Ο Μπέος και ο Αμβρόσιος δεν είναι αυτοφυή είδη της ελληνικής πανίδας. Είναι απότοκα σήψης και παρατεταμένης αποσύνθεσης που πέρασε από κερκίδες και θύρες χουλιγκάνων και στασίδια και εξομολογητήρια εκκλησιών. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα τίποτα δεν εμποδίζει ένα πρώην βασανιστή της ΕΑΤ-ΕΣΑ να παριστάνει τον επί γης εκπρόσωπο του Θεού και να μοιράζει «κατάρες» κατά το δοκούν ή έναν -ω, τι ειρωνεία- εκλεγμένο αυτοδιοικητικό που οι Έλληνες τον έχουν γνωρίσει από τα «άπαντα του χουλιγκάνου» να υβρίζει δημοσίως καλλιτέχνες και να εκφέρει άναρθρες κραυγές εν είδει πολιτικού λόγου.
Τέτοιας «ποιότητας» άνθρωποι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στο κοινωνικό μας «μωσαϊκό». Το πρόβλημα δεν είναι αυτοί, αλλά εκείνοι που δίνουν «βήμα» και «εξουσία» σε τέτοιους απίθανους τύπους που διχάζουν και αφιονίζουν τον κόσμο. Και η ευθύνη εδώ είναι διπλή. Ευθύνη της κοινωνίας που πείθεται, υπακούει και ανταμείβει ποικιλοτρόπως αυτά τα λούμπεν στοιχεία, αλλά και ευθύνη της πολιτικής τάξης, που προκειμένου μια δεδομένη στιγμή να κάνει τη δουλειά της ανέχεται το λόγο και την παρακμή των εν λόγω, μέχρι να τα βρει μπροστά της.
Στις προηγούμενες εκλογές πολλοί εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τον κοινοβουλευτικό αποκλεισμό της ακροδεξιάς, αλλά κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να βλέπει πως στην κοινωνία ο φασισμός ζει και βασιλεύει στις διάφορες εκδοχές του. Ανατροφοδοτούμενος από πιο λάιτ εκδοχές του εντός κοινοβουλίου και εκπεμπόμενος από καλοπληρωμένους δημοσιολογούντες απολογητές των αφεντικών τους, φτάνει ευκολότερα στην ακραία Αμβρόσεια ή Μπέεια έκφραση, είτε ως κατάρα, είτε ως ύβρις!
Η Δημοκρατία είναι δύσκολος και ανηφορικός δρόμος. Όσοι τον πορεύονται δεν πρέπει να έχουν αυταπάτες. Κι όσοι χρησιμοποιούν για να τον διανύσουν «οχήματα», ας είναι επιφυλακτικοί.
Ωστόσο και οι «αφορισμένοι» πολιτικοί μας ας μην έχουν αυταπάτες, ούτε να κάνουν συνειρμούς. Ούτε «Ροΐδηδες» είναι, ούτε «Καζαντζάκηδες».