Θυμάμαι, στις εποχές του 2005, οι ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ελλάδα να είναι, επί σειρά ετών, γεμάτες παρατηρήσεις και δυσμενή σχόλια, που δυστυχώς, συστηματικά, τα αγνοούσαμε. Θέλαμε π.χ. να έχουμε τη φθηνότερη φορολογία στη βενζίνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη χαμηλότερη, ουσιαστικά, φορολογία στους μη μισθωτούς συνδυασμένη με την ανυπαρξία έλεγχων, την επιδοματική, εισοδηματική, πελατειακή πολιτική στο δημόσιο, το δημόσιο – αγελάδα που άρμεγαν οι αρεστοί κ.λπ., με τις γνωστές συνέπειες τελικά. Παράλληλα αδυνατούσαμε να παρακολουθήσουμε τις θεσμικές αλλαγές, που προωθούνταν σε επίπεδο Ευρώπης και συχνά εφαρμόζαμε πλημμελώς τις ειλημμένες αποφάσεις από άλλους λόγω αποφάσεων και πρόστιμων των Ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Σήμερα φυσάει νέος άνεμος στην Ελλάδα και η κυβέρνηση απαλλαγμένη από εξαρτήσεις από τη νυν πολιτική ελίτ της χώρας βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις, και στο εσωτερικό. Και στον ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς, είναι αρκετές οι φωνές που επιθυμούν, τώρα που έχουμε «εμείς» τη νομή της εξουσίας, να μείνουν τα πράγματα ως είχαν πριν το μνημόνιο και θεωρούν, λανθασμένα, ότι με το πάτημα ενός μαγικού κουμπιού είναι εφικτό να γυρίσουμε στο καθεστώς προ του 2009. Από την άλλη οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές με το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων, του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου τομέα, την ιδιωτικοποίηση των πάντων, την ασυδοσία του κεφαλαίου κ.λπ. όπως προτείνονται από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και εφαρμόστηκαν από τη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, αποτελούν ουσιαστικά αντιμεταρρύθμιση και οπισθοδρόμηση, που δεν οδηγεί τη χώρα στην έξοδο από τη κρίση με υγιείς όρους, αλλά μας οδηγούν πιο βαθιά στη κρίση και στην εξαθλίωση. Παράλληλα έχουμε την εμπειρία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με τη δημιουργία «νέων» τζακιών και νέας ελίτ, πολιτικά προσκείμενη σε αυτό, με τα γνωστά αποτελέσματα, της πλήρους ενσωμάτωσής τους στο σύστημα. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα χρειάζεται, άμεσα, ριζικές μεταρρυθμίσεις, κύρια σε επίπεδο θεσμών και δομών αλλά και νοοτροπίας. Οπωσδήποτε π.χ. θέλουμε μια ενιαία, ισχυρή ΔΕΗ, όπως στο παρελθόν αλλά δεν μπορούμε ν’ αγνοούμε ότι φέρει αυτή και οι συνδικαλιστές της μεγάλες ευθύνες στη μη προώθηση των ΑΠΕ και των νέων τεχνολογιών, στην εμμονή στο λιγνίτη, παράλληλα με τη μη εφαρμογή της κοινοτικής και της εθνικής νομοθεσίας, στις πελατειακές σχέσεις με τους μεγαλοεργολάβους της χώρας και τις υπέρογκες αμοιβές και συντάξεις του προσωπικού της, που δεν έχουν σχέση με τις αντίστοιχες στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί να αναφέρει κανείς πολλά, όπως τη διαφθορά, τη σπατάλη πόρων και τη κακοδιοίκηση στη τοπική αυτοδιοίκηση, τη κακοδαιμονία των ελληνικών Πανεπιστήμιων, που είναι ανίκανα να παίξουν το ρόλο που οφείλουν στη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και παραμένουν φέουδα μερίδας καθηγητών και υπάλληλων, που ουδόλως ακούμπησε ο νόμος Διαμαντόπουλου, το τρόπο επιλογής και κατασκευής των δημόσιων έργων και πολλά άλλα. Η χώρα λοιπόν χρειάζεται ένα ούριο άνεμο διαρκών μεταρρυθμίσεων και συνεχών αλλαγών, πολλές από τις οποίες δεν απαιτούν χρήματα, στη δημόσια διοίκηση, στο τρόπο λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων και των ΟΤΑ κ.λπ., για να μπορέσουμε σταδιακά να επανιδρύσουμε τη χώρα και να είναι εφικτή τόσο η παραμονή μας, χωρίς μνημόνια στην Ευρώπη, η θεσμική θωράκιση της χώρας με βάση το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αλλά και η σταδιακή επάνοδος σε βιοτικά επίπεδα του προσφάτου παρελθόντος για το σύνολο των κατοίκων της χώρας, όπως αρμόζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Τα παραπάνω είναι εφικτά όσο υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση και η διατήρηση αποστάσεων, χωρίς εναγκαλισμούς, από τη πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να αποφύγει τον πειρασμό του έλεγχου αλλά και της συνεργασίας και τελικά της συμπόρευσης με τη τρέχουσα ελίτ της χώρας, καταγγέλλοντάς τη, με επιμονή ως υπεύθυνη, μαζί με τους πολιτικούς υπηρέτες της, για τη κακοδαιμονία της χώρας και τη τραγική της, σημερινή κατάσταση. Παράλληλα, οφείλει να διεκδικήσει, εκ μέρους της αριστεράς, την ανάδειξη της αριστερής ιδεολογίας ως κυρίαρχης και ως η μόνη που μπορεί να οδηγήσει, στην έξοδο από τη κρίση. Επίσης, οφείλει να πείσει με τη συμπεριφορά του την Ευρώπη ότι μπορεί και θέλει ν’ αλλάξει τη χώρα σε μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή χώρα που παρακολουθεί, συμμετέχει αλλά και εφαρμόζει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μόνο τότε τα ψίχουλα, αν μας δοθούν και αυτά, της σημερινής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μας, μπορούν να έχουν δράση πολλαπλασιαστή και να ελπίζουμε σε καλύτερη συμπεριφορά τους στο μέλλον. Η Ελλάδα πρέπει ν’ αλλάξει, και θ’ αλλάξει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, εντός της Ευρώπης.
* Ο Μανόλης Ντουντουνάκης είναι αιρετό μέλος Περιφερειακού Συντονιστικού Συμβουλίου ΣΥΡΙΖΑ Κρήτης