Κατόπιν της οριστικής πια αναγνώρισης των βορείων, επίδοξων μακεδονιζόντων, γειτόνων μας ως ομιλούντων γλώσσα «μακεδονική» και συνεπώς αποτελούντων «μακεδονική» εθνότητα (αφού πάντα η γλώσσα είναι το κυρίαρχο στοιχείο κάθε εθνότητας), ανακύπτει το ζήτημα τι δέον, πλέον, γενέσθαι από ελληνικής πλευράς προς αποφυγή συγχύσεων και αλυτρωτισμών. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της τήρησης σαφών διαχωριστικών γραμμών.
Κατ’ αρχήν να επισημάνουμε, πως αυτό που συχνά ακούστηκε τον τελευταίο καιρό, ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, μετά τις τελευταίες εξελίξεις κάθε άλλο παρά υπηρετεί τον παραπάνω στόχο του σαφούς διαχωρισμού και της αποφυγής ποικίλων αλυτρωτισμών, ως προφανώς αντιφατικό με την κατάσταση που αναγνωρίστηκε. Και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή των συγχύσεων, ενόψει και μόνο του ότι η λέξη «μακεδονική» είναι ελληνικής προέλευσης (μακεδνός: μακρός, υψηλός, κωνικός, πυραμιδοειδής – βλ. Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ιωάννου Σταματάκου).
Δηλαδή, εκείνο που χρήζει ειδικής προφύλαξης είναι ακριβώς αυτό που κατά κύριο λόγο μας διαφοροποιεί από τους βόρειους γείτονες, η ελληνική γλώσσα. Η οποία καθημερινά δέχεται ανελέητα πλήγματα μέσα από τον δημόσιο λόγο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στον τύπο, στην ίδια τη βουλή: σαν παράδειγμα φέρνω το λεγόμενο «τρολάρισμα». Πασχίζω να κατανοήσω τι σημαίνει αυτή η μανιωδώς χρησιμοποιούμενη «λέξη», ψάχνοντας τα λεξικά της αγγλικής και εκείνο που βρίσκω είναι το «τραγουδώ με όρεξη», «τραγουδώ εύθυμα», κάτι όμως που δεν βγάζει νόημα στο πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται, αφού εκεί συνήθως συνοδεύεται από κάποιο πρόσωπο ως αντικείμενο, με συνέπεια να χρήζει περαιτέρω (προκρούστειας) ερμηνείας, για να μπορεί να έχει κάποια σημασία, αποδιδόμενη ως «διακωμώδηση» ή κάτι παρόμοιο (ομολογουμένως δίχως να έχω τελικά αποκρυσταλλώσει την ορθή σημασία της). Χάθηκαν οι ελληνικές λέξεις;
Η ελληνικότητα λοιπόν ήταν, είναι και θα είναι πάντα το «μακεδονικό» στοιχείο μας. Την ελληνική γλώσσα μιλούσε και λάτρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτή διέδωσε στα πέρατα του κόσμου, με αυτή προώθησε τον ελληνικό πολιτισμό.
Στο ελληνικό Δωδεκάθεο πίστευε ο Μέγας Αλέξανδρος. Θυσίαζε στους μοναδικούς, τους ξεχωριστούς θεούς του «…υπό την εύνοιαν και την προστασία του μεγάλου, του πανωραίου Απόλλωνος…», όπως θα έλεγε ο Καβάφης (ο δυστυχής ποιητής: φράσεις από ποιήματά του τις έχουν καταντήσει του συρμού και ενός ασύστολου αναμηρυκασμού).
Πρέπει κατά συνέπεια να εστιάσουμε στις διαφορές μας από τους Βορειομακεδόνες γείτονες, δηλαδή στην ελληνικότητα των Μακεδόνων ομοεθνών μας. Η ελληνική γη υπήρξε η αναμφισβήτητη κοιτίδα της αίγλης του μακεδονικού βασιλείου: στην ελληνική γη βρίσκονται όλα τα μνημεία, όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι της ένδοξης μακεδονικής εποχής. Εκείνα λοιπόν πρέπει στο εξής διαρκώς και συστηματικώς να προβάλλουμε και αναδεικνύουμε. Και φυσικά αυτό δεν γίνεται, αν την ίδια στιγμή υποσκάπτουμε την ελληνική γλώσσα.
Κλείνοντας παραθέτω τους τρείς τελευταίους στίχους από το ποίημα του Κων. Καβάφη «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»:
«…Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός-
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν.
Εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν».