Λίγο πριν την επέτειο του ελληνικού «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2015, οι Βρετανοί έστειλαν ένα οριακό αλλά ξεκάθαρο «όχι» στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στις γερμανικές εμμονές.
Η ποιοτική διαφορά μεταξύ των δύο «όχι» έγκειται στην πρόθεση των δύο κυβερνήσεων, ελληνικής και βρετανικής, να σεβαστούν το αποτέλεσμα στην πράξη, με τις όποιες συνέπειες ήθελον ακολουθήσει.
Το ερώτημα του δικού μας δημοψηφίσματος ήταν το, αν έπρεπε να γίνει αποδεκτό, το προταθέν σχέδιο συμφωνίας των τριών θεσμών, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που είχε απορριφθεί στις διαπραγματεύσεις από την ελληνική κυβέρνηση με υπουργό Οικονομικών το Γιάνη Βαρουφάκη. Το αντικείμενο της διαφωνίας υπήρξε το είδος των οικονομικών μέτρων τα οποία έπρεπε να πάρει η Ελλάδα για την ολοκλήρωση του προηγούμενου προγράμματος οικονομικής διάσωσης έναντι του ελληνικού χρέους και ένα νέο πακέτο διάσωσης.
Μπορεί η επικράτηση του «όχι» να ήταν μεγάλη και εντυπωσιακή, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Κυβέρνηση Τσίπρα να συμφωνήσει με τους δανειστές τους όρους για ένα τρίτο μνημόνιο με υπουργό Οικονομικών τον Ευκλείδη Τσακαλώτο μετά την παραίτηση Βαρουφάκη, το οποίο όμως είχε απορριφθεί, επί της ουσίας, στο δημοψήφισμα από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την προσφυγή στις κάλπες, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αφού βασικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαχώρισαν τη θέση τους και αποχώρησαν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (βλ Λαφαζάνης, Στρατούλης, Κωνσταντοπούλου, Μητρόπουλος κ.ά. καθώς και ο συνεργαζόμενος Βαρουφάκης) για να «νομιμοποιηθεί» δημοκρατικά η ερμηνεία του «όχι», που δόθηκε από την κυβέρνηση, προκειμένου η χώρα να μείνει εντός Ε.Ε., πάση θυσία.
Και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους το εκλογικό σώμα, ενημερωμένο ή μερικώς ενημερωμένο, νομιμοποίησε με σχετική πλειοψηφία, την κυβερνητική μετάφραση του «όχι» του δημοψηφίσματος, δίνοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διαχειριστεί το 3ο και το 3ο+ μνημόνιο…έστω και με κλάματα.
Ο πόνος και ο θυμός του κόσμου από τα ψηφιζόμενα μέτρα εφαρμογής των, ζητούν βαλβίδες εκτόνωσης. Το Brexit, κατά τη γνώμη μου, αποτέλεσε μια βαλβίδα εκτόνωσης του 61,31% του «όχι» του ελληνικού δημοψηφίσματος χωρίς βαθυστόχαστες αναλύσεις για τις όποιες συνέπειές του, τόσο για τους Βρετανούς όσο και για τους Έλληνες.
Το αποτέλεσμα στη Βρετανία είναι αναμφίβολα ιστορικής σημασίας με σεισμικές συνέπειες για όλη την Ευρώπη, τα δε καταστροφικά σενάρια εκτός Ε.Ε. όπως φάνηκε δεν επηρεάζουν τους λαούς, από τη στιγμή που οι συνέπειες της λιτότητας είναι βαρύτατες και εντός της Ε.Ε.
Εάν η Ε.Ε. επισπεύσει μια ασύμμετρη ολοκλήρωση μεταξύ των ιδρυτικών κρατών της Ένωσης με άξονα τον γαλλο-γερμανικό, τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια την ευημερία των αριθμών αντί των ευρωπαϊκών κοινωνιών στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας-λιτότητας- τότε ο δρόμος των δημοψηφισμάτων ή των ειδικών συνθηκών «κομμένων και ραμμένων στα μέτρα» των αποχωρούντων μελών-κρατών, έχει ανοίξει για τα καλά. Εάν αυτή η επίσπευση στηρίζεται στο φόβο μήπως τελικά ξυπνήσουν οι «σκλάβοι» τότε θα πρέπει να ξέρουν ότι η σκλαβιά είναι πρωτίστως στο μυαλό και μετά στις αλυσίδες (μνημόνια υφεσο-λιτότητας).
Για να σταματήσει η διαφαινόμενη διαδικασία «ξηλώματος» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, χρειάζεται οπωσδήποτε ένα σαφές και συναρπαστικό αφήγημα που να μιλά όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων.
* Ο Γιώργος Ταταράκης είναι πολιτικός μηχανικός Ε.Μ.Π.