Θάλασσα που τα γαλανά
νερά σου, είναι καθρέφτης!
Νεράιδες καθρεφτίζονται,
θεές, όπως η Θέτις!
Εκεί ’χε το παλάτι της
κι’ έβγαινε με καμάρι!
Τον Αχιλλέα ν’ αφουγκραστεί,
της Τροίας παλικάρι!
Ο Ποσειδώνας ο θεός,
αυτός την κυριεύει!!
Κι’ όταν χτυπά την τρίαινα,
η θάλασσα αγριεύει!
Και δεν αφήνει για να δει,
Ιθάκη την πατρίδα!
Ο Οδυσσέας ο ήρωας,
παλεύει με το κύμα!
Γιατί την τρίαινα χτυπά,
εκδίκηση να πάρει!
Τύφλωσε τον Πολύφημο,
το γιο του, το καμάρι!
Μα η Λευκοθέα, η θεά,
τον Οδυσσέα βλέπει!
Και δέκα χρόνια ναυαγό,
εκείνη τον-ε σκέπει!
Μαγικό «μαγνάδι» του ’δωσε,
που η θάλασσα τον δέρνει!
Και στων Φαιάκων το νησί,
εκείνη τον-ε φέρνει!
Η Αφροδίτη στον αφρό,
βγαίνει να ξαποστάσει!
Λούζεται μες στα κύματα,
να παίξει, να γελάσει!
Και η γοργόνα του γιαλού,
εκεί ’χε το παλάτι!
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»,
ρωτά και πάλι εχάθη!
Και σαν αλλάξει η βουλή,
πως ζει και βασιλεύει!
Ο κόσμος όλος χαίρεται,
θάλασσα γαληνεύει!
Πότε με πέπλο σκοτεινό,
αγριεύεις και θεριεύεις!
Πότε γαλάζιο το φορείς
και τις καρδιές μαγεύεις!
Θάλασσα «σπίτι των θεών»,
έμπνευσες τους αρχαίους!
Ζωγράφους μα και ποιητές,
εμπνέεις και τους νέους!
Θάλασσα «σπίτι των θεών»,
θεού το μεγαλείο!
Δίνεις το χρώμα τ’ ουρανού
και παίρνεις από εκείνον!