Η ιστορία που θα διηγηθώ είναι μια αληθινή ιστορία. Βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχειακές πηγές και περιγράφει πραγματικά γεγονότα τα οποία διαδραματίζονται στην Κρήτη, στα μισά του 16ου αιώνα. Για εμάς τους Κρητικούς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η περίοδος της Βενετοκρατίας για την οποία τόσα λίγα γνωρίζουμε.
Έγερνε ο ήλιος στη δύση, και το σκοτάδι έπεφτε στους Κάτω Αστρακούς. Ήταν το έτος 1555, στους Κάτω Αστρακούς της Πεδιάδος Ηρακλείου, όχι μακριά απ’ το σιδηρόφρακτο κάστρο του Χάνδακα, όταν ο κραταιός άρχοντας και φεουδάρχης της εποχής εκείνης Ανδρέας Καλλέργης, καθισμένος στην αυλή του ονειρεύεται ξυπνητός κι αναστοράται τα χρόνια τα παλιά.
Τα χωράφια του εκτεινόταν ατελείωτα στη γύρω περιοχή. Οι ελιές, τ’ αμπέλια, τα σπαρτά, το κρασί του ήταν φημισμένα στην Κρήτη. Δεκάδες ήταν οι εργάτες, οι υποταχτικοί, οι επιστάτες και οι δούλες που συντηρούσαν τον πύργο του, φρόντιζαν τα κοπάδια, τα σπαρτά, τις ελιές, τ’ αμπέλια.
Είχε όμως μέσα του ο Ανδρέας ένα μεγάλο καημό: Η γυναίκα του είχε φύγει απ’ τη ζωή εκείνη την καταραμένη νύχτα, τη μαύρη χρονιά της επιδημίας που θέριζε πλούσιους και φτωχούς, αρχόντους και δούλους. Ευτυχώς, του είχε αφήσει φεύγοντας ένα πολύτιμο στήριγμα για τα γηρατειά του, την μονάκριβη θυγατέρα του, την όμορφη και καλότροπη Ισαβέλλα, που τόσο έμοιαζε στο χαμένο του ταίρι.
Η δεύτερη μεγάλη αγάπη και παρηγοριά του Ανδρέα ήταν τα πουλιά του, τα κυνηγετικά γεράκια του. Αυτά τα περήφανα και πιστά πλάσματα τα οποία αγαπούσε απέραντα όπως μας βεβαιώνουν οι αρχειακές πηγές. Σώζεται μια ολόκληρη φιλολογία για την εκπαίδευση των γερακιών της εποχής εκείνης, για τους «γερακάρηδες» που φρόντιζαν για την εκπαίδευσή τους και ήξεραν να γιατρεύουν τις αρρώστιες τους και ότι άλλο σχετικό. Αναμφίβολα, το τοπωνύμιο Γερακάρι που σώζεται στο ομώνυμο χωριό του Ρεθύμνου (το οποίο και σήμερα φιλοξενεί σημαντικό πληθυσμό γερακιών) οφείλεται ασφαλώς στους γερακάρηδες εκείνους που έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στην κοινωνία εκείνης της εποχής.
Καθημερινή έννοια του Ανδρέα -από τον καιρό που έχασε τη κυρά του- ήταν η μοναχοθυγατέρα του. Αλλά και της Ισαβέλλας η αγάπη για τον γέρο-πατέρα της δεν ήταν μικρότερη. Η τραγική απουσία της μάνας έτρεφε και θέριευε τη στοργή ανάμεσα πατέρα και κόρης. Με κρυφή αγωνία τον αποχαιρετούσε τα ηλιόλουστα πρωινά ή τα βροχερά μεσημέρια που ξεκινούσε έφιππος με τη συνοδεία του για την επιθεώρηση των χωριών και των κτημάτων μέσα στο απέραντο φέουδο. Άλλοτε πάλι έφευγε παίρνοντας μαζί τα γεράκια μαζί με τους εκγυμναστές τους, τους λεγόμενους γερακάρηδες. Τα γεράκια ήταν η μεγάλη αδυναμία του. Αυτά τα πλάσματα του ουρανού, που τ’ αγαπούσε απέραντα γιατί του μοιάζανε, μοιάζανε στο χαρακτήρα το δικό του, συμβολίζανε την ελευθερία που ήτανε τότε ένα όνειρο μισοπνιγμένο από τους Βενετούς που δεν άφηναν ευκαιρία για να βασανίσουν και να ταπεινώνουν τους ντόπιους.
Εκατοντάδες αιωνόβιες ελιές, οπωροφόρα κι αμπέλια ποικιλίες βιδιανό, μαντηλάρι, κοτσιφάλι και πλυτό -τα ίδια ακριβώς που βλέπομε και σήμερα να καλλιεργούνται στην περιοχή- είχε στην κατοχή του ο Ανδρέας Καλλέργης.
Η Ισαβέλλα ήταν μια αξιαγάπητη σαν τη μάνα της και όμορφη κοπέλα, ακούραστη στις καθημερινές δουλειές μέσα κι έξω απ’ το σπίτι, αλλά συγχρόνως και ρομαντική, κι ονειροπόλα. Όλοι στους Αστρακούς ήξεραν τη μεγάλη αγάπη της για τη φύση. Το χάραμα την εύρισκε στην αυλή της για να θαυμάζει τα χρώματα του ορίζοντα, ενώ το βράδυ, σαν μάτωνε το δειλινό, αυτή στο παραθύρι της ονειρευόταν.
Δε μιλούσε πολύ. Μακρινές πεζοπορίες στην εξοχή μαζί με τις κοπέλες του χωριού ήταν καθημερινή της ενασχόληση συνδυάζοντας έτσι και την επιθεώρηση των υπαρχόντων του πατέρα της, που είχε αρχίσει να βαραίνει με τα χρόνια.
Ο Ανδρέας επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία της Παναγίας στους Κάτω Αστρακούς, τη δική του εκκλησία, για να προσευχηθεί και να δυναμώσουν τα αδύναμα γερασμένα του μέλη. Η εκκλησία σώζεται ως σήμερα. Καθώς και το ανάγλυφο οικόσημο των Καλλέργηδων με το δικέφαλο αετό και τέσσερις «ρόδακες», έναν σε κάθε γωνία. Φέρει ακόμη τη χρονολογία: 1555.
Ο Ανδρέας αγαπούσε επίσης και επισκεπτόταν συχνά ένα άλλο κοντινό φέουδο των προγόνων του. Ήταν το μέγα, φημισμένο μοναστήρι της Παναγίας Αγκαράθου, σε μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από το δικό του Πύργο. Η Μονή Αγκαράθου είχε περιέλθει στην οικογένεια των Καλλέργηδων από την εποχή του γενάρχη Αλεξίου Καλλέργη, του επιλεγόμενου Μεγάλου Άρχοντα, με βάση τη συνθήκη ειρήνης του 1299 που έδινε στην άρχοντα εκείνο το δικαίωμα να κατέχει ή να μισθώνει μοναστήρια αλλά και να διατηρεί μόνος εκείνος έναν Ορθόδοξο επίσκοπο, έναν και μοναδικό στο νησί της Κρήτης.
Μόνο που για να διασχίσεις την απόσταση από τους Αστρακούς μέχρι το Μοναστήρι του Αγκαράθου έπρεπε με προσοχή και υπομονή να διασχίσεις την απόσταση μέσα από ανώμαλα εδάφη, γκρεμνούς και χαράδρες απόκρημνες, σ’ ένα υψόμετρο 530 μέτρων, πράγμα που έχει σημασία να το κρατήσομε γιατί έχει σημασία στη συνέχεια της ιστορίας μας. Η Μονή Αγκαράθου, φρουριακής αρχιτεκτονικής εθεωρείτο και ήταν από τις πλουσιότερες στην Κρήτη με πολλά μετόχια και τεράστια περιουσία. Τον καιρό της ιστορίας μας ιδιοκτήτης του μοναστηριού ήταν ο Ανδρέας, ο αφέντης των κάτω Αστρακών.
Και η Ισαβέλλα επισκεπτόταν συχνά τη Μονή Αγκαράθου για να επικοινωνήσει με τον πνευματικό της. Υπενθυμίζω εδώ ότι οι Καλλέργηδες της Βενετοκρατίας παρά την έντονη πίεση του καθολικού κλήρου παρέμειναν Ορθόδοξοι με κατοχυρωμένα τα δικαιώματα της πίστης τους από τη συνθήκη του Αλέξη Καλλέργη (του έτους 1299) η οποία προέβλεπε έναν Ορθόδοξο Επίσκοπο στην Κρήτη για να εξυπηρετεί τα χωριά της επικράτειάς του.
Από τις Αρχειακές πηγές Βενετίας αντλούμε δυο πληροφορίες οι οποίες μας προκαλούν συγκίνηση. Η πρώτη αφορά η επιθυμία που διατυπώνει στη διαθήκη του ο Ανδρέας Καλλέργης να χαριστεί στα γεράκια του η ελευθερία τους, εξηγώντας ότι το κάνει διότι κανένας άλλος δεν πρόκειται να τα αγαπήσει όσο εκείνος τα αγάπησε.
Η δεύτερη πληροφορία σχετίζεται με ένα γεγονός που έχει σχέση με την κηδεία του Ανδρέα και με την κόρη του Ισαβέλλα. Όταν ο Ανδρέας άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στους Κάτω Αστρακούς, η κόρη του έτυχε να βρίσκεται στη Μονή Αγκαράθου. Το δύσβατο του εδάφους και η απόσταση ήταν η αιτία να μη γίνει δυνατό να ειδοποιηθεί η Ισαβέλλα για το θάνατο του πατέρα της. Έτσι η κηδεία του έγινε χωρίς να παραστεί η ίδια, χωρίς να γνωρίζει καν ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει. Στο έγγραφο που σώζεται, η Ισαβέλλα διαμαρτύρεται έντονα προς τις Βενετικές αρχές διότι δεν ειδοποιήθηκε και έτσι δεν παρέστη στην κηδεία του αγαπημένου της πατέρα.
Όσοι τύχει να περνούν στις μέρες μας από τους Κάτω Αστρακούς ας μην ξεχάσουν να επισκεφθούν την εκκλησία της Παναγίας. Υψώνοντας το βλέμμα προς τα γύρω βουνά θα δουν γεράκια να πετούν περήφανα. Θα θυμηθούν τότε τις ευτυχισμένες μέρες του άρχοντα Ανδρέα Καλλέργη και της θυγατέρας του, του πατέρα και της κόρης που ζούσαν κρατώντας όρθιες τις αξίες και τον πολιτισμό εκείνης της εποχής έναν πολιτισμό που έφτασε να γεννήσει το Κρητικό Θέατρο, τον Κορνάρο, τον Χορτάτζη και άλλους πολλούς.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός