To αφιέρωμά μας για τον Αλέκο Παναγούλη και το πέρασμά του από το Ρέθυμνο, συγκίνησε αρκετούς αναγνώστες μας αν κρίνω από τα τηλεφωνήματα που έλαβα.
Και κάποιοι νεότεροι ζήτησαν λεπτομέρειες από την επίσκεψη αυτή εκφράζοντας την απορία για τη σχέση Νίκου Σηφουνάκη και Αλέκου Παναγούλη, που όπως είχαμε γράψει ήρθαν μαζί στο Ρέθυμνο.
Ας πάρουμε λοιπόν από την αρχή τα πράγματα και ας μου συγχωρεθεί η συναισθηματική φόρτιση στη γραφή μου αυτή, αλλά εδώ που φτάσαμε είναι σπουδαίο πράγμα να αναφέρεται κάποιος σε αξίες που ματώνοντας απέκτησαν περγαμηνές που δεν πρόδωσαν ποτέ.
Ο Νίκος Σηφουνάκης, πρώην υπουργός και βουλευτής, για όσους δεν γνωρίζουν, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Γένοβα της Ιταλίας με μετεκπαίδευση στην αναστήλωση μνημείων.
Η σχέση του Νίκου Σηφουνάκη με τη δημοκρατική παράταξη ξεκινά από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φίλος και στενός συνεργάτης του Νικολάου Πλαστήρα.
Στα χρόνια της δικτατορίας δραστηριοποιήθηκε πολιτικά από τις γραμμές της ΕΔΗΝ κοντά στον Αλέκο Παναγούλη. Για την αντιδικτατορική του δράση η χούντα του αφαίρεσε το ελληνικό διαβατήριο.
Με τον Παναγούλη γνωρίστηκαν το 1973. Ήταν τότε που ο Αλέκος είχε αποφυλακιστεί με την αμνηστία που είχε δοθεί και πήγε στην Ιταλία.
Για τους νεότερους και πάλι αξίζει να σημειώσουμε κάποιες λεπτομέρειες ακόμα για τον Αλέκο Παναγούλη.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την επαναφορά της δημοκρατίας και εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος του Γ. Παπαδόπουλου (1967-1973). Λιποτάκτησε από το στράτευμα και ίδρυσε την οργάνωση Εθνική Αντίσταση. Αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης. Εκεί έρχεται σε επαφή με τους πολιτικούς άνδρες του τόπου, όπως ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, με σκοπό να τους ζητήσει να συνδράμουν στην αντίσταση. Επανέρχεται στην Ελλάδα και μαζί με στενούς του συνεργάτες σχεδιάζει την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου την 13η Αυγούστου 1968 κοντά στη Βάρκιζα. Αποτυγχάνει και συλλαμβάνεται. Όπως σημειώνει η Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι αναφέρει τον Α. Παναγούλη ως εξής: Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο.
Μετά από μερόνυχτα συνεχούς βασανισμού, οδηγείται ημιθανής στο νοσοκομείο και κατόπιν δικάζεται από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968 και καταδικάζεται δις εις θάνατον, μαζί με άλλα μέλη της Εθνικής Αντίστασης, στις 17 Νοεμβρίου 1968. Μεταφέρεται στην Αίγινα για την εκτέλεση η οποία όμως ματαιώθηκε χάρη στις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας και αφού προσπάθησαν να πείσουν τον Παναγούλη να υπογράψει για να του δοθεί χάρη. Στις 25 Νοεμβρίου 1968 ο Παναγούλης μεταφέρθηκε από την Αίγινα στις Στρατιωτικές Φυλακές του Μπογιατίου (Σ.Φ.Μ.), όπου και του επιβλήθηκε η “ποινή του εντοιχισμού” όπως λέει ο ίδιος. Από εκεί δραπετεύει στις 5 Ιουνίου 1969, συλλαμβάνεται όμως εκ νέου και οδηγείται προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περιμένει η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Γράφει ποιήματα ως διέξοδο. Συνεχίζει να γράφει ακόμα και όταν του κατάσχουν κάθε γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Ο Α. Παναγούλης σύμφωνα με ορισμένους αρνείται την πρόταση απονομής χάριτος που του προσέφερε η χούντα. Τον Αύγουστο του 1973 – μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης – απελευθερώθηκε βάσει της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γ. Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του. Αυτοεξορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνεχίζει την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργανώνει ομάδες αντίστασης.
Όπως ήταν φυσικό ο νεαρός Νίκος Σηφουνάκης γοητεύτηκε από τον ήρωα αυτό που δεν σταματούσε να μιλά για αγώνες όσο κι αν πονούσε ακόμα το κορμί του από τα βασανιστήρια που υπέστη.
Αλλά και ο Αλέκος έβλεπε στο πρόσωπο του Νίκου ένα μελλοντικό συνοδοιπόρο σε κοινωνικούς αγώνες. Έτσι δέθηκαν με στενή φιλία.
Μέσω του Νίκου έφταναν προσωπικότητες όπως η Οριάννα Φαλάτσι κοντά στον Αλέκο. Εκείνος ήξερε κάθε λεπτό τις διαθέσεις του Παναγούλη που λόγω τραγικών εμπειριών είχε γίνει περισσότερο κυκλοθυμικός.
Το ταξίδι στην Κρήτη το επιδίωκε από καιρό ο Αλέκος. Και δεν ήθελε καλύτερη συντροφιά από το Νίκο Σηφουνάκη.
Μόλις ανέτειλε το 1976 όταν κατάφεραν να εκπληρώσουν το όνειρο.
Πρώτα πήγαν στα Χανιά και φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του μεγάλου επίσης αγωνιστή Γιάννη Κλωνιζάκη.
Στις 2 του Γενάρη φθάνουν στο Ρέθυμνο και πηγαίνουν αμέσως στο σπίτι του Θεοδόση Ευάγγελου Μαμαγκάκη, αδελφού του μεγάλου μας συνθέτη.
Εκεί τους υποδέχεται με θέρμη όλη η οικογένεια, ενώ η κυρία Αλεξάνδρα έχει βάλει τα δυνατά της να τους ευχαριστήσει όλους.
Ο Αλέκος ενθουσιάζεται. Απολαμβάνει μεταξύ άλλων και τις κουτσομούρες που είχε βρει ο οικοδεσπότης για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του.
Το σπίτι πάνω από το φούρνο ιδιοκτησίας τότε του Οδυσσέα Σηφουνάκη πατέρα του Νίκου ήταν στις δόξες του εκείνες τις στιγμές.
Μετά το φαγητό κι αφού ξεκουράστηκαν λίγο, πήγαν στο καφενείο του Ανυφαντάκη όπου συναντήθηκαν με αρκετούς Ρεθεμνιώτες, οι οποίοι και ενθουσιάστηκαν με την απροσδόκητη αυτή επίσκεψη δυο σημαντικών ανθρώπων.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν στου Μαμαγκάκη και την επομένη επισκέφθηκαν το δήμαρχο και φίλους. Το βράδυ διανυκτέρευσαν στο ξενοδοχείο Βαλαρή και την άλλη μέρα έφυγαν για το Ηράκλειο όπου φιλοξενήθηκαν από τον Φοίβο Ιωαννίδη. Η περιοδεία τους τέλειωσε στη Σητεία όπου είχαν αυτή τη φορά τη θερμή φιλοξενία του δημάρχου Νίκου Πετράκη.
Αυτά για την ιστορία, επειδή τώρα που δεν υπάρχει πια ο Λευτέρης Βερυβάκης η μνήμη ηρώων όπως ο Παναγούλης κοντεύει να χαθεί. Και πρέπει να τη διατηρούμε άσβεστη ευκαιρίας δοθείσης.