στη διαδικασία της εκπαίδευσης των προσφύγων, μέσα από τη δημιουργία τμημάτων ένταξης και υποδοχής σήμερα, σε σχέση με την εκπαίδευση στον 20ο αιώνα, διαπιστώνονται μέσα από την ιστορική-διαπολιτισμική μελέτη του ομότιμου καθηγητή του παιδαγωγικού τμήματος του πανεπιστημίου Κρήτης Μιχάλη Δαμανάκη, που μέσα από το νέο του βιβλίο προσεγγίζει τα εκπαιδευτικά πράγματα, κατά τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, από την οπτική της ετερότητας δηλαδή των αλλο-εθνών, αλλόγλωσσων πληθυσμών.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Παιδαγωγικός λόγος και ετερότητα στις αρχές του 20ου αιώνα». Ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα: Πώς προσεγγίζεται και αντιμετωπίζεται ο εθνοπολιτισμικός άλλος από την κυρίαρχη ελληνική ομάδα, κατά την εν λόγω περίοδο, και ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τον Άλλο από τον Έλληνα; Ερώτημα εξαιρετικά επίκαιρο και στις μέρες μας, εξαιτίας της μόνιμης πλέον διαμονής πληθυσμών με μεταναστευτικό υπόβαθρο στην Ελλάδα και της ραγδαίας αύξησης τα τελευταία χρόνια των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Η προσέγγιση των πραγμάτων από την οπτική της ετερότητας, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, ανασύρει από την αφάνεια άγνωστους ή ξεχασμένους παιδαγωγούς, «γλωσσολόγους» και στελέχη της εκπαίδευσης καθώς και παιδαγωγικές και γλωσσ(ολογ)ικές απόψεις που καταδεικνύουν ότι αυτό που σήμερα αποκαλείται «διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση» και «διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας» έχουν ιστορικό προηγούμενο στην Ελλάδα.
Το βιβλίο του παρουσιάστηκε σε εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης στο πολιτιστικό κέντρο «Ξενία», παρουσία της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και πλήθους κόσμου.
Ο συγγραφέας Μιχάλης Δαμανάκης, ομότιμος καθηγητής του παιδαγωγικού τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης του πανεπιστημίου Κρήτης και ιδρυτή του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών (ΕΔΙΑΜΜΕ), μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στις ομοιότητες και τις διαφορές που διαπίστωσε από την έρευνα του τονίζοντας χαρακτηριστικά:
«Μέσα από το βιβλίο προσπαθούμε να δούμε πως αποτυπώνεται ο λόγος περί αγωγής και εκπαίδευσης των ξενόγλωσσων στις αρχές του 20ου αιώνα. Υπόψη ότι μετά τους Βαλκανικούς πολέμους η Ελλάδα σχεδόν διπλασιάστηκε και είχε μέσα της αλλόθρησκους, αλλοεθνείς, αλλόγλωσσους πάμπολλους. Οπότε το ερώτημα ήταν, με αφορμή και τα γεγονότα από τη δεκαετία του ’90 και μετά που έχουμε εισαγωγή αλλοδαπών, έχουμε πρόσφυγες και λοιπά, γεννήθηκε το ερώτημα να δούμε τι έλεγαν οι άνθρωποι της εκπαίδευσης τότε και τι λέμε εμείς σήμερα. Αυτό ήταν το κίνητρο. Οπότε ξεκίνησε αυτή η έρευνα που έχει ως αντικείμενο την εκπαίδευση των ξενόγλωσσων, των μειωτικών ομάδων τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι τα χρόνια εκείνα ήταν σε έξαρση το μακεδονικό και τυχαίνει και τώρα που εκδίδεται το βιβλίο να είναι πάλι σε έξαρση το μακεδονικό. Βέβαια τότε η έξαρση στο μακεδονικό ήταν η διαμάχη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, ενώ τώρα είναι μεταξύ Ελλήνων και Βορειομακεδόνων, όπως ονομάζονται. Αυτό είναι το ένα και το άλλο είναι ότι είναι σε έξαρση το προσφυγικό και έχουμε πάμπολλους μαθητές, μη ομιλούντες την ελληνική, με άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία κ.τ.λ. στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια λοιπόν υπάρχει μια επικαιρότητα του βιβλίου, η οποία σε ένα βαθμό είναι και συμπτωματική σε κάθε περίπτωση όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα».
Ο κ. Δαμανάκης αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της μελέτης, στις ομοιότητες στον τρόπο της εκπαίδευσης, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Εκείνο το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι οι άνθρωποι εξετάζοντας την πράξη την κοινωνική και την εκπαιδευτική της εποχής καταλήγουν σε συμπεράσματα και προτάσεις που είναι παρόμοια με τα σημερινά. Και αυτό επειδή όταν εξετάζει κανείς την πράξη, τη ζωή, την ίδια την πραγματικότητα που έχει μπροστά του, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ιδεολογίες, τότε η ίδια η πράξη σου αναδεικνύει το πρόβλημα και σε ένα βαθμό και τη λύση. Με αυτή την έννοια κάποιοι προτείνουν φροντιστηριακά τμήματα, όπως ταχύρρυθμα προγράμματα εκμάθησης της γλώσσας. Μεταβατικές τάξεις τις ονομάζουν αυτοί, τάξεις υποδοχής τις λέμε εμείς σήμερα. Υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι είναι ιδεολογικά φορτισμένοι και για τους οποίους βέβαια οι ξένοι αυτοί είναι ένα ξένο σώμα που πρέπει να αποβληθεί. Είναι δηλαδή καθαρά ιδεολογική η προσέγγιση τους. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι αυτά τα σχήματα με τα οποία προσεγγίζουν την κατάσταση της εποχής, είναι πανόμοια με τα σημερινά ή μάλλον τα σχήματα που κουβαλούμε στο κεφάλι μας εμείς σήμερα φαίνεται σε ένα βαθμό να έχουν ιστορικά μεταδοθεί από γενιά σε γενιά και να είναι και σήμερα επίκαιρα, με αυτή την έννοια μπορεί να βλέπει κανείς παράλληλους».
Σε ότι αφορά την εξέλιξη των σημάτων τόνισε ότι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, εκ των οποίων η μια αφορά την ενσωμάτωση και αφομοίωση των ανθρώπων αυτών στην εκπαίδευση και την κοινωνία και η άλλη τη βίαιη αφομοίωση ή και τον αποκλεισμό τους.
Ειδικότερα είπε: «Υπάρχουν δυο εξελίξεις: η μια είναι η αφομοίωση των ανθρώπων αυτών στην ελληνική εκπαίδευση και στην ελληνική κοινωνία, κάτι που γίνεται άλλοτε με βίαιο τρόπο ή τουλάχιστον προτείνουν κάποιοι παιδαγωγοί, στελέχη της εκπαίδευσης ένα πιο ήπιο τρόπο, δηλαδή μια ένταξη και όχι κατ’ ανάγκη αφομοίωση, κάτι που σε κάποιο βαθμό το βρίσκουμε και σήμερα. Εκείνο που υπήρχε τότε και δεν υπάρχει σήμερα, τουλάχιστον σε αυτό τον βαθμό είναι αυτή η βίαιη αφομοίωση ή και ο αφανισμός με την έννοια της εκδίωξης των πληθυσμών αυτών, τον αποκλεισμό τους, της εκδίωξης τους και από τα ελλαδικά σύνορα και αυτό είναι κάτι που σήμερα δεν υπάρχει. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές παράλληλα διαπιστώνει παράλληλες λογικές και πορείες».
Για το βιβλίο μίλησαν οι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο Κρήτης Αντώνιος Χουρδάκης (καθηγητής Ιστορίας της Εκπαίδευσης), Σοφία Χατζηστεφανίδου (επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας της Εκπαίδευσης), Διονυσία Κοντογιάννη (επίκουρη καθηγήτρια Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής) και Θεοδοσία Μιχελακάκη (ΕΔΙΠ Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής).
Την εκδήλωση συντόνισε η διευθύντρια του ΕΔΙΑΜΜΕ αναπληρώτρια καθηγήτρια Ασπασία Χατζηδάκη, ενώ χαιρετισμό έκανε η διευθύντρια του Κέντρου Ερευνών και Μελετών του πανεπιστημίου Κρήτης για τις ανθρωπιστικές, τις κοινωνικές και τις επιστήμες της αγωγής (ΚΕΜΕ-ΠΚ) καθηγήτρια Μαρία Κούση.