Με κεντρικό σύνθημα «Η ενδοσχολική βία δεν είναι παιχνίδι. Πρέπει να μιλήσεις-Μη φοβάσαι», το Πανεπιστήμιο Κρήτης, πραγματοποιεί επιστημονική έρευνα για την ενδοσχολική βία (bullying). Πρόκειται για μια πανελλήνια έρευνα που αφορά στις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού στους μαθητές και ένα πιλοτικό πρόγραμμα παρέμβασης, σε Δημοτικά και Γυμνάσια του Ρεθύμνου, με την εμπλοκή ειδικών, εκπαιδευτικών, γονέων και φορέων, με στόχο τη μείωση του ενδοσχολικού εκφοβισμού και την υποστήριξη θυμάτων ή ευάλωτων ομάδων/ μαθητών σε κίνδυνο. Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, χθες στην Αθήνα παρουσιάστηκε μέρος των πορισμάτων της Επιστημονικής Ομάδας για τον σχολικό εκφοβισμό, που έχει συσταθεί από το Εργαστήριο Ψυχολογίας και Ειδικής Αγωγής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας ο ενδοσχολικός εκφοβισμός στην Ελλάδα κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με τις άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης. Θύματα του φαινομένου δήλωσαν το 27% των κοριτσιών και το 29% των αγοριών στο 13ο έτος (2η θέση) και το 17% των κοριτσιών και το 21% των αγοριών στο 15ο έτος (3η θέση). Δράστες, το 12% των κοριτσιών και το 38% των αγοριών στο 15ο έτος (3η θέση).
Ο ενδοσχολικός εκφοβισμός και η θυματοποίηση κινούνται σε ένα ευρύ φάσμα: από τις ανοιχτές σωματικές, λεκτικές και ψυχολογικές μορφές βίας έως και τις πλέον συγκαλυμμένες ή ήπιες και έμμεσες (π.χ. αποκλεισμός από σχέσεις, (έμμεση) συκοφάντηση), κ.ο.κ.).
Πρόκειται όπως αναφέρεται στην έρευνα, για μία τραυματική εμπειρία (ακόμη και στις πιο ήπιες μορφές του, ενώ συνδέεται σε μεγάλα ποσοστά με την ποιότητα του δεσμού (σχέσεων) στην οικογένεια. Η χαμηλή ποιότητα δεσμού συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά και επίπεδα τραύματος, καθώς και εκφοβισμού του άλλου. Τα παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες (Τμήμα Ένταξης) φαίνεται να είναι πιο ευάλωτα και να θυματοποιούνται σε μεγαλύτερα ποσοστά, με βάση και τις αντιλήψεις των δασκάλων αλλά και με δεδομένα άμεσα μετρήσεων με βάση δηλώσεις των παιδιών (σε μικρής βέβαια κλίμακας έρευνα (380 δασκάλων και 120 παιδιών: Ρέθυμνο-Λάρισα). Η θυματοποίηση σύμφωνα με την ίδια έρευνα συνδέεται με μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους, αλλά και οικογενειακών δυσλειτουργιών, με βάση δεδομένα από εναλλακτικές μετρήσεις για την οικογένεια.
Τα αγόρια δηλώνουν περισσότερο από τα κορίτσια πως άσκησαν συμπεριφορές εκφοβισμού ή παρενόχλησης σε άλλα άτομα. Όσο μικρότερη η ενσυναίσθηση των αγοριών τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να πέσουν θύματα εκφοβισμού. (Η ενσυναίσθηση είναι κατά κάποιο τρόπο μια βασική διάσταση αυτού που αποκαλούμε συναισθηματική νοημοσύνη, όταν αυτή απουσιάζει αυξάνει τις πιθανότητες εμπλοκής με τον έναν ή άλλο τρόπο στον εκφοβισμό).
Σημειώνεται ότι από την έρευνα προέκυψε σημαντική συσχέτιση μεταξύ θυματοποίησης με άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Η σχέση με τον πατέρα και οι μορφές διαπαιδαγώγησης παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπλοκή στον εκφοβισμό, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό συνδέεται και με συμπεριφορές/ταυτίσεις με ανδρικά πρότυπα ψευτο-παλληκαρισμού, για να διαχειριστεί το παιδί τα άγχη της προ-εφηβείας και της εφηβείας, και να διασφαλίσει την ταυτότητά του σε σχέση με βαθύτερα ή λιγότερα σημαντικά αισθήματα μειονεξίας.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές δεν αρκεί μόνο η πληροφόρηση ή οι κατασταλτικές πρακτικές, αλλά χρειάζονται παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα, εμπλοκή ειδικών, δασκάλων, γονέων, αλλά και των άλλων παιδιών και εξατομικευμένες προσεγγίσεις για την καλύτερη κατανόηση της δυναμικής του φαινομένου, σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο.
Παράλληλα χαρακτηρίζουν απαραίτητη τη συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών-θυμάτων, αλλά και συμβουλευτική εποπτεία γονέων και παιδιών-θυτών. Στο σχολείο απαιτείται η χρήση εναλλακτικών μεθόδων διδασκαλίας και κυρίως προαγωγής των ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων, ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ της ομάδας (σχολικό κλίμα της τάξης) και της κουλτούρας της συνεργασίας.
Η έρευνα που είναι σε εξέλιξη και χρειάζεται ακόμα κάποιο χρόνο για την ολοκλήρωσή της, πραγματοποιείται με χορηγία ιδιωτικής εταιρίας.