Στις 28 Ιανουαρίου 1919, μετά την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο και την επανάσταση που ακολούθησε (Νοέμβριο 1918), ο Μαξ Βέμπερ έκανε μια διάλεξη με θέμα, «Η πολιτική ως επάγγελμα» στο Πανεπιστήμιο Μονάχου – έπειτα από πρόσκληση της Ομοσπονδίας Ελεύθερων Φοιτητών. Η ομιλία αυτή, όπως συμπληρώθηκε από τον ίδιο και εκδόθηκε σε βιβλίο, αποτελεί έκτοτε ένα κλασσικό, δηλαδή διαχρονικό κείμενο, που μπορεί να προσλαμβάνεται και να ερμηνεύεται με τα κριτήρια της εκάστοτε γενιάς και εποχής. Σύμφωνα με την Ιουλία Μάιερ-Μαρκ, που είχε παρακολουθήσει ως φοιτήτρια τη διάλεξη, ο ομιλητής «έπαιρνε θέση για τις ιδέες του, με πάθος», χωρίς όμως να επιχειρηματολογεί ιδεολογικά, αλλά «προσμετρώντας και συγκρίνοντας πραγματικότητες με πραγματικότητες». Στις κρίσιμες συνθήκες που επικρατούσαν τότε δεν απάντησε, άμεσα, στα ερωτήματα των φοιτητών και φοιτητριών περί του «πρακτέου». Αντίθετα, προσπάθησε να αναλύσει: τι είναι και τι μπορεί να σημαίνει σήμερα η πολιτική – αφενός ως βιοποριστικό επάγγελμα (ή καριέρα) και αφετέρου ως κοινωνική αποστολή – και ποια είναι τα θεσμικά αντίβαρα για να αποτρέπεται η αυτονόμησή της από την κοινωνία, αφού: «όποιος ασχολείται με την πολιτική επιδιώκει εξουσία, είτε στην υπηρεσία άλλων στόχων – που μπορεί να είναι ιδεαλιστικοί ή εγωιστικοί – είτε την εξουσία για χάρη της εξουσίας». Με την ανάλυσή του αυτή ήθελε να βοηθήσει τους ακροατές του να τοποθετηθούν, οι ίδιοι, πολιτικά στους έκρυθμους εκείνους καιρούς – οι οποίοι προδιαγράφουν και το «στίγμα» της ομιλίας.
Με την επανάσταση είχε μεν καταργηθεί η μοναρχία, όμως οι παλιές δομές δεν είχαν αλλάξει. Δεν υπήρχε ομοφωνία, αν το νέο πολίτευμα του Ράιχ θα είναι μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως ήθελε π.χ. το «πλειοψηφούν σοσιαλδημοκρατικό κόμμα», ή μια σοσιαλιστική δημοκρατία «σοβιετικής κοπής» (με κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας και κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος) – όπως επεδίωκε η οργάνωση Σπάρτακος και το μόλις ιδρυθέν κομμουνιστικό κόμμα. Τα Συμβούλια εργατών και στρατιωτών που ιδρύθηκαν μετά την επανάσταση χρησιμοποιούσαν μεν την γλώσσα του μαρξιστικού εργατικού κινήματος (το οποίο ήταν από την αρχή αντίθετο στον πόλεμο), ωστόσο μέχρι την άνοιξη του 1919 μόνο μια μειοψηφία των Συμβουλίων ακολουθούσε σοβιετικά πρότυπα και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού δεν ήθελε σοβιετικά πειράματα. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τις αιματηρές εμφυλιοπολεμικές ταραχές του 1919 το κομμουνιστικό κόμμα που προήλθε από τους Σπαρτακιστές έλαβε 2,5% των ψήφων στις εκλογές Ιουνίου του 1920. Ακόμη και η πλειοψηφία των «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών, που ως πιο ριζοσπάστες είχαν αποσχιστεί από τους σοσιαλδημοκράτες «της πλειοψηφίας», δεν είχε καμιά συμπάθεια για ένα γερμανικό κράτος σοβιετικής κοπής.
Μπροστά στα παραπάνω διλήμματα, ο Βέμπερ ήταν εναντίον των κοινωνικοποιήσεων της βιομηχανίας και υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με ισχυρό πρόεδρο, εκλεγμένο άμεσα από το λαό: «Τι θα γινόταν, άραγε», σύμφωνα με τον ίδιο, «αν σε ένα υπουργικό συμβούλιο υπήρχε (…) ένας σοσιαλιστής υπουργός οικονομίας – χωρίς την εξουσία ενός υψηλότερα ιστάμενου προέδρου της Δημοκρατίας»; Βέβαια, ένα χρόνο πιο πριν, ο Βέμπερ παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον τη ρωσική επανάσταση, θεωρώντας πως: «αν θα είχε επιτυχία εκείνο το πείραμα, και διαπιστώναμε ότι είναι δυνατή η δημιουργία κουλτούρας στο έδαφος αυτό, τότε θα οδηγούμασταν σε μιαν εσωτερική μεταστροφή»! Τελικά, οι μετεπαναστατικές εξελίξεις που μεσολάβησαν στη Ρωσία ήσαν απογοητευτικές για τα πραγματολογικά κριτήρια του Βέμπερ. Για λόγους τακτικής δεν απέκλειε μερικές κοινωνικοποιήσεις, ώστε να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ωστόσο δεν έπαυε να θεωρεί την κοινωνικοποίηση καταστροφική για την οικονομία και την απασχόληση και εντελώς αποτρεπτική για τον δανεισμό κεφαλαίων από το εξωτερικό. Σύμφωνα και με έναν «ανεξάρτητο σοσιαλδημοκράτη» (της δεξιάς πτέρυγας), η πεποίθηση της προλεταριακής αριστεράς πως η Γερμανία θα μπορούσε να μιμηθεί το ρωσικό πρότυπο αποτελεί «τραγική άγνοια των οικονομικών και πολιτικών δυνατοτήτων. Η αγροτική Ρωσία, όπου μόνο το ένα δέκατο του λαού ζει από τη βιομηχανία, μπορούσε να αντέξει ακόμη και μια παράλυση και διακοπή της βιομηχανικής της παραγωγής, για ορισμένο διάστημα, χωρίς να επέλθει καταστροφή. Στη Γερμανία όμως ζούσαν τα δύο τρίτα του λαού από τη βιομηχανία και το εμπόριο: από πού λοιπόν θα εξοικονομούσαν τα απαραίτητα για τη ζωή τους; πού θα έπρεπε να μείνουν αυτά τα 40 εκατομμύρια, αν μια (…) σοσιαλιστικοποίηση της παραγωγής θα είχε οδηγήσει σε ακινησία ολόκληρη τη βιομηχανία;»
Ο Βέμπερ έβλεπε την κοσμοθεώρηση και την συναφή ιδεολογία κάθε πολίτη ως ένα είδος χρήσιμης πυξίδας, γνώριζε ωστόσο πως οι πολιτικές εξελίξεις διαμορφώνονται, τελικά, όχι τόσο από τα αρχικά ιδεολογικά οράματα και τα ρητορικά συνθήματα, όσο από τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή τους. Από τη σκοπιά αυτή γράφει: «Δεν βλέπουμε λοιπόν ότι οι μπολσεβίκοι και οι σπαρτακιστές ιδεολόγοι, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούν αυτά τα μέσα της πολιτικής, γ’ αυτό και επιφέρουν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα όπως ο οποιοσδήποτε στρατιωτικός δικτάτορας; (…). Πού διαφοροποιείται λοιπόν η πολεμική των πλείστων εκπροσώπων της δήθεν νέας ηθικής από την οποιαδήποτε πολεμική άλλων δημαγωγών; Βέβαια, εδώ μπορεί να ειπωθεί ότι η διαφορά έγκειται στην ευγενή πρόθεση! Καλώς. Ωστόσο εδώ μιλάμε για τα μέσα. Εξάλλου και οι αντίπαλοι που πολεμούμε», από τη δική τους οπτική γωνία «την ίδια αξίωση προβάλλουν». Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές η ηθική χρησιμοποιείται, σύμφωνα με τον ομιλητή, «ως μέσον για να δείξουμε ότι έχουμε δίκιο» και αυτό αποτελεί ό,τι «πιο κακόβουλο και άθλιο» στην πολιτική: αφού η ηθική περιορίζεται έτσι, υποκριτικά, μόνο στις υποτιθέμενες ηθικές πεποιθήσεις ή προθέσεις, χωρίς να υπολογίζεται η ηθική ευθύνη για τα πραγματικά αποτελέσματα.
Για να έρθουμε στα δικά μας, κάτι παρόμοιο αντιμετωπίζουμε κι εμείς: Στο πολιτικό παιγνίδι επιδιώκεται, κατά κανόνα, η εξουσία για χάρη της εξουσίας. Και ενώ χρησιμοποιούνται κυνικά οι πιο παλαιοκομματικές και πελατειακές πρακτικές, γίνεται προσπάθεια αποπροσανατολισμού με, διχαστικές, «δεξιές» ή «αριστερές» ταμπέλες! Λίγοι καταλαβαίνουν ότι το «πού πηγαίνεις στην πολιτική» δεν κρίνεται από τα συνθήματα, αλλά από τα μέσα που χρησιμοποιείς! «Δάσκαλε που δίδασκες …», όπως λέμε. Γι’ αυτό και μπορεί να «πεθαίνουν οι δημοκρατίες» «μέσα από την κάλπη», σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο των St. Levinsky και D. Ziblatt.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Κρήτης