Eχει περάσει πολύς καιρός από την Άνοιξη του 1974 και από τις πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή και του Ανδρέα Παπανδρέου, στη συνέχεια. Αυτές καθόρισαν το ελπιδοφόρο όπως φαινόταν τότε μέλλον της Χώρας, επιλέγοντας το δρόμο της σύγκλισής μας με την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τα πρώιμα βερμπαλιστικά πυροτεχνήματα του ΠΑΣΟΚ, για τον Τρίτο Δρόμο. Καθόρισαν και τους πυλώνες πάνω στους οποίους θα μπορούσε να στηριχθεί η ανασυγκρότηση του Ελληνικού Κράτους και η ευμάρεια των Πολιτών του. Οι πυλώνες αυτοί ήταν τρεις:
Η υγιής Ανάπτυξη του Κράτους και του Ιδιωτικού Τομέα, με επενδύσεις και όχι μόνο με δανεικά.
Η δημιουργία μιας αποτελεσματικής Κρατικής Μηχανής, με την επαύξηση των προσόντων των Δημοσίων Υπαλλήλων και με την οικονομική τους αναβάθμιση.
Και τρίτον, η ανόρθωση του βιοτικού επιπέδου της Χώρας, μέσω της στήριξης της δυναμικά εμφανιζόμενης τότε, Μεσαίας Τάξης και της επιχειρηματικότητάς της.
Μιας Μεσαίας Τάξης που, από το τέλος της δεκαετίας του ‘60 ξεπέρασε σταδιακά τη Γεωργική Τάξη, σε οικονομικές, παραγωγικές, αλλά και σε φοροδοτικές δυνατότητες. Και στο τέλος της δεκαετίας του ‘70, αποτελούσε πια το μεγαλύτερο και πιο ακμαίο τμήμα του πληθυσμού τη Χώρας, όπως συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Και ενώ τα πράγματα άρχισαν ελπιδοφόρα, τόσο στον τομέα της ανάπτυξης της Χώρας, όσο και στον τομέα της ανόρθωσης του βιοτικού μας επιπέδου, στη συνέχεια γίναμε όλοι θεατές μιας σταδιακής ανατροπής και αντικατάστασης των παραπάνω στόχων με άλλους, καταστροφικούς όπως αποδείχτηκε, για τον τόπο και το Λαό μας. Οι λάθος στόχοι, που ήταν μια σειρά λανθασμένων πολιτικών που εφαρμόστηκαν από λάθος Πολιτικούς, υπό την πίεση λάθος συνδικαλιστών, μας οδήγησαν στο δύσκολο σήμερα.
Πρώτο θύμα των λάθος πολιτικών και των λάθος στόχων, αποτέλεσε η στηριγμένη στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα Ανάπτυξη. Αυτή, τα χρόνια της δεκαετίας του 1980, με σαφή Κυβερνητική και Συνδικαλιστική επιλογή, θυσιάστηκε στο βωμό του Λαϊκισμού. Έτσι σταμάτησαν όλες οι επενδύσεις στη Βιομηχανία και τις Υπηρεσίες και ξεκίνησε η πλήρης αποβιομηχάνιση της Χώρας. Η επιχειρηματικότητα, σταδιακά άρχισε να θεωρείται έγκλημα και να καταδικάζεται, τόσο από τα κόμματα, όσο και από τον Κρατικοδίαιτο Συνδικαλισμό. Και οι Πολιτικοί, αντί για την Ανάπτυξη μέσω της Επιχειρηματικότητας, επέλεξαν για να επιβιώσουν μια μορφή ανάπτυξης στηριγμένη αποκλειστικά στην Κατανάλωση, που χρειαζόταν όλο και περισσότερα δανεικά χρήματα για να συντηρηθεί και να μην καταρρεύσει. Την Κατανάλωση, την ανατροφοδοτούσε με εύκολα δάνεια το Τραπεζικό Σύστημα, προτρέποντας τους πάντες να ξοδεύουν όλο και περισσότερα, για να υποστηριχθεί το στρεβλό πλέον, αναπτυξιακό μοντέλο της Χώρας.
Στη συνέχεια, τη δεκαετία του ‘90 σειρά είχε ο Δημόσιος Τομέας. Αυτός, αντί να εκσυγχρονιστεί, μετατράπηκε, πάλι με ευθύνη των Πολιτικών και των Συνδικαλιστών, στην Κρατική Νομενκλατούρα που ξέρουμε όλοι. Έγινε ένας Δημόσιος Τομέας που κατανάλωνε απαράδεκτα μεγάλο ποσοστό του Εθνικού μας προϊόντος, χωρίς να παράγει κανένα έργο. Και απέμεινε μόνο η Μεσαία Τάξη, που αποτέλεσε την εικοσαετία 1990-2008 την αναπτυξιακή μας ατμομηχανή, ξοδεύοντας μόνο αυτή, για να συντηρήσει όλο τον υπερτροφικό Δημόσιο Τομέα.
Που βρήκε η Μεσαία Τάξη όλα αυτά τα χρήματα που ξοδεύτηκαν στην Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία, πριν την Κρίση; Τα βρήκε από τρεις κυρίως πηγές:
Από την είσοδο στον επαγγελματικό στίβο όλο και μεγαλύτερου μέρους του γυναικείου πληθυσμού της Χώρας, που έφερνε όλο και περισσότερα χρήματα στο σπίτι της μέσης Ελληνικής οικογένειας.
Από τον ιδιωτικό δανεισμό, που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 2000. Ένα ιδιωτικό δανεισμό που υποστηρίχθηκε από χρήματα προερχόμενα από τις «Αγορές», τα οποία ευχαρίστως διοχέτευαν στην κατανάλωση όλων των ειδών και τύπων τα Τραπεζικά Ιδρύματα, για να αποκομίσουν εφήμερα κέρδη.
Και από τα χρήματα που ξόδευαν αφειδώς, η ίδια η Κρατική Νομενκλατούρα και οι Δημόσιοι υπάλληλοι της. Χρήματα που προερχόταν είτε από τη διαφθορά και από «αφορολόγητες», παρασιτικές συνήθως δραστηριότητες, είτε από υπέρογκες αυξήσεις μισθών, που είχαν επιτευχθεί με «υπόγειες» συνδικαλιστικές πρακτικές. Και που για να βρεθούν, ώστε να συντηρήσουν τη στρεβλή ανάπτυξη μέσω της κατανάλωσης, χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερος Κρατικός και Ιδιωτικός δανεισμός.
Το 2009, έσπασε η φούσκα των Δημόσιων και Ιδιωτικών δανείων και άφησε πίσω της το Ελληνικό Κράτος, αλλά και χιλιάδες Έλληνες πολίτες, χρεοκοπημένους και ανίκανους να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Τότε, έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση για το ποιος από τους εναπομείναντες δύο πυλώνες, μετά τη θυσία του πυλώνα της Ανάπτυξης είχε σειρά να θυσιαστεί. Ο εκμαυλισμένος ήδη Δημόσιος τομέας, ή η Μεσαία Τάξη.
Και η απόφαση που ελήφθη από τις Κυβερνήσεις Παπανδρέου το 2009 και Παπαδήμου-Βενιζέλου στη συνέχεια, ήταν σαφής: Η Μεσαία Τάξη είχε σειρά, για να διατηρηθεί ανέπαφη, όσο γίνεται περισσότερη από την Κρατική Νομενκλατούρα που δημιούργησαν οι Πολιτικοί, αφού σε αυτήν στήριξαν και στηρίζουν ακόμη και σήμερα την εξουσία τους.
Το πρώτο ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί, είναι ο βαθμός της θυσίας της Μεσαίας Τάξης. Πόσος πόνος δηλαδή θα απαιτηθεί ακόμη και σε πόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα θυσιαστούν όλοι όσοι αποτελούν την Τάξη αυτή.
Όπως δεν έχει απαντηθεί ακόμη και το επόμενο ερώτημα: Πως θα είναι η Χώρα χωρίς τη Μεσαία Τάξη και ποιοι θα την αντικαταστήσουν; Παρόλο που η πρόσφατη «ιστορία» της Χρυσής Αυγής, δείχνει ότι αυτό έχει αρχίσει να απαντιέται ήδη. Και αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, ότι η εκδίκηση όσων δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν, είναι μια αυτοκαταστροφική πράξη που μπορεί να ισοπεδώσει πολύ εύκολα μια Χώρα και να διαλύσει το Λαό της.