Πτυχές της άγνωστης σε πολλούς Ρεθεμνιώτες ιστορίας των Νοσοκομείων της πόλης αναδείχθηκαν κατά την προχθεσινή παρουσίαση του βιβλίου του εκπαιδευτικού, ιστορικού-ερευνητή Νίκου Δερεδάκη με τίτλο «Τα Νοσοκομεία του Ρεθύμνου», στο Σπίτι του Πολιτισμού. Παρουσία των αρχών του τόπου, αλλά και ανθρώπων που ενδιαφέρονται για το Ρέθεμνος και την ιστορία του, οι εισηγητές της εκδήλωσης, Μ. Τρούλης και Μ. Παπυράκης «βύθισαν» το κοινό στο παρελθόν, πίσω στην εποχή της Ενετοκρατίας κι από κει ξεκίνησαν μια ιστορική αναδρομή για την εικόνα του Ρεθύμνου στους τομείς της Υγείας και της Περίθαλψης από τα ospizi των Βενετσιάνων ως τη σημερινή μορφή του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης.
«Ουσιαστικά αυτό το βιβλίο αποτελεί έναν φόρο τιμής όχι μόνο για τα 100 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, που αναγράφεται απάνω αλλά και για όλους αυτούς που πασχίζουν για μια καλύτερη δημόσια περίθαλψη στο Ρέθυμνο», τόνισε μεταξύ άλλων σε δηλώσεις του ο συγγραφέας, Ν. Δερεδάκης. «Ο Ρεθυμνιώτης διαβάζει την τοπική του ιστορία, θέλει να μάθει για αυτήν κι όλα αυτά τα ιστορικά εγχειρίδια, τα οποία έχουν σχέση με κομμάτια της τοπικής ιστορίας, έχουν μεγάλη ανταπόκριση στο Ρεθεμνιώτικο αναγνωστικό κοινό. Τα Νοσοκομεία ήταν ένα θέμα το οποίο δεν είχε αναδειχθεί μέχρι τώρα, οπότε θεωρώ ότι αγκαλιάστηκε με αγάπη από αυτό», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου θεώρησε κατάλληλη στιγμή τη συμπλήρωση των 60 χρόνων από τη δημιουργία του πρακτικά, 1ου Δημόσιου Νοσοκομείου, να προχωρήσει στην έκδοση ενός βιβλίου, το οποίο αναφέρεται γενικότερα στη Δημόσια Περίθαλψη, όπως αυτή εξελίχθηκε, παράλληλα με την κοινωνία του τόπου μας ουσιαστικά τα τελευταία 100 χρόνια», επισήμανε από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γ. Στεφανάκης. «Το βιβλίο φέρνει πάρα πολλά στοιχεία, πληροφορίες, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, το οποίο πολλές φορές δεν είχε τίτλο. Ο συγγραφέας με πάρα πολύ κόπο και προσπάθεια κατάφερε μέσα από αυτό το υλικό να δώσει μια συνολική εικόνα της δημόσιας περίθαλψης, μέσα από τα Νοσοκομεία και τις κλινικές που λειτούργησαν αυτά τα τελευταία 100 χρόνια στο νομό, σε χρονικές περιόδους με ιδιαίτερες δυσκολίες, όπως η κατοχή ή η μεταπολεμική Ελλάδα και βέβαια μέχρι και τις μέρες μας και τα προβλήματα μιας σύγχρονης κοινωνίας που αναπτύσσεται», συνέχισε. «Τέλος θα ήθελα να τονίσω ότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε όλους αυτούς που πραγματικά μέσα σ’ αυτά τα 100 χρόνια υπηρέτησαν με αυταπάρνηση, ξεπερνώντας ανυπέρβλητες δυσκολίες, τη δημόσια Υγεία και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού του νομού μας», κατέληξε ο κ. Στεφανάκης.
Μετά τη σύντομη εισαγωγή από τη συντονίστρια, δημοσιογράφο Βίκυ Κόλια, η οποία έκανε λόγο για «Στοιχεία που συμπληρώνουν, ως ψηφίδες, ανάγλυφα, στα μάτια του αναγνώστη και την ιστορία του τόπου μας στις πιο σημαντικές στιγμές του» και έθεσε το πλαίσιο της εκδήλωσης, ακολούθησε ο χαιρετισμός του προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γ. Στεφανάκη, ο οποίος στάθηκε στις δυσκολίες του εγχειρήματος συγγραφής του βιβλίου. Σχετικά με την ιστορική έρευνα ενέταξε τον συγγραφέα σε μια «Νέα γενιά συμπολιτών μας, που ευτυχώς έχουν αυτό το μικρόβιο», ενώ χαρακτήρισε το πόνημα του κ. Δερεδάκη «Απόλυτα τεκμηριωμένο και αξιόπιστο».
«Τα Νοσοκομεία του Ρεθύμνου έχουν τη δική τους ιστορία»
«Τα Νοσοκομεία του Ρεθύμνου έχουν τη δική τους ιστορία, η οποία εντάσσεται στη γενικότερη ιστορία της ιατρικής στην Κρήτη». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε η εισήγηση του προέδρου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου και ιστορικού ερευνητή Μ. Τρούλη. Ο κ. Τρούλης έκανε μια αναφορά στους πρωτοπόρους μελετητές της ιστορίας του τόπου στον τομέα της υγείας με επίκεντρο τη μορφή του Εμμ. Δετοράκη, διδάκτορα Ιατρικής, ακτινολόγο και ιστορικό ερευνητή. Αφού παρέθεσε σειρά ευρύτερων ιστορικών δεδομένων όπως την επίσημη θέσπιση της άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος στην Κρήτη το 1884, ή την ίδρυση του υπουργείου Υγιεινής το 1928 συνέχισε λέγοντας ότι «Η ιστορία της ιατρικής σε κάθε πόλη και επαρχία έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί συνδέεται στενά με το σύνολο του πολιτισμού της. Η υγεία και η παιδεία είναι οι κατεξοχήν πολιτισμικοί δείκτες του κάθε λαού. Εντασσόμενο σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του κ. Δερεδάκη προσφέρει τη δική του ξεχωριστή συμβολή στην ιστορία της ιατρικής στην Κρήτη».
Η δομή του βιβλίου
Ακολούθως ο κ. Τρούλης παρουσίασε τη δομή του βιβλίου. Το τελευταίο αποτελείται από τρία κεφάλαια και τρία παραρτήματα. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις περιόδους Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, στα Νοσοκομεία που ιδρύθηκαν τότε και τις συνθήκες περίθαλψης που επικρατούσαν σε αυτά, από τα «λοιμοκαθαρτήρια» ή ozpitazi που δημιούργησαν οι Ενετοί στην πόλη, μέχρι και το πρώτο Δημοτικό Νοσοκομείο στην πόλη, το Γκουρεμπά Χασταχανεσί ή Μπελεντιγέ Χασταχανεσί, στην οδό Αρκαδίου και Χατζηγρηγοράκη που θα λειτουργήσει από το 1867 μέχρι την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας.
Το δεύτερο κεφάλαιο έχει να κάνει με το λεγόμενο Ρώσικο Νοσοκομείο, το πρώτο σύγχρονο Νοσοκομείο του Ρεθύμνου και ειδικότερα στην κατασκευή, τα εγκαίνια, την ίδρυση, τον κανονισμό λειτουργίας, τη στελέχωση, τον περιβάλλοντα χώρο και την αξιοποίησή του. Αρχικά με τον ερχομό των Ρώσων, ως Νοσοκομείο θα χρησιμοποιηθεί το κτίριο της σημερινής Δημόσιας Βιβλιοθήκης, ενώ αμέσως ξεκινά η αναζήτηση ενός κατάλληλου χώρου. Αυτός θα βρεθεί στο χώρο του πρώτου Δημοτικού Κήπου, στη σημερινή Σχολή Χωροφυλακής. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του το 1899, θα μετατρέψει το Ρέθυμνο στην πόλη που διαθέτει το πιο σύγχρονο νοσηλευτικό ίδρυμα της εποχής στην Κρήτη, το οποίο έχει δυναμικότητα 25-30 κλινών. Πρώτος διοικητής του Δημοτικού Νοσοκομείου διετέλεσε ο Θεμιστοκλής Μοάτσος.
Το τρίτο κεφάλαιο καταπιάνεται με το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, την εξεύρεση του οικοπέδου, τη θεμελίωση, τα εγκαίνια, το προσωπικό, τα προβλήματα, τις δύο επεκτάσεις, την προμήθεια του αξονικού τομογράφου και το νέο κανονισμό του. Αρχικά στεγάστηκε στο Ορφανοτροφείο. Αργότερα μετεγκαταστάθηκε στη σημερινή του θέση κι ακολούθησαν, όχι χωρίς κόπο, οι επεκτάσεις του.
Αναφορικά με τα παραρτήματα ο κ. Τρούλης σημείωσε ότι το πρώτο αφορά στη νομοθεσία και στις επιστολές που σχετίζονται με τη δημιουργία του Νοσοκομείου Ρεθύμνου, με επίκεντρο τη μορφή του Νικήστρατου Βογιατζή, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Το δεύτερο, έχει να κάνει με το προσωπικό του νέου Νοσοκομείου από την περίοδο του 53-56, γιατρούς, νοσηλεύτριες, νοσηλευτές, διοικητές, διευθυντές που υπηρέτησαν εκεί, μέχρι και τις 21-10-2013. Το τελευταίο παράρτημα, είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ από το αρχείο του Νικήστρατου Βογιατζή, το οποίο διέσωσε ο ιατρός Μ. Παπυράκης και το παρέδωσε στον κ. Δερεδάκη για την ολοκλήρωση της έκδοσης. «Οι φωτογραφίες αυτές, καθώς κι όσες εδράζονται στις άλλες σελίδες του βιβλίου κάνουν περισσότερο προσιτά και κατανοητά τα κείμενά του», σημείωσε ο κ. Τρούλης.
Κλείνοντας την εισήγησή του αναφέρθηκε συνοπτικά σε Νοσοκομεία που καταγράφονται στο βιβλίο του κ. Δερεδάκη, όπως ενδεικτικά εδώ παρατίθενται το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Φορτέτζας και πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο Νοσοκομείο στο παλιό κτίριο της «Ηλεκτρικής», στην οδό Μελισσινού, των Ενετών, το Γκουρεμπά Χασταχανεσί ή Μπελεντιγέ Χασταχανεσί και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο στη Φορτέτζα, των Τούρκων, το Νοσοκομείο της Μονής Αρκαδίου και την περίοδο της Επανάστασης του 1867 το Κεντρικόν Θεραπευτήριον στα Πλατάνια Αμαρίου, το Ρώσικο Νοσοκομείο, στη σημερινή Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη, το Δημοτικό Νοσοκομείο αργότερα στη σημερινή Σχολή Χωροφυλακής (1899), την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Κατά τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής θα μετονομαστεί σε Νοσοκομείο Αμερικανίδων Γυναικών. Τον Μάιο του ’41 με τον βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς θα καταστραφεί και θα σταματήσει τη λειτουργία του. Οι Γερμανοί θα λειτουργήσουν Νοσοκομείο επιτάσσοντας τους ιατρούς Μαρούλη και Φραγκεδάκη και τις κλινικές τους. Μετά την απελευθέρωση το Κρατικό πλέον Νοσοκομείο θα στεγαστεί στο Ορφανοτροφείο (1945). Το 1954 το Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου μεταφέρεται στο σημερινό κτίριό του.
«Εικόνες από τα περασμένα»
Από την πλευρά του ο ιατρός Μ. Παπυράκης, με θητεία 32 ετών στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου και περίπου πενήντα χρόνων ιατρικής συνεισφοράς στον τόπο έκανε μια εισήγηση πλούσια σε ονόματα και μνήμες από το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα. «Θα ήθελα, να αφήσω τη σκέψη μου να θυμηθεί εικόνες από τα περασμένα», είπε αρχικά ο κ. Παπυράκης, καθώς όπως τόνισε «Η γενιά η δικιά μου έζησε όλες τις σημαντικές εξελίξεις στο χώρο της υγείας».
Τότε που ο κ. Παπυράκης ξεκινούσε την ιατρική σταδιοδρομία του, στα ’60, όπως ακόμα θα θυμούνται οι παλιότεροι, κανείς γινόταν γιατρός «Από σπουδή ή από εμπειρία», όπως ακριβώς συνέβαινε στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Με γλαφυρότατες διηγήσεις από το αγροτικό του στον Άη Βασίλη, στα Αγκουσελιανά, το 1968, αναφέρθηκε στην πρακτική Ιατρική, στον «πρακτικό» από Δαριβιαννά που ακόμα έμενε ζωντανός στη μνήμη των κατοίκων για τα κατορθώματά του, τα οποία μαρτυρούσαν τον σεβασμό που έτρεφαν απέναντί του οι τελευταίοι αλλά και σε έναν κτηνοτρόφο από την Κοξαρέ, τον Μαθιουδάκη που είχε μαθητεύσει κοντά του. Η εμπιστοσύνη των ανθρώπων της υπαίθρου στους «πρακτικούς» ήταν τέτοια, ώστε πολύ δύσκολα πείθονταν να επισκεφτούν τους χειρουργούς του Ρεθύμνου για τα τραύματά τους. «Θεραπείες καταγμάτων, εξαγωγές οδόντων, ξελαίμιασμα για τη θεραπεία της αμυγδαλίτιδας, πρακτικές αλοιφές για ρευματοπάθειες και επιμολύνσεις, κοφτές βεντούζες, πάτημα της μέσης στην οσφυαλγία κι άλλα πολλά στα οποία αν προσθέσουμε και τη δουλειά της «μαμής» του κάθε χωριού, θα δούμε τη θέση που είχε μέχρι την εποχή εκείνη η πρακτική ιατρική», συνέχισε οκ. Παπυράκης.
Από τους «πρακτικούς γιατρούς» στις δύο επεκτάσεις του Γενικού Νοσοκομείου
Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν από την επίσημη εφαρμογή της Υποχρεωτικής Υπηρεσίας Υπαίθρου για τους νέους γιατρούς τη δεκαετία του ’60. Την υποχρεωτική δηλαδή διετή υπηρεσία σε αγροτικό ιατρείο της υπαίθρου, «εισιτήριο» για την μετέπειτα εξειδίκευσή τους. Με την ίδια απόφαση προσλαμβάνονται από το δημόσιο και όσοι ιδιώτες γιατροί απασχολούνταν στην ύπαιθρο ως «αγροτικοί γιατροί». Ο κ. Παπυράκης αναφέρθηκε ονομαστικά σε σειρά γιατρών που υπηρέτησαν μέχρι εκείνη την εποχή σε χωριά του Ρεθύμνου ανάμεσά τους ενδεικτικά ο Στρατιδάκης στο Σπήλι, ο Παπαδάκης στις Μέλαμπες και πολλούς άλλους.
Κι ενώ στα ’60 το άγχος του ανειδίκευτου κι η ανασφάλεια του ασθενούς διαμορφώνουν την κατάσταση που ο εισηγητής παρέθεσε παραπάνω, κατά τη δεκαετία του ’70, ο κόσμος αλλάζει νοοτροπία και νέοι γιατροί υπηρετούν στο Ρέθυμνο. Παράλληλα, η ανάπτυξη του τόπου πληθυσμιακά και τουριστικά διαμορφώνει νέα δεδομένα. Δημιουργείται έτσι η ανάγκη της πρώτης επέκτασης του Νοσοκομείου, οι εργασίες της οποίας θα ξεκινήσουν το 1978 και θα ολοκληρωθούν το 1985.
Λίγο πιο πριν, το 1983 η εφαρμογή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αποτελεί ουσιαστική τομή, που μαζί με το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας, θεμελιώνουν έναν σοβαρό δημόσιο πυλώνα περίθαλψης. Μετά την ολοκλήρωση της επέκτασης, το 1986, το Νοσοκομείο Ρεθύμνου διαθέτει 40 άτομα ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό και Μονάδα Τεχνητού Νεφρού. Η υλικοτεχνική υποδομή βελτιώνεται συνεχώς, ώστε πλέον τη δεκαετία του ’80, το Ρέθυμνο έχει «Μια ικανοποιητική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια φροντίδα».
Τη δεκαετία του ’90 και με το κλείσιμο των περισσοτέρων ιδιωτικών κλινικών στην πόλη, οι ανάγκες αυξάνονται. «Τα κρεβάτια δεν επαρκούν, η τεχνολογική εξέλιξη επιβάλει τη δημιουργία καινούργιων χώρων, τα Εξωτερικά Ιατρεία έχουν πρόβλημα σωστής λειτουργίας, το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ασφυκτιά σ’ έναν χώρο πολύ μικρότερο από τις ανάγκες του, οι γιατροί δεν έχουν γραφεία για να καθίσουν. Έτσι προκύπτει η ανάγκη περαιτέρω επέκτασης, η οποία θα ξεκινήσει το 1998». Παρά τη θέληση και την επιμονή των ιατρών και της τοπικής κοινωνίας, «Η Πολιτεία δεν είχε την ίδια αντίληψη για το επείγον της επέκτασης με τη διοίκηση κι έτσι το έργο καθυστέρησε σημαντικά», με αποτέλεσμα η ολοκλήρωση των εργασιών να γίνει το 2011.
Στην κατακλείδα της εισήγησής του, ο κ. Παπυράκης αναφέρθηκε σε τρεις ανθρώπους με ξεχωριστή συνεισφορά στο τομέα της δημόσιας περίθαλψης στο Ρέθυμνο: Την Έλλη Βότζη, μικροβιολόγο, τον Γιώργο Χαλκιαδάκη, παιδίατρο και τον Γιώργη Αγγελιδάκη που υπηρέτησε ως διοικητής του Νοσοκομείου Ρεθύμνου για περίπου δώδεκα χρόνια, μέσα στα οποία λειτούργησε η Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, ο Αξονικός Τομογράφος, η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και «Χωρίς τον οποίο είναι σίγουρο πως δεν θα είχαμε το Νοσοκομείο στη σημερινή του μορφή κι ίσως να περιμέναμε ακόμη τη δεύτερη επέκταση του Νοσοκομείου». Σημειώνεται ότι τόσο η κα Βότζη όσο και ο κ. Αγγελιδάκης ήταν παρόντες στην προχθεσινή εκδήλωση και καταχειροκροτήθηκαν από τους παριστάμενους. «Η παρουσία τους στον τόπο είναι μια συνεχής συνεισφορά», πρόσθεσε από πλευράς του ο εισηγητής, ο οποίος υπογράμμισε πως παρόλη την τεχνολογική ανάπτυξη «Η ποιότητα της σχέσης και το μέγεθος επικοινωνίας γιατρού-ασθενή, θα έχει πάντα τον πρώτο λόγο».
Την εκδήλωση έκλεισε η σύντομη αντιφώνηση του κ. Δερεδάκη. Ο συγγραφέας στάθηκε στα βήματα που τον οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου, από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είχε αναλάβει με τον συνάδελφο του στο 5ο Δημοτικό, κ. Αντωνίου, όταν και συνειδητοποίησε ότι υπήρχε πολύ ερευνητικό υλικό για το εν λόγο ζήτημα, μέχρι τη σημαντική βοήθεια που του παρείχε ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου. Ο κ Δερεδάκης έκλεισε επισημαίνοντας ότι «Ουσιαστικά το πόνημα είναι μια ομαδική δουλειά όλων όσων μπορέσαμε να βρεθούμε για να βγει αυτό το αποτέλεσμα». Και ευχαρίστησε όλους «από καρδιάς».