Στο παρόν ιστορικό σημείωμα, θα ανατρέξουμε στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Θα σταθούμε με λίγα λόγια στο πώς άσκησαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας οι δύο κυβερνήσεις που είχαν τη μεγαλύτερη χρονικά θητεία στην άσκηση της εξουσίας. Ο λόγος για την κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου της περιόδου 1928 -1932 αφενός και για τη δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά το διάστημα 1936- ’41 αφετέρου, γιατί η «στάση» τους επηρέασε τους κατοπινούς διεθνείς συσχετισμούς υπέρ ή εις βάρος των Ελλήνων.
Ο Ελ. Βενιζέλος
Αναλαμβάνοντας τα ηνία της χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος το καλοκαίρι του 1928 και με ορίζοντα τετραετούς κυβερνητικής θητείας προσπάθησε να αναβαθμίσει ή να αποκαταστήσει όπου είχαν τρωθεί τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ιταλία, πέρα από το ότι ο Βενιζέλος αρχικά διόρισε υπουργό Εξωτερικών το γνωστό για τα ιταλόφιλα αισθήματά του Αλεξ. Καραπάνο (από 4/7/1928 έως 7/6/1929), στις 23 Σεπτέμβρη του 1928 θα μεταβεί στη Ρώμη για να συνυπογράψει με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μπενίτο Μουσολίνι διμερή συνθήκη «φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού» μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Καθώς νοιαζόταν να αποκαταστήσει και τις σχέσεις του με τις Μεγάλες δυτικές Δυνάμεις, η επίσκεψη του Βενιζέλου ως πρωθυπουργού στο Παρίσι κι οι επαφές του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν (26-29/9/1928) αναθερμαίνουν τις διμερείς ελληνογαλλικές σχέσεις και άρουν κάθε παλαιότερη «παρεξήγηση» μεταξύ των δύο χωρών. Αμέσως μετά (30/9/1928) η μετάβαση του Κρητικού ηγέτη στο Λονδίνο παρέχει την αφορμή για διασάφηση και αποδοχή των ελληνικών θέσεων από την Αγγλία, τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο.
Σχετικά με τους δεσμούς της Ελλάδας με τους λοιπούς βαλκανικούς λαούς, ο Βενιζέλος, μολονότι δεν τόλμησε τον Οχτώβρη και το Νοέμβρη του 1931 να πάρει θετική στάση υπέρ της Κύπρου στην εξέγερση για ένωση με την Ελλάδα, λίγο νωρίτερα (Αύγουστος 1931) θα βρεθεί στο Βουκουρέστι για να υπογράψει με τη Ρουμανία νέα διμερή σύμβαση Εμπορίου, ναυσιπλοΐας και εγκαταστάσεως. Αντίθετα με τις ελληνορουμανικές σχέσεις που διευρύνονται, οι διαφορές της χώρας μας με την Αλβανία και ιδίως με τη Βουλγαρία, παρά τις προσφορές οικονομικής συνεργασίας από την πλευρά του Βενιζέλου προς τους Βούλγαρους και τη διαμεσολαβητική προσπάθεια του 1930 από το Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Α. Χέντερσον, παραμένουν εκκρεμείς, όσο η Σόφια αρνείται οποιοδήποτε διακανονισμό, κυρίως εδαφικό μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σύμφωνα με όσα όριζαν οι διεθνείς συνθήκες Ειρήνης. Με την επίτευξη της ελληνοϊταλικής προσέγγισης το φθινόπωρο του 1928, ανοίγει ο δρόμος για θετική τροπή των ελληνογιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων. Στις 11 Οχτώβρη του 1928 ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, κι ο Marincovic, υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, υπογράφουν στο Βελιγράδι διμερές πρωτόκολλο που υπογράμμιζε την εκκαθάριση των εκκρεμών διαφορών και προέβλεπε την αποκατάσταση της φιλίας ανάμεσα στις δυο χώρες με υπογραφή συμφώνου ανάλογου με το ελληνοϊταλικό. Προς επίρρωσιν τούτων, έχουμε την υπογραφή νέων πρωτοκόλλων και συμφώνου ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας, συνδιαλλαγής, δικαστικού διακανονισμού και συνεργασίας στις 17 και 27 Μαρτίου του 1929.
Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Ελ. Βενιζέλου στο διακανονισμό των διαφορών και στην αποκατάσταση των σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με την Τουρκία, πριν καν συμπληρωθεί μια δεκαετία από την τραγική για τον ελληνισμό μικρασιατική καταστροφή. Η αρχή έγινε από τον Έλληνα πρωθυπουργό στις 30 Αυγούστου 1928, όταν έστειλε επιστολή στον Ισμέτ Ινονού, κεμαλικό πρωθυπουργό της νέας Τουρκίας, με την οποία του τείνει το χέρι στενής φιλίας και καλής διάθεσης σ’ ό,τι αφορά τη διευθέτηση εκκρεμών διαφορών μεταξύ των δυο χωρών, όπως το συνοριακό ή το προσφυγικό. Ο Ινονού απαντά θετικά στις 27/9/1928 και μετά τη διαπίστευση του Σ. Πολυχρονιάδη ως νέου Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα, το Νοέμβρη του 1929, είναι διάχυτη πλέον η διάθεση για διπλωματική επίλυση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών. Έτσι, στις 10 του Ιούνη του 1930 υπογράφεται σύμβαση με την οποία εκκαθαρίζονται οριστικά όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αποζημίωση των μη ανταλλαξίμων κι είχαν σταθεί εμπόδιο στην ευόδωση των ελληνοτουρκικών διακυβερνητικών επαφών.
Αν και η σύμβαση του Ιουνίου του 1930 κλίνει υπέρ της Τουρκίας, ο Βενιζέλος θα βρεθεί στην Άγκυρα τον Οχτώβρη του ίδιου χρόνου και στις 30/10 θα υπογράψει με τον Ινονού ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, με το οποίο να απαγορευόταν να συμμετέχει το ένα από τα δυο συμβαλλόμενα μέρη σε οικονομικό ή πολιτικό σχηματισμό που θα στρεφόταν κατά του άλλου. Επίσης οι δυο πρωθυπουργοί υπογράφουν σύμφωνο εμπορικής συνεργασίας και ειδική συμφωνία , κατά την οποία η μια χώρα θα ειδοποιούσε έγκαιρα την άλλη για τους σχεδιαζόμενους ναυτικούς εξοπλισμούς. Ο Ινονού θα ανταποδώσει την επίσκεψη ερχόμενος στην Αθήνα το 1931. Μολονότι οι επαφές Ινονού- Βενιζέλου του 1929-31 θεωρούνται ταφόπλακα και ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μεγάλης Ιδέας και αρχικά πολλοί στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη πίστεψαν πως πίσω τους κρύβεται Ιταλικός δάκτυλος, η ελληνοτουρκική προσέγγιση ήταν επιβαλλόμενη από τις διεθνείς συγκυρίες και προϊόν της ανεξάρτητης θέλησης των δυο λαών, που συν τοις άλλοις ήθελαν να αμυνθούν και απέναντι στη Βουλγαρία, αν αυτή παραβίαζε ποτέ τα κοινά ελληνοτουρκικά σύνορα.
Έτσι, με διεθνή, ευρωπαϊκά και βαλκανικά στηρίγματα η Ελλάδα του Βενιζέλου, την περίοδο 1928-1932, γινόταν υπολογίσιμη δύναμη στη νοτιοανατολική Ευρώπη και ασκούσε την εξωτερική της πολιτική όπως υπαγόρευαν τα εθνικά της συμφέροντα.
Επί Ι. Μεταξά
Ο Ιωάννης Μεταξάς, σε όλη της διάρκεια της Τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας του (4/8/1936-29/1/1941), προτιμά να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη στους διεθνείς σχηματισμούς και να τηρήσει ισόρροπη στάση απέναντι στην Αγγλία, αλλά και στους Γερμανούς. Ο Μεταξάς ξέρει πολύ καλά πως ο βασιλιάς Γεώργιος ο 2ος είναι αγγλόφιλος και ότι οι γερμανόφιλοι ήταν μειονότητα στην Ελλάδα. Έτσι, τηρεί πολιτική ουδετερότητας, που βοηθά τη Γερμανία, που ήθελε στα Βαλκάνια να αποτρέψει τη δημιουργία ενός πολιτικοστρατιωτικού φιλοαγγλικού μετώπου. Αλλά και την Αγγλία εξυπηρετεί η ελληνική ταχτική, αφού προτιμά να μένει η Ελλάδα αμέτοχη κι ουδέτερη τη στιγμή που δεν μπορεί οικονομικά να τη στηρίξει απόλυτα.
Η φασιστική Ιταλία, όμως, του Μουσολίνι δυσανασχετεί, γιατί πάντοτε, μαζί με τη Βουλγαρία, εποφθαλμιούσαν το Αιγαίο. Όταν συνάπτεται γερμανοϊταλική συμμαχία κι ο Χίτλερ δηλώνει πως οι Ιταλοί μπορούν να δρουν στο δικό τους ζωτικό χώρο, ο Μεταξάς, που από τον Απρίλη του 1936 κατέχει μαζί με την πρωθυπουργία και το υπουργείο Εξωτερικών, στρέφεται πιο πολύ στους Άγγλους, για να δημιουργήσει αντίβαρο στον ιταλικό επεκτατισμό.
Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν την Αλβανία στις 7 Απριλίου του 1939. Η Ελλάδα εγκαταλείπει την ουδετερότητα κατά κάποιον τρόπο, αφού πλησιάζει την Αγγλία, με την κίνηση της κυβέρνησης Μεταξά να ειδοποιήσει τη βρετανική κυβέρνηση ότι, αν αληθεύουν οι πληροφορίες για ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας, είναι αποφασισμένη για ένοπλη αντίσταση κατά των Ιταλών και ζητά αγγλική συμπαράσταση. Πράγματι, στις 13/4/1939, οι Αγγλογάλλοι πρόσφεραν στον Έλληνα πρωθυπουργό εγγύηση για βοήθεια στην Ελλάδα, αν δεχόταν η χώρα μας επίθεση από την Ιταλία, η οποία αρχίζει εκφοβισμούς προς την Ελλάδα έκτοτε με αποκορύφωμα όλων τον τορπιλισμό του ελληνικού αντιτορπιλικού «Έλλη» στην Τήνο, το Δεκαπενταύγουστο του 1940.
Με γενικό προσανατολισμό προς όλες τις βαλκανικές χώρες και με ιδιαίτερο στόχο τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων κινήθηκε διπλωματικά στην περιοχή μας η κυβέρνηση Μεταξά, που, όμως, όταν ο ιταλικός επεκτατισμός τη φέρνει με τελεσίγραφο για ανεμπόδιστη ιταλική στρατιωτική διέλευση από το ελληνικό έδαφος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 προ των θυρών πολέμου, εγκαταλείπει την ουδετερότητα και κηρύσσει τον πόλεμο στους Ιταλούς, αρνούμενη το τελεσίγραφό τους. Ο Μεταξάς, δίχως πολλά περιθώρια επιλογών, κατευθύνει το διπλωματικό και πολεμικό αγώνα της Ελλάδας ως το θάνατό του, στις 29/1/1941.
Μετά το θάνατο του Μεταξά, ο βασιλιάς διορίζει νέο πρωθυπουργό για το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» τον Αλέξανδρο Κορυζή, πρώην μεταξικό υπουργό, που αυτοκτονεί, όμως, στις 18 του Απρίλη της ίδιας χρονιάς, καθώς οι Γερμανοί κατεβαίνουν από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Σε κατάσταση πανικού και γενικής αμηχανίας, λίγο πριν μπουν οι Ναζί στην ελληνική πρωτεύουσα, ο Γεώργιος ο 2ος διορίζει νέο πρωθυπουργό τον Κρητικής καταγωγής και βενιζελικής πολιτικής προελεύσεως τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό. Κυβέρνηση και μονάρχης το β` μισό του Απρίλη του 1941 φεύγουν από την Αθήνα, θα μείνουν για λίγο στην Κρήτη και έπειτα εγκαθίστανται στην Αφρική και την Αίγυπτο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» , τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2008.
2. «Στα χρόνια του Βενιζέλου», Επιστημονική επιμέλεια: Ελένη Γαρδίκα Κατσιαδάκη, Ιστορικός, Δ/ντρια ΚΕΙΝΕ Ακαδημίας Αθηνών & επιστημονική σύμβουλος του Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», συνέκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών & Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” και του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης & Θρησκευμάτων.
3. Σ. Λιναρδάτος, «Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1941)», εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1993.
4. Π.Πιπινέλης, Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος ( 1923-1941), Αθήναι 1948.