Η σκηνοθετική άποψη της Μαρίας Σακαδάκη-Σακαράκη, αντέχει και τις πλέον παράτολμες απόπειρες επί σκηνής. Το έχει αποδείξει άπειρες φορές αν και στο «Επικίνδυνο παιχνίδι» ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Στη φιλόξενη αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου, μας περίμενε ένα παράξενο σκηνικό. Μια διάταξη που μετέφερε το δρώμενο στην πλατεία χωρίς να ξενίσει το κοινό. Η σκηνή ήταν όλη η αίθουσα και η άνεση των ηθοποιών μετέφερε στο θεατή την αίσθηση της μέθεξης σε μια θεατρική μυσταγωγία.
Αυτή ήταν η μία από τις προκλήσεις που έδωσε στη Μαρία Σακαδάκη την ευκαιρία να επιδείξει το εφευρετικό της πνεύμα. Και να τολμήσει μια καινοτομία που ξάφνιασε και θεωρούμε ότι ανοίγει δρόμους για μελλοντικές προσπάθειες σε χώρο που δεν εξυπηρετεί απόλυτα τη σκηνική δράση.
Η άλλη πρόκληση ήταν το ίδιο το έργο που είναι γεμάτο σκοπέλους για τους ερμηνευτές. Το παραδέχτηκε και ο συγγραφέας του Μανόλης Κορρές στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο πριν από 26 περίπου χρόνια στη Νέα Σκηνή του Εθνικού με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Έξαρχο. «Αν δεν υπάρξει στιβαρή σκηνοθεσία και υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών που ν’ αντέχουν στα δύσκολα, το κοινό θα υποστεί ή μια φτηνή φάρσα ή ένα απελπιστικό μελό».
Και στο έργο του αυτό ο Μανόλης Κορρές τήρησε την τακτική της καταγγελίας σε μορφή ρεπορτάζ. Όπως σε όλα του τα έργα που έχουν μια ροπή αυστηρής κριτικής των θεσμών, που δεν μπορεί κανένας να εγκαλέσει για μεροληψία.
Αν όμως ίσχυαν αυτά τότε που γράφτηκε το έργο, τι μπορεί να είναι σήμερα για τον ηθοποιό η ενσάρκωση των χαρακτήρων του έργου.
Γιατί έχουν αλλάξει τόσα πολλά κι ας είναι παρόμοια τα προβλήματα. Άλλαξε η νοοτροπία, η γλώσσα, η συμπεριφορά στην οικογένεια. Φαντάζεστε λοιπόν πόσα κότσια χρειαζόταν η προσπάθεια των ανθρώπων που αποζημιώσαμε στο τέλος με ένα θερμότατο χειροκρότημα. Και τι δύναμη ψυχής απαιτούσε η αντιμετώπιση μιας ακόμα δυσκολίας που χαρακτηρίζει το έργο και είναι η διάρκεια.
Να όμως που τα υπέροχα μέλη της θεατρικής συντροφιάς του Λυκείου μας κατάφεραν να υπερνικήσουν κι αυτό το εμπόδιο με εκρηκτικές ερμηνείες.
Η Μαρία Κιαγιά που από μαθήτρια ήταν το παιδί με τις πολλές δυνατότητες σε διάφορους τομείς δράσης, ήξερε πότε να γίνει η υστερική μανούλα και πότε να επιτρέψει στον εαυτό της την αυτοκριτική χωρίς να ξεφύγει από την πορεία που χάραζε ο συγγραφέας για το δικό της ρόλο.
Αξεπέραστος ο Μανόλης Στεφανάκης με εκφραστικές ικανότητες που μας εντυπωσίασαν, μεταπηδούσε με χάρη από τον βαριεστημένο σύζυγο στον απαιτητικό πατέρα που αγωνιούσε για το μέλλον του μόχθου του αρκεί βέβαια να μην απειλούσε κανένας το πορτοφόλι του. Κι ήταν επίσης απολαυστικός στις στιγμές του στυγνού εργοδότη, που ήξερε όμως να κλέβει «μια του χάρου» με την γοητευτική του γραμματέα.
Ο Γιάννης Μπλέτας ήταν ένας χείμαρρος υποκριτικής τεχνικής που μας κατέπληξε. Ποδηγετούσε το συναίσθημα του κοινού του με μια μαεστρία μοναδική. Κι ήταν ο εαυτός του μέχρι το τέλος χωρίς να έχει δανειστεί τίποτα από το ύφος και την τεχνική επαγγελματιών του χώρου.
Το ίδιο και η Μαρία Τσερκέζη που υποδυόταν την κόρη του ζεύγους Μπερσή. Πανέμορφη, μπριόζα, εξαιρετικά ταλαντούχα, μεταμορφωνόταν χωρίς να ξενίζει το θεατή κι ήταν χαριτωμένη το ίδιο και σαν νέα του καιρού μας αλλά και σαν «συνεσταλμένη κορασίς».
Η γιαγιά με το Αλτσχάιμερ, κατά κόσμον Αμαλία Ανδρουλιδάκη ήταν μια από τις σπαρταριστές στιγμές του έργου και παρά τις σύντομες εμφανίσεις της, «έγραψε» με το ρόλο της.
Πανέμορφη η Θάλεια Πελαντάκη, κράτησε το μικρό ρόλο της γραμματέως με κέφι και ζωντάνια δικαιολογώντας το πάθος του «αφεντικού». Όσο για τον πατέρα της τον Μάρκο Πελαντάκη, αυτή τη φορά έκανε ένα απλό πέρασμα επί σκηνής, σαν ένας από τους θαυμαστές της μητέρας. Αλλά ο Μάρκος και μια ατάκα να πει δείχνει αμέσως την πολύτιμη εμπειρία του στη σκηνή, όποιο ρόλο κι αν υποδύεται.
Τώρα τι να πω για τον Γιάννη Χατζηβασιλείου-Κατράκη. Πήρε το ρόλο του δουλοπρεπέστατου προσωπάρχη και τον απογείωσε σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Που έκρυβε αλήθεια τόσα στοιχεία μέσα του και πώς κατάφερε να συμπράττουν τόσο αρμονικά στη σκηνική του παρουσία, φωνή και κίνηση και στυλ και έκφραση.
Ο άνθρωπος διαθέτει μια κωμική φλέβα σπανιότατη, αντιπροσωπεύοντας επάξια ένα είδος τόσο δύσκολο και μάλιστα στις μέρες μας που οι κωμικοί που αφήνουν εποχή έγιναν είδος προς εξαφάνιση.
Ήταν όλοι τους υπέροχοι. Και πως μπορούσε να συμβεί το αντίθετο όταν το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου και με το νέο του προεδρείο συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία ανεβάζοντας όλο και ψηλότερα τον πήχη. Μια Φέφη Βαλαρή με τόσο λαμπρή πορεία στο καλλιτεχνικό μας γίγνεσθαι δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο ποιοτικό.
Αναρωτιόμουν, καθώς περπατούσα μαγεμένη από την παράσταση τι περισσότερο μπορεί να δώσει μια επαγγελματική δουλειά, από αυτό που μόλις παρακολούθησα. Κι όπως έφερα στο νου τις ερμηνείες από το «Επικίνδυνο παιχνίδι», που θα θυμάμαι για καιρό, έστειλα ακόμα ένα χαιρετισμό καρδιάς στη Μαρία Σακαδάκη Σακαράκη και στους άξιους συνεργάτες της, που μας πρόσφεραν μια συγκλονιστική παράσταση, με τον πλούτο των αισθημάτων που διαθέτουν και το τεράστιο ταλέντο τους.