Γνωρίζουμε, πιστεύω, όλοι καλά ότι η θέση μιας χώρας σε διεθνές επίπεδο αποτυπώνεται και είναι συνάρτηση σε μεγάλο βαθμό της ποιότητας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί. Η εξωτερική πολιτική με τη σειρά της έχει πάντοτε μια συγκεκριμένη αποστολή που δεν είναι άλλη από το να προωθήσει και ει δυνατόν να πολλαπλασιάσει τη συνολική εθνική ισχύ μιας χώρας. Αναφέρομαι σκόπιμα εδώ σε «συνολική» ισχύ, γιατί όπως καταλαβαίνετε η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί μια αυθυπόστατη λειτουργία του κράτους. Αν δεν βρίσκεται εναρμονισμένη με τις άλλες κρατικές λειτουργίες, για παράδειγμα, την στρατιωτική ετοιμότητα, την οικονομική ευρωστία ή την ευρυθμία των θεσμών κινδυνεύει να απομονωθεί και να παρασυρθεί αργά η γρήγορα σε λάθη ή αποτυχίες.
Για τη χώρα μας, εν προκειμένω, το ερώτημα μπορεί να γίνει και πολύ συγκεκριμένο: πώς μπορεί, μέσα σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας, να υπηρετηθεί αποτελεσματικά το εθνικό συμφέρον, διατηρώντας ή αποκτώντας ένα σημαντικό περιφερειακό ρόλο την ώρα που θα πρέπει παράλληλα να διαχειριστεί μια δυσχερή οικονομική πραγματικότητα. Είναι χωρίς αμφιβολία ένα δύσκολο στοίχημα. Δύσκολο άλλα όχι ακατόρθωτο να κερδηθεί. Το πρώτο και ίσως πιο σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να επανα-εννοιολογήσουμε το εθνικό συμφέρον.
Δίπλα στην παλιά ερμηνεία του ως προάσπιση της εθνικής μας ακεραιότητας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων η οποία εκφραζόταν (και) μέσα από την αποτρεπτική μας ισχύ θα πρέπει να προστεθεί και να επιδιωχθεί συστηματικά ή αύξηση της οικονομικής ισχύος της χώρας. Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες υπάρχουν. Το «ενεργειακό στοίχημα» για παράδειγμα με την προώθηση για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP είναι μεγάλο.
Ένα δεύτερο στοίχημα είναι η επιτυχής γεωπολιτική «μετακίνηση» της χώρας μας από την περιφέρεια στο κέντρο των μεγάλων διεθνών εμπορευματικών ροών. Η ενσωμάτωση της χώρας μας στο νέο σύστημα Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών και η αναβάθμιση του λιμανιού του Πειραιά και ελπίζω σύντομα και της Θεσσαλονίκης δείχνουν το δρόμο. Όλα αυτά τα παραδείγματα μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα πως μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε πιο αποτελεσματικά το εθνικό συμφέρον.
Η προσέλκυση επενδύσεων και προσθέτω η αύξηση των εξαγωγών είναι ίσως η καλύτερη υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε αυτή τη στιγμή για να προωθήσουμε το εθνικό συμφέρον. Και το μέσο για να το επιτύχουμε αυτό είναι η οικονομική διπλωματία. Έχω την εντύπωση πως αν σε κάτι συμφωνούμε, ανεξάρτητα του πως τοποθετείται κανείς ιδεολογικά ή κομματικά, είναι στην απογοήτευση που αισθανόμαστε από την πολιτική ή καλύτερα, την μη – πολιτική της κυβέρνησης σε ότι αφορά την προσέλκυση των επενδύσεων και την προώθηση των εξαγωγών.
Και αν ως προς τι πρώτες, με τα χίλια ζόρια και με πάρα πολλά εμπόδια, υπάρχει μια ελπίδα κάποιες να έλθουν, κυρίως λόγω της επιβολής του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, για τις εξαγωγές ούτε λόγος. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αν οι ελληνικές επιχειρήσεις σήμερα ασφυκτιούν από τη φοροεπιδρομή, τη γραφειοκρατία, την έλλειψη ρευστότητας και τα capital controls, οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις ασφυκτιούν πολλαπλάσια.
Και αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς με τον εαυτό μας, ποτέ η δημόσια διοίκηση, το φορολογικό και εργασιακό καθεστώς, τα επενδυτικά κίνητρα δεν διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να υπηρετούν τις διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες.
Ακόμη και σήμερα η νομοθεσία είναι φτιαγμένη στα μέτρα των «προστατευμένων» μη διεθνώς εμπορευσίμων δραστηριοτήτων -από τις μεταφορές και την ενέργεια έως τα κλειστά επαγγέλματα- οι οποίες μάλιστα επιβάρυναν διαχρονικά με το κόστος λειτουργίας τους τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Για να είμαστε δίκαιοι πάντως την ίδια βαρύτητα που αποδίδει η κυβέρνηση στις εξαγωγές και την προσέλκυση των επενδύσεων αποδίδει και στην αποκαλούμενη οικονομική διπλωματία». Η βασική διαπίστωσή μου, το σύντομο διάστημα που εποπτεύω κοινοβουλευτικά μεταξύ άλλων αυτό τον τομέα είναι ότι, παρόλο που ο όρος έχει ενσωματωθεί σχετικά πρόσφατα στο ελληνικό πολιτικό λεξικό -δεν μετράει παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια- η δομή της πρόλαβε να παρουσιάσει σχεδόν τις όλες τις παθογένειες που παρουσιάζουν οι υπόλοιποι τομείς της δημόσιας διοίκησης.
Η πιο σημαντική ίσως από αυτές είναι ο κατακερματισμός των δράσεων και των αρμοδιοτήτων της. Στην ουσία μιλάμε εδώ για μια τριχοτόμηση: Μια Γενική Γραμματεία στο Υπουργείο Εξωτερικών, μία στο Υπουργείο Ανάπτυξης και ένας οργανισμός ο Enterprise Greece. 145 Εμπορικοί ακόλουθοι στην πρώτη, 45 στη δεύτερη, 90 στον Enterprise Greece. Προσέξτε τώρα: Ενώ οι εμπορικοί ακόλουθοι παρέχουν εξειδικευμένη πληροφόρηση, υποστηρίζουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και οργανώνουν προωθητικές πρωτοβουλίες για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι αρμοδιότητες που αφορούν στη διοργάνωση των επιχειρηματικών αποστολών που συνοδεύουν την πολιτική και ηγεσία καθώς και η διαχείριση της ιστοσελίδας του ΥΠΕΞ για την οικονομική διπλωματία, η «agora» γίνεται από τον Enterprise Greece που εποπτεύεται από το ΥΠ.ΑΝ.
Αν μιλάμε δε για την εμπορική πολιτική της Ε.Ε. ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αρμοδιότητες κατ’ εξοχήν ενός εμπορικού ακολούθου επίσης αυτές εποπτεύονται από το ΥΠ.ΑΝ. Αν διαβάσετε τα υπομνήματα των υπαλλήλων και οι τρεις υπηρεσίες θεωρούνται υποστελεχωμένες. Για να δώσω μια τάξη μεγέθους από τα 59 εν λειτουργία Γραφεία Εμπορικών Ακολούθων τα 35 στελεχώνονται με μόλις έναν υπάλληλο, ακόμη και σε πολύ σημαντικές αγορές για την χώρα μας όπως η Ρωσία, η Κίνα ή Βουλγαρία.
Και οι τρεις υπηρεσίες επιθυμούν περισσότερες και ενιαίες αρμοδιότητες. Και οι τρεις υπηρεσίες υποχρηματοδοτούνται. Και οι τρεις, απαντώ εγώ, έχουν δίκιο. Ένας τέτοιος κατακερματισμός πόρων, αρμοδιοτήτων και ανθρωπίνου δυναμικού δεν μπορεί όμως στις παρούσες συνθήκες να ξεπεραστεί παρά μόνο μέσα από μια ενιαία υπηρεσία διεθνών οικονομικών στη βάση καλών πρακτικών άλλων χωρών.
Αν αυτό συμβεί τότε μπορούμε να μιλήσουμε για τα δύο επόμενα, μεγάλα βήματα. Το πρώτο από αυτά είναι η μερική αναδιάρθρωση των γραφείων των εμπορικών ακολούθων με κριτήριο τις αγορές και τα προϊόντα ή υπηρεσίες που παρουσιάζουν ευκαιρίες και προοπτικές ανάπτυξης για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Το τρίτο βήμα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός «Διυπουργικού Οργάνου», το οποίο θα χαράσσει την εθνική στρατηγική για την εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων. Το όργανο αυτό θα καταρτίζει το εθνικό πρόγραμμα εξωστρέφειας, θα παραθέτει τους επιδιωκόμενους στόχους, τις δράσεις που θα γίνουν για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι και τους πόρους που θα διατεθούν για να υποστηριχθούν οι δράσεις.
Το πρόγραμμα εξωστρέφειας θα υποβάλλεται από το διϋπουργικό όργανο προς διαβούλευση με τους φορείς, θα υποβληθεί προς έγκριση στη Βουλή και εφ’ όσον εγκριθεί θα είναι δεσμευτικό για τους εμπλεκόμενους. Με άλλα λόγια το προτεινόμενο όργανο θα λειτουργεί ως η μόνη μονάδα εθνικής πολιτικής για την εξωστρέφεια. Θεωρώ πως εφόσον προχωρήσουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Είναι αρκετό; Προφανώς όχι. Είπαμε και προηγουμένως ότι η εξωτερική πολιτική οφείλει να είναι εναρμονισμένη με τις υπόλοιπες κρατικές πολιτικές. Ποιες επενδύσεις μπορείς να προσελκύσεις μέσα σε ένα έντονα γραφειοκρατικό και ελάχιστα ελκυστικό φορολογικό και επενδυτικό καθεστώς; Θα πρόσθετα όμως και την ανάγκη αλλαγής στην κουλτούρα εξωστρέφειας η οποία πρέπει να προσαρμοστεί στις πρακτικές άλλων χωρών.
Προφανώς οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν μια πρώτη επεξεργασία σκέψεων και ιδεών για τις οποίες χρειάζεται περισσότερη δουλειά προκειμένου να καταστούν λειτουργικές. Μπορούν όμως μέσα από διάλογο και συζητήσεις όπως η σημερινή να αποκτήσουν σχετικά σύντομα μια ολοκληρωμένη και συνεκτική μορφή.
Σημ. Το κείμενο είναι απόσπασμα της χθεσινής τοποθέτησης του κ. Κεφαλογιάννη στην επιστημονική εκδήλωση του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων (Ε.Ο.Π.Ε. – HAPSc).
* Ο Γ. Κεφαλογιάννης είναι βουλευτής της Ν.Δ.