Κάθομαι στο παράθυρο και περιμένω. Τι περιμένω; Την ελπίδα. Την ελπίδα που έρχεται. Την ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ που είναι και η (μοναδική πλέον) ελπίδα της χώρας.
Κάθομαι στο παράθυρο συντροφιά με το Θωμά.
-Να φτιάξω καφέ;
Το παράθυρο ταιριάζει με την προσμονή και την ελπίδα. Κάτω απ’ το παράθυρο ο δρόμος, οι άνθρωποι, τα παιδιά που παίζουν. Τα παιδιά μας φέρνουν στο νου το μέλλον. Τα ελληνόπουλα είναι το μέλλον. Ποιο θα είναι άραγε το μέλλον των δικών μας παιδιών, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν σ’ αυτή τη χώρα;
Τα παιδιά μας είναι σκεφτικά. Το βλέμμα απλανές. Καπνίζουν τα περισσότερα. Τα όνειρά τους συρρικνώνονται και σκουριάζουν μέσα σε καφετέριες. Η ξενιτιά είναι η κυρίαρχη σκέψη μέσα στο κεφάλι τους. Οι νέοι φεύγουν, η χώρα αιμορραγεί, αυτό πρέπει το συντομότερο να σταματήσει. Πρέπει να ανοικοδομήσομε αυτή τη χώρα απ’ την αρχή. Πρέπει να βρούμε την αρχή του νήματος που κάποιοι μας κρύβουν γιατί θέλουν να μας κρατούν για πάντα δέσμιους, ενώ εκείνοι πλουτίζουν με τόκους και πανωτόκια.
Όταν η σκέψη μου φτάνει στο αδιέξοδο, ο καθαρός θαλασσινός αέρας μου λαμπικάρει το μυαλό. Ο δρόμος προς τη θάλασσα με ξέρει καλά, με γνωρίζει και μου γνέφει.
Εδώ ο νους ισορροπεί και το πνεύμα καταλαγιάζει. Εδώ βλέπω καθαρότερα, κρίνω, συγκρίνω και συμπεραίνω.
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: Σ’ αυτούς που αγαπούν την ανθρώπινη φύση σαν οντότητα και σαν αξία και σ’ αυτούς που αγαπούν αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό τους. Αυτοί που ανήκουν σε όποια από τις δυο κατηγορίες, σχεδόν αποκλείεται να μεταπέσουν στην άλλη. Πάντα το ίδιο θα πιστεύουν, πάντα το ίδιο θα υπηρετούν συνειδητά ή ασυνείδητα.
Να όμως που ο κόμπος φτάνει πλέον στο χτένι:
Τι θα γίνει τελικά με αυτή τη διαπραγμάτευση; Ποια θα είναι η κατάληξη; Αυτή τη στιγμή θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει: Μάλλον θα υπάρξει συμφωνία, ενώ δεν αποκλείεται και να μην υπάρξει συμφωνία!
Αλλά ας αφήσουμε τα αστεία.
Η επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές παραμένει το συντριπτικά πιθανότερο σενάριο, με βάση την κοινή παραδοχή ότι το αντίθετο δεν συμφέρει κανέναν.
Αν όμως από ορισμένους δανειστές προβάλλονται απαιτήσεις απολύτως παράλογες και διαμετρικά αντίθετες με τα συμφέροντα του λαού, αυτή η κυβέρνηση οφείλει να μην τις αποδεχθεί.
Σε τέτοια περίπτωση απομένει σ’ εμάς τους πολίτες να αναρωτηθούμε: Είναι αυτή η Ευρώπη που θέλουμε; Θέλουμε μια Ευρώπη που περιφρονεί τη λαϊκή βούληση, τη λαϊκή ετυμηγορία και εννοεί να επιβάλλει στην πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση αυτά που ο λαός έχει ξεκάθαρα απορρίψει;
Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Την απάντηση θα κληθεί να τη δώσει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Όπως επίσης ο ίδιος θα κληθεί να αναλάβει μιαν ακόμη μεγαλύτερη πρωτοβουλία: Ν’ αλλάξει τη σημερινή χρηματιστικοποιημένη Ευρώπη και να την κάνει μια πραγματική Ευρώπη των λαών. Η Ευρώπη ή να αλλάξει ή να… μας λείπει.
*Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός