Η παρουσία των Ρώσων στο Ρέθυμνο αξιολογείται από πολλά σημαντικά γεγονότα. Είναι αυτά που απασχολούν τους ιστορικούς και προέρχονται από επίσημες ιστορικές πηγές.
Είναι όμως και κάποιες ιστορίες απλές κι ανθρώπινες που δείχνουν μια άλλη όψη και υπογραμμίζουν τη βαθειά σχέση των Ρεθεμνιωτών με τους Ρώσους.
Η πρώτη εμφάνιση του λαού αυτού στην πόλη μας σχετίζεται με την παρουσία του ως προστάτιδας δύναμης.
Κι όπως καταθέτουν ειδικοί επιστημονικοί ερευνητές αν το Ρέθυμνο γνώρισε σημαντική οικονομική άνθιση την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα αυτό οφείλεται, κυρίως, στην παρουσία δυόμιση χιλιάδων ομόδοξων Ρώσων, που ορίστηκαν ως εγγυήτρια δύναμη τήρησης της τάξης στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θεόδωρο ντε Χιοστάκ, άνδρα ικανό και φιλέλληνα.
Σημαντικά έργα ευποιίας
Η παρουσία αυτή συνδυάστηκε με σημαντικά έργα ευποιίας φιλανθρωπίας και επωφελούς κοινωνικής δράσης.. Κτίζουν το Τσάρειο Νοσοκομείο (εγκαίνια Μάιο 1899), το επισκοπείο, ενώ συμμετέχουν ενεργά στα έξοδα ανέγερσης του καμπαναριού του μητροπολιτικού ναού, με την κάλυψη της δαπάνης του χυτηρίου των οκτώ κωδώνων του, από τα έσοδα του γραμματόσημου της Κατοχής, τα οποία παραχώρησε στην Ενοριακή Επιτροπεία ο Ρώσος Διοικητής Θεόδωρος ντε Χιοστάκ. Επισκευάζουν, ακόμα, το Διοικητήριο, τη γέφυρα του Πλατανιά και πολλούς δρόμους της πόλεως (κάνοντάς τους λιθόστρωση), ενώ ο Ρώσος υπολοχαγός Μ. Ρουτσόφσκι φτιάχνει τοπογραφικό της πόλεως και αργότερα, περί το 1900, τυπώνεται και σχετικός χάρτης για τον προσανατολισμό των Ρώσων στρατιωτικών στη νέα τους πατρίδα, το Ρέθυμνο. Τότε ονοματοθετούνται και οι δρόμοι της πόλης για πρώτη φορά. Κάνουν, ακόμη, αντιπλημμυρικά έργα στο Καμαράκι, απαλλοτριώνουν μερικά σπίτια ανατολικά της πόλεως και γκρεμίζουν την εκεί καστρόπορτα (Άμμος Πόρτα), για να ανοιχτεί και να αναπνεύσει η πόλη προς τα Περιβόλια, ενώ έφτιαξαν και χορωδίες και έψαλλαν στην εκκλησία τις Κυριακές (και τη Μεγαλοβδομάδα τα εγκώμια) και μάλιστα στην Αγία Βαρβάρα, που τους είχε παραχωρηθεί από την Εκκλησία τού Ρεθύμνου για τις θρησκευτικές τους ανάγκες.
Αναγνώριση και ευγνωμοσύνη
Τα έργα ευποιίας των Ρώσων προς την πόλη του Ρεθύμνου φαίνεται να αναγνωρίστηκαν ευρέως από την κοινή συνείδηση των Ρεθεμνιωτών. Δείγματα της αναγνώρισης αυτής βρίσκουμε στην ειδησεογραφία εφημερίδων της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στην εφημερίδα «Αναγέννησις» της 6/10/1900, όπου, σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης, προτείνεται να τοποθετηθεί επιγραφή στο ανακαινισμένο με δαπάνη του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β’ επισκοπικό μέγαρο, στην οποία «χρυσοίς γράμμασιν» και με τα σύμβολα του ρωσικού στέμματος να αναγραφεί: «Δαπάνη Τσάρου Νικολάου του Β’».
Οι Ρώσοι έδιναν και χρώμα στην κοσμική ζωή με τις περίφημες χοροεσπερίδες που έδιναν στη λέσχη τους.
Ήταν φυσικό λοιπόν στην αναχώρησή τους να συγκεντρωθεί κόσμος στο λιμάνι με τη φιλαρμονική του δήμου μάλιστα για να τους αποχαιρετήσει. Δυστυχώς όμως το πλοίο που θα περίμενε αρόδο άργησε πολύ. Κι έτσι απογοητευμένοι αποχώρησαν οι συγκεντρωθέντες ανίσχυροι πια να αντιμετωπίσουν με γενναιότητα το νυκτερινό αγιάζι που τους περόνιαζε ως το κόκκαλο.
Ένας μεγάλος έρωτας
Κάποιοι από αυτούς μπορεί να έφυγαν αλλά άφησαν την καρδιά τους πίσω. Όπως ο μηχανικός Ιωσήφ Κοβάλσκυ ερωτευμένος σφόδρα με την πανέμορφη και ταλαντούχα Μελπομένη Μουσούρου. Τελικά το ζευγάρι κατάφερε να παντρευτεί (έχουμε αναφερθεί σχετικά σε προηγούμενα σημειώματα για τους μεγάλους έρωτες) και μάλιστα έζησαν μαζί μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος από γερατειά.
Το σπίτι τους ήταν στην οδό Επιμ. Μαρούλη, μεσοτοιχία με την οικία Βογιατζάκη από τα ελάχιστα σπίτια που γλίτωσαν από τις «ευκαιρίες» που εξαφάνισαν πανέμορφα αρχοντικά.
Στη φρίκη της ναζιστικής κατοχής
Πέρασαν τα χρόνια και πολλές φορές γινόταν αναφορά στους Ρώσους. Θετικά τα σχόλια για τις προσφορές τους, πικρόχολα για τις τιμωρίες που είχαν επιβάλει στους αντικαθεστωτικούς καίγοντας τα σπίτια τους όπως συνέβη στον Πρινέ Μυλοποτάμου.
Κανένας δεν περίμενε να τους ξαναδεί. Κι όμως το ‘φερε η τύχη κάτω από τραγικές συνθήκες να βρεθούν και πάλι Ρώσοι στο Ρέθυμνο.
Ήταν στα τέλη του 1942 όταν έφεραν οι Γερμανοί στην πόλη μας 80-100 αιχμαλώτους από το ανατολικό μέτωπο. Κάποιους έστειλαν στην Αγία Γαλήνη κι άλλους κράτησαν στη πόλη όπου οι άτυχοι αιχμάλωτοι έζησαν κάτω από απερίγραπτες συνθήκες.
Το πέρασμά τους κάθε φορά από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με τους δεσμώτες τους να τους επιτηρούν πάνοπλοι, δημιουργούσε μια εφιαλτική εικόνα ρακένδυτων και αφάνταστα πεινασμένων ανθρώπων που τα ένστολα ναζιστικά κτήνη οδηγούσαν με συνεχείς απειλές στις τοποθεσίες που εκτελούσαν έργα.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει ότι την άνοιξη του 1943 οι Γερμανοί υποχρέωναν Ρώσους κρατούμενους σε πεζοπορία 12 χιλιομέτρων, μέχρι του Σταυρωμένου, όπου άνοιγαν με σκαπέτια και καροτσάκια, αντιαρματικές τάφρους βαθιές και φαρδιές.
Αναφέρει και ο Μανόλης Κούνουπας μεταξύ άλλων σε ιδιόγραφες αναμνήσεις που μας είχε αφήσει με πολύτιμα στοιχεία για τις έρευνές μας:
«Συγκλονιστική εικόνα, αλλά και αποκρουστική, εφιαλτική και αλησμόνητη οι στρατιές των εξαθλιωμένων, ρακένδυτων, λιμοκτονούντων Ρώσων αιχμαλώτων που είχαν καταντήσει θλιβερά σκέλεθρα. Μια φρικιαστική παρέλαση ανθρώπων φαντασμάτων παρακολουθούσαν ακούσια οι Ρεθεμνιώτες. Δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας σκελετωμένους ανθρώπους να ορμούν σε ένα σωρό πεταμένα πορτοκαλόφλουδα προσπαθώντας κάτι ν’ αρπάξουν από αυτά…».
Ο κ. Βασίλης Παπαβασιλείου ήταν τότε μαθητής. Θυμάται όμως ότι περνώντας με συμμαθητές του από το χώρο που τους συγκέντρωναν οι Γερμανοί, είχαν συνήθεια ανθρωπιάς, να πετούν στους αιχμαλώτους, ότι είχαν κρατήσει από το λιγοστό τους και ταπεινό κολατσό. Κυρίως χαρούπια που τα άρπαζαν με λαχτάρα στον αέρα οι καημένοι οι κρατούμενοι και τα έκαναν μια «χαψιά».
Μια πράξη ανθρωπιάς
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει σχετικά ότι συγκινητική ήταν μια χειρονομία ανθρωπιάς κάποιου Πετρακομανώλη από την Βιράν Επισκοπή.
Δεν είχε τίποτα άλλο από χαρούπια. Τα φόρτωνε στο κάρο του σε τακτικά διαστήματα, κι όταν πλησίαζε τους αιχμαλώτους έσκιζε με τρόπο τα τσουβάλια, ώστε να πέφτουν τα χαρούπια στο δρόμο, για να τα μαζέψουν οι πεινασμένοι Ρώσοι. Έτσι δεν κινδύνευε ο πονόψυχος Ρεθεμνιώτης, από τους λυσσασμένους Γερμανούς που τιμωρούσαν οδυνηρά, όσους εντόπιζαν να δίνουν φαγητό στους δυστυχισμένους αιχμαλώτους.
Επικίνδυνη αποστολή με οδυνηρό επίλογο
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στα χειρόγραφα του Μανόλη Κούνουπα.
«Ένα μέρος, απροσδιορίστου αριθμού εξ αυτών κατέλυσε στο οικόπεδο της πλατείας Άγνωστου Στρατιώτη.
Σε κείνο το οικόπεδο τους υποχρέωναν οι Γερμανοί παρά το οικτρό τους χάλι να σκάβουν ορύγματα. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλη ομάδα Ρώσων αιχμαλώτων που βρισκόταν στα άλλοτε οικόπεδα πριν ή μετά την οδό Θεοτοκοπούλου. Θυμάμαι ότι πολλοί από αυτούς ακούστηκε ότι πέθαναν.
Την επομένη η οργάνωση (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) μας προέτρεψε να μεριμνήσουμε για μια κατά το δυνατόν εφικτή τροφοδοσία τους.
Αφού εφοδιαστήκαμε με κοφίνια γεμάτα πορτοκάλια και καρβέλια ψωμί, τρέξαμε πασίχαροι με την ελπίδα ότι οι Γερμανοί θα μας επέτρεπαν να τα δώσουμε. Μόνο ένας από μας φαινόταν επιφυλακτικός. Εξέφραζε φόβο ότι οι φρουροί δεν θα μας άφηναν ούτε να σιμώσουμε. Κάποιος τότε πρότεινε να τους πετάμε τα τρόφιμα από μια λογική απόσταση, έτσι που θα κάναμε το καθήκον μας με λιγότερες συνέπειες.
Έτσι κι έγινε. Είναι απερίγραπτος ο τρόπος που δέχτηκαν οι αιχμάλωτοι την προσφορά μας. Πανηγύριζαν έξαλλοι από χαρά και δεν ήξεραν με ποιο τρόπο να μας εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους. Οι Γερμανοί αφηνίασαν, Εξαγριώθηκαν και μας κυνήγησαν άμεσα. Απ’ όλους που έβαλαν φτερά στα πόδια εμένα πρόλαβαν και με κλωτσούσαν απάνθρωπα. Στάθηκα άτυχος. Το μακρύ μου παλτό με εμπόδιζε να τρέξω και να προλάβω να απομακρυνθώ. Έτσι οι κλωτσιές τους μου άφησαν ανελέητα οδυνηρούς μώλωπες στα οπίσθια.
Παρ’ όλα αυτά το ευχάριστο είναι ότι γλιτώσαμε τα χειρότερα…».
Αποδράσεις απελπισίας
Οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης ώθησαν πολλούς αιχμαλώτους να δραπετεύσουν και το κατάφεραν χάρις στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης θυμόταν έξι Ρώσους αντάρτες με τον ΕΛΑΣ τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 1944, όταν είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή Πηγής, Μέσης, Αγίου Δημητρίου. Ο Στάνλευ Μος, του οποίου η μάνα ήταν Ρωσίδα είχε στην ομάδα του Ρώσους κι ένας ο Βάνιας σκοτώθηκε στο σαμποτάζ της Δαμάστας.
Στην ομάδα απαγωγής του Κράιπε πριν την επιχείρηση ήταν κοντά στον Λη Φέρμορ οι Ρώσοι Ιβάν και Βασίλης.
Ο Στρατής Δημητρακάκης του ΕΛΑΣ Αμαρίου παρέλαβε έξι Ρώσους από το Χρωμοναστήρι, όπου τους είχαν οδηγήσει ΕΑΜιτες από το στρατόπεδό τους στου Κόρακα την Καμάρα και τους πήγε στις Αραβάνες.
Ο περίφημος Βλαδίμηρος
Από τις θρυλικές μορφές των Ρώσων αιχμαλώτων που είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν ήταν ο περίφημος Βλαδίμηρος που φερόταν ως αρχηγός των άλλων. Έλαβε μέρος σε πολλές ενέδρες με τον ΕΛΑΣ και εκτελέσεις προδοτών.
Αναφέρεται από τον Αλέκο Μαθιουδάκη σε παράτολμες επιχειρήσεις ανταρτών όπου και διακρινόταν για την γενναιότητά του. Σε αρκετές αναφορές περιγράφεται σαν ένας ψηλός και γιγαντόσωμος άνδρας με μεγάλη μυϊκή δύναμη και απαράμιλλο θάρρος.
Ο Βλαδίμηρος εμφανίζεται και στα γεγονότα του Ιανουαρίου 1945. Ο Μανόλης Κούνουπας που μας έχει δώσει αναλυτική περιγραφή των γεγονότων αναφέρεται και στο Βλαδίμηρο. Τον θυμάται στην πιο κρίσιμη φάση των γεγονότων εκεί στα γραφεία διοίκησης της ΕΠΟΝ.
Είχε πάει εκεί με κάποιους συμπατριώτες του με τους οποίους είχε προσφέρει υπηρεσίες στην Αντίσταση της Κρήτης.
Ήταν όλοι άοπλοι γιατί δεν είχαν διάθεση να πάρουν μέρος στα γεγονότα.
Την ώρα που έφθασε στο γραφείο ο Κούνουπας, ο Βλαδίμηρος ζητούσε από το Σκουλά να τους επιτρέψει να φύγουν. Όπως του εξηγούσε, είχαν κάνει το χρέος τους πολεμώντας τον κοινό εχθρό. Τώρα δεν είχαν καμιά διάθεση να αναμειχθούν σε εμφύλιες διενέξεις. Επιθυμία τους ήταν να επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στην πατρίδα τους.
Ο Μανόλης Κούνουπας θυμάται τις φωνές του Σκουλά που έβριζε σχεδόν το Βλαδίμηρο θεωρώντας προδοσία την απόφασή του να μείνει με τους συντρόφους του εκτός των εμφύλιων εχθροπραξιών.
Σε άλλη ιστορική πηγή αναφέρεται κάποιος «τεράστιος» Κοζάκος που είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο των Ρώσων στην Αγία Γαλήνη και είχε ενταχθεί στη δύναμη του καπετάν Μπαντουβά.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του για την Αντίσταση συμπεριλαμβάνει και μια διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή Κρήτης Παπαδάκη(5/11/44), να μην αντιμετωπίζονται οι Ρώσοι ως αιχμάλωτοι και να μεταφέρονται στη Μέση Ανατολή απ’ όπου θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Όσοι τα κατάφεραν θα είχαν πολλά να πουν στους δικούς τους. Κυρίως όμως θα είχαν πολλά να θυμηθούν από τους φιλόξενους Ρεθεμνιώτες που εφεύρισκαν μύριους τρόπους για να τους πετάξουν, αν και τόσο στερημένοι κι αυτοί, έστω κάτι φαγώσιμο ας ήταν και χαρούπι για να διασκεδάσουν κάπως την αφόρητη πείνα τους.
Έτσι ήταν πάντα αυτός ο λαός του Ρεθύμνου. Φιλόξενος τόσο που να μοιράζει και τη μπουκιά του ακόμα για να τη δώσει σε κάποιον που ίσως την είχε περισσότερο ανάγκη.
ΠΗΓΕΣ: Μάρκου Πολιουδάκη: «Η Εθνική Αντίσταση» (Οι Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου -σ.383-385)
Μανόλη Κούνουπα: Μαρτυρίες σε ιδιόγραφες αναμνήσεις από τα γεγονότα της Κατοχής και της Αντίστασης
Δημοσιεύματα τοπικού τύπου επί Κρητικής Πολιτείας για την αναχώρηση των Ρώσων στρατιωτών
Άγονη γραμμή: «Έργα ευποιίας των Ρώσων επί κρητικής πολιτείας στο Ρέθυμνο»