Ιστορική επιμέλεια: Γ. Η. Ορφανός
Α’ Μέρος
Μια -αναμφίβολα- από τις «μελανότερες», πολιτικά -κοινωνικά και ιστορικά, στιγμές για το νεότερο ελληνικό κράτος είναι η περίοδος Φεβρουαρίου 1915 – Ιουνίου 1917. Το διάστημα αυτό έχει «στιγματίσει» τη χώρα μας κι έχει μείνει στην ιστορία ως «Εθνικός Διχασμός».
Ξεκίνησε ως παραίτηση του Έλληνα πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου (γενν. 1864 -πεθ. 1936), μετά από διαφωνία με τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον 1ο (γενν. 1868 -πεθ. 1923) για την ελληνική στάση στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολοκληρώθηκε -μετά από διετία, σχεδόν- με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την επιστροφή του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία, αφού στο μεσοδιάστημα ο λαός είχε χωριστεί σε δυο «στρατόπεδα», τους «βασιλικούς ή φιλοκωνσταντινικούς» (τους πιστούς στον Κωνσταντίνο) και σ’ όσους ακολουθούσαν τον Βενιζέλο.
H περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» χωρίζεται σε 3 μικρότερες υποπεριόδους: α) Φεβρ. – Δεκ. 1915: Το πρώτο έτος, με την παραίτηση -εκλογική νίκη- (νέα πλην οριστική) παραίτηση Βενιζέλου και νέες εκλογές, β) Ιανουάριος – Δεκέμβριος 1916: Το δεύτερο έτος, εναλλάσσονται οι αντιβενιζελικές – βασιλικές κυβερνήσεις, ενώ «οργιάζουν» τα έκτροπα των «φιλοκωνσταντινικών» κατά του Βενιζέλου και των οπαδών του και, τέλος, γ) Ιανουάριος – Μάιος 1917: Το τρίτο έτος, επέμβαση της «Αντάντ», αποχώρηση του Κωνσταντίνου και επάνοδος του Βενιζέλου.
Τα προ του «Εθνικού Διχασμού»
Από τον Αύγουστο του 1914 έχει ξεσπάσει ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος, που βρίσκεται σύντομα προ των πυλών της Βαλκανικής Χερσονήσου, η οποία προσπαθεί να συνέλθει μετά τους δυο Ενδοβαλκανικούς πολέμους (1912-13). Η «Αντάντ» (Γαλλία, Ρωσία, Αγγλία) θέλουν μια ισχυρή βαλκανική συμμαχία μεταξύ Βουλγαρίας- Σερβίας – Ελλάδας για να εμποδίσουν την Τουρκία και τους Αυστρογερμανούς. Η Γερμανία -αφού συμμάχησε με την Οθωμανική αυτοκρατορία- αποδίδει μεγάλη σημασία στο να πάρει με το μέρος της τη Βουλγαρία και προτιμά να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη, επειδή ήταν ευάλωτη από τη θάλασσα όπου κυριαρχούσε η Αγγλία, η οποία -για να συμπαρασύρει με το μέρος της τούς Έλληνες – υπόσχεται σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις επί μικρασιατικού εδάφους και (το 1915) την Κύπρο ακόμη, την ίδια ώρα που «προσφέρει» την Καβάλα στους Βουλγάρους αν τάσσονταν με την «Αντάντ». Τον Οκτώβριο του 1915, η Βουλγαρία -συμμαχώντας με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Αυστρία και Γερμανία) – κηρύττει τον πόλεμο κατά της Σερβίας, που ήταν ήδη σύμμαχος της «Αντάντ».
«Ο Εθνικός Διχασμός απεικόνιζε τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδεολογική, πολιτική αλλά και πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ελλάδας: ο Βενιζέλος με τις Συμμαχικές Δυνάμεις της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος με τις Κεντρικές Δυνάμεις∙ «Νέες Χώρες» εναντίον «Παλαιάς Ελλάδας». Για την Ελλάδα εξάλλου, ο πόλεμος είχε βαλκανικά χαρακτηριστικά και συνδεόταν με τη Μεγάλη Ιδέα της» σημειώνει η Χριστίνα Κουλούρη σε άρθρο της στο «Βήμα» («Ευρωπαϊκός πόλεμος και Εθνικός Διχασμός», 12-01-2014).
Οι πρωταγωνιστές του «Εθνικού Διχασμού»
Στην Ελλάδα, βασιλιάς είναι ο Κωνσταντίνος ο 1ος (της οικογενείας των Δανών Γλίξμπουργκ) από τις 6/3/1913 στη θέση του δολοφονηθέντος πατρός του, Γεωργίου του 1ου. Πρωθυπουργός είναι ο Κρητικός πολιτικός, Ελευθέριος Βενιζέλος, από το 1910 συνεχώς.
Οι σχέσεις μονάρχη και πρωθυπουργού δεν είναι κι οι αρμονικότερες, αν και ο δεύτερος είχε τοποθετήσει (το 1911) τον τότε Διάδοχο και τωρινό άνακτα στην αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα «βόλεψε» σε καίριες επιτελικές θέσεις «φιλοκωνσταντινικούς» στρατιωτικούς.
Με την κήρυξη του παγκοσμίου πολέμου, ο Κωνσταντίνος -επειδή δε θέλει να ταχτεί κατά του γυναικάδελφού του, κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου- τρέφει φιλογερμανικά αισθήματα, θαύμαζε το γερμανικό μιλιταριστικό πνεύμα και -πιστεύοντας σε τελική γερμανική νίκη πλην όμως αδυνατώντας να συμπαραταχτεί με την Τουρκία που ήδη ήταν δηλωμένη σύμμαχος των Γερμανών- τείνει στη λύση της αυστηρής ουδετερότητας κι όχι μιας ενεργού ουδετεροφιλίας. Μαζί του τάσσονταν και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στο οποίο ο Βενιζέλος, εν γνώσει του, είχε προωθήσει ικανά αλλά -δυστυχώς γι’ αυτόν- φιλοβασιλικά στελέχη. Επίσης τις βασιλικές θέσεις ασπάζονται κι η παλαιοκομματική ολιγαρχία κι ένα σημαντικό μέρος μικροαστών, γιατί η μεν πρώτη «ενοχλείται» από την ανοδική πορεία των αστικών φιλελεύθερων ιδεών που αναπτύσσονται στη χώρα μετά την προσάρτηση των νέων εδαφών μετά τους βαλκανικούς, οι δε μικροέμποροι – μικροβιοτεχνίες φοβούνταν τον εις βάρος τους οικονομικό ανταγωνισμό με τα νέα εύρωστα εμπορικά κέντρα.
Ο Βενιζέλος, όμως, πίστευε πως η Ελλάδα ήταν χώρα ναυτική και για να εξυπηρετήσει το εθνικό της συμφέρον έπρεπε να ταχτεί με το πλευρό της Αγγλίας, μια και τα συμφέροντα των δυο χωρών εκείνα τα χρόνια συμπίπτουν σ’ ό,τι αφορά την Εγγύς Ανατολή. Η Ελλάδα, διασφαλίζοντας τις βρετανικές οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις, θα ήταν ένας σταθερός σύμμαχος για τους Άγγλους και τις άλλες δυνάμεις της «Αντάντ», οι οποίοι θα την ελάμβαναν σοβαρά υπόψη όταν σαν τελικοί νικητές θα έθεταν το θέμα διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αγγλικές προτάσεις για να συμμαχήσει η Ελλάδα με την «Αντάντ», ήταν κατά το Βενιζέλο, η τελευταία ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει το μεγαλοϊδεατικό πόθο της εθνικής ολοκλήρωσης, με την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων ακόμη αλυτρώτων αδελφών. Έτσι, δε διστάζει να προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, με αντάλλαγμα μικρασιατικά εδάφη, αρκεί κι οι Βούλγαροι να τάσσονταν με την «Αντάντ».
Οι Βενιζελικές απόψεις απηχούν τις τάσεις της εθνικής αστικής τάξης, που ήταν αρκετά ενδυναμωμένη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Ακόμη, αν η Ελλάδα επέκτεινε τα όριά της στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, θα προσαρτούσε πόλεις με σφύζουσα οικονομική ζωή, θα βοηθούσε την εθνική ολοκλήρωση, θα δινόταν νέα ώθηση ως προς τη δημιουργία μιας δυναμικής αστικής τάξης κι ενός ρωμαλέου εθνικού αστικού κράτους. Η εσωτερική αγορά θα διευρυνόταν και θα έβαζε στους κόλπους της ανθρώπους γνώστες του εμπορίου και των επιχειρηματικών – επενδυτικών (στη βιομηχανία ως επί το πλείστον) κανόνων , οι οποίοι, όμως, θα έβλεπαν στη μητροπολιτική Ελλάδα το οργανωμένο εθνικό κέντρο με τα απαραίτητα γι` αυτούς εχέγγυα για οποιανδήποτε επένδυση. Εξάλλου, η εμπορευματική κι η βιομηχανική αστική τάξη έκλιναν προς την «Αντάντ», αφού είχαν στενούς δεσμούς εξάρτησης από δυτικά κεφάλαια, και μάλιστα τα αγγλικά. Αυτά συλλογιζόταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλος και διαβλέποντας νίκη των Αγγλογάλλων και της «Αντάντ» διαφωνεί με το βασιλιά στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκαλεί ο τελευταίος από τις 18/2/1915 και υποβάλλει την παραίτησή του, που γίνεται αποδεχτή στις 21 του ίδιου μήνα.
Συνεχίζεται