Όταν το 1848 άρχισε να επικρατεί και να απλώνεται ένας επαναστατικός αναβρασμός στην Ευρώπη, που συνέπεσε με τη καθαίρεση του αυταρχικού και πανίσχυρου Μέττερνιχ, ήταν φυσικό να ξεσηκώσει και την υπόδουλη Κρήτη, η οποία, σημειωτέον, με την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 είχε ήδη πρωτοπορήσει και στείλει ισχυρό μήνυμα στους καταπιεσμένους λαούς της γηραιάς Ηπείρου.
Την εποχή εκείνη ο τότε Γενικός Διοικητής της Κρήτης, Μουσταφά πασάς, σκόρπιζε βία και τρόμο στο πολύπαθο νησί, εξαθλιώνοντας ανελέητα τις ζωές των Χριστιανών, και μόνο όταν τον διαδέχτηκε το 1851 ο Σαλίχ Βαμίχ πασάς η κατάσταση βελτιώθηκε. Στο τέλος μάλιστα του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), ο Σουλτάνος βρέθηκε υποχρεωμένος να εφαρμόσειτη Συνθήκη των Παρισίων (1856) και να εκδώσει ένα φιρμάνι, το Χάττι Χουμαγιούν, το οποίο θα παραχωρούσε στους Χριστιανούς υπηκόους του ορισμένα δικαιώματα, όπως προσωπική ελευθερία, ανεξιθρησκία, σεβασμό περιουσίας, τιμής και άλλα. Όταν όμως το 1858 διορίστηκε διοικητής ο Βελής πασάς, γιος του Μουσταφά, δεν εφάρμοσε τον νόμο και συνέχισε τις μεθόδους βαρβαρότητας και κτηνωδίας του πατέρα του. Αυτό οδήγησε την ίδια χρονιά τους υπερήφανους Κρητικούς στο Κίνημα του Μαυρογένη με 6.000 παλικάρια, ζητώντας από τις Μεγάλες Δυνάμεις την άμεση αντικατάσταση του Βελή πασά. Τελικά, ο αντικαταστάτης του, Σαμή πασάς, έδειξε ότι όχι μόνο σεβάστηκε το περιεχόμενο του φιρμανιού, αλλά και παραχώρησε επιπλέον προνόμια, όπως το δικαίωμα σύστασης δημογεροντιών και οπλοφορίας, που μέχρι τότε απαγορευόταν.
Η κακή έκτοτε εφαρμογή και διαχείριση του περιβόητου Χάττι Χουμαγιούν από τους διαφόρους πασάδες, και προπαντός η παράνομη παρέμβαση του Ισμαήλ πασά στο επίμαχο Μοναστηριακό Ζήτημα, εξόργισε τον Κρητικό λαό. Μεγάλη ήταν και η απογοήτευσή του, όταν στα τέλη του 1864 ορισμένοι αντιπρόσωποί του πήγαν στην Αθήνα να συζητήσουν το θέμα με την Ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη. Ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο οποίος, καίτοι είχε λάβει μέρος το 1841 στην επανάσταση του Χαιρέτη, ως φίλος και στενός συνεργάτης του Γεωργίου Ξενουδάκη, Γραμματέα της επανάστασης, αποθάρρυνε οποιαδήποτε εξέγερση εκείνη τη στιγμή. Όχι, βέβαια, από έλλειψη φιλοπατρίας, αλλά από έλλειψη επαρκούς στρατιωτικής δύναμης της Ελληνικής κυβέρνησης και υπό τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες, για ιδιοτελείς λόγους, προσπαθούσαν ν’ αποτρέψουν κάθε εμπλοκή της Ελλάδας σε πολεμική σύρραξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εν τω μεταξύ δεν έπαυσαν να λειτουργούν υπέρ του Κρητικού Ζητήματος οργανώσεις εκτός Κρήτης, που αποστολή τους ήταν να συγκεντρώνουν και να προμηθεύουν τις επαναστάσεις με όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και φάρμακα, τα οποία μετέφεραν πλοία μαζί με τους τραυματίες. Οργανώσεις, όπως Η Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή στην Αθήνα, την οποίαν διαχειριζόταν ο περιώνυμος εκ Κρήτης Μάρκος Ρενιέρης -νομικός, αρεοπαγίτης, συγγραφέας και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος- έχοντας στο πλευρό του τον μεγάλο οραματιστή της Ένωσης και αργότερα πρώτο Βουλευτή της Κρήτης, τον Σφακιανό ευεργέτη Γεώργιο Ξενουδάκη. Οργανώσεις, όπως Η Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή στη Σύρο, που οργάνωνε την αποστολή των προμηθειών και τις μεταφορές τραυματιών και άλλων πολεμιστών με τα πλοία Αρκάδιον, Ύδρα, Ένωσις, Πανελλήνιο.
Τον Απρίλη του 1866 τριάντα πρόκριτοι των δυτικών επαρχιών συγκεντρώθηκαν στον Ομαλό για μια πρώτη συνέλευση και ένα μήνα μετά, τον Μάη, συνήλθαν στην Αγία Κυριακή οι πληρεξούσιοι όλων των επαρχιών και συνέταξαν τα παρακάτω αιτήματά τους προς τον Σουλτάνο:
– Ανακούφιση από τους υπέρογκους δασμούς και φόρους.
– Τροποποίηση του τρόπου εκλογής των συμβούλων και δημογερόντων.
– Ίδρυση δανειστικής Τράπεζας, όπως προέβλεπε το Χάττι Χουμαγιούν.
– Αναδιοργάνωση των δικαστηρίων.
– Σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας των Κρητικών.
– Εξασφάλιση της πραγματικής ελευθερίας στη πίστη και στη λατρεία της Θρησκείας.
– Άνοιγμα όλων των λιμανιών του νησιού.
– Αποστολή αμερόληπτων προσώπων για την εξέταση των παραπόνων τους.
Η αναφορά των ως άνω αιτημάτων απεστάλη και στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, ζητώντας, ως πρόσθετο αίτημα, τη συμπαράστασή τους για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το αίτημα αυτό, που για πρώτη φορά γίνεται με ένα επίσημο τρόπο από τους Κρητικούς, έδωσε στην Επανάσταση του 1866 εθνικό χαρακτήρα και συνέβαλε στην αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Ελληνικής κυβέρνησης, που έκτοτε τάχθηκε συνειδητά υπέρ της ένωσης. Το αίτημα αυτό απασχόλησε για πρώτη φορά και τους Ευρωπαίους. Η Ρωσία στήριξε διπλωματικά την Επανάσταση, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία, που αποδοκίμαζαν οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο, απέφυγαν να την στηρίξουν.
Μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, δρομολογήθηκε με τη διακήρυξη της 21ης Αυγούστου 1866 η επανάσταση, με αρχηγούς, των Ανατολικών επαρχιών τον Μιχαήλ Κόρακα, Ρεθύμνου τον Πάνο Κορωναίο και Κυδωνίας τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Στο πλευρό τους, ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης, αδελφός του Υπουργού των Εξωτερικών Ελλάδος.
Όταν όμως μετά το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου συγκλονίστηκε ολόκληρη η Ευρώπη και η Αμερική από τον άφατο ηρωισμό και την εθελοθυσία των επαναστατών και των γυναικοπαίδων, έγραψε ο παγκόσμιος Τύπος για το μοναδικό αυτό γεγονός και συζητήθηκε και στο Αμερικανικό Κογκρέσσο, το αδιαπραγμάτευτο ανθρώπινο δικαίωμα της Κρήτης για ελευθερία και για την ένωσή της με την Ελλάδα, της οποίας πάντοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος, έγινε κατανοητό και αποδεκτό και αποτέλεσε την αφετηρία της ένωσής της με τη μητέρα Ελλάδα. Αφού είχε προηγηθεί σειρά αγώνων στο πεδίο της μάχης και της πολιτικής με τον Οργανικό Νόμο του 1868, ο οποίος απέκλειε την Ένωση, που ήταν και το ζητούμενο της επανάστασης του 1866, τη Σύμβαση της Χαλέπας το 1878, τις επαναστάσεις του 1889, του 1896 και 1897, την απόκτηση της αυτονομίας του 1898 και τη κατάργηση της διακυβέρνησης Αρμοστείας, που ακολούθησε. Δηλαδή χρειάστηκαν άλλα 15 χρόνια για να φτάσουμε την 1η Δεκεμβρίου του 1913 στη πολυπόθητη και πολυσήμαντη Ένωση. Γεγονός, του οποίου γιορτάζουμε τα 100 χρόνια σε μια πανέμορφη, πλούσια σε προοπτικές και ακαταμάχητη Κρήτη.
* Ο Φώτης Κωνσταντινίδης είναι
σεναριογράφος-σκηνοθέτης
serapisfilms@hotmail.com