Η κλιματική κρίση βρίσκεται ήδη μπροστά μας και οι επιπτώσεις της γίνονται ολοένα και πιο έντονες, τονίζει ο Ομότιμος Καθηγητής Οικολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρώην διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης – Π.Κ., Μωυσής Μυλωνάς, σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ Κρήτης και την Ελένη Βακεθιανάκη.
Με αφορμή τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις έντονες ξηρασίες που πλήττουν την Κρήτη, ο καθηγητής επεσήμανε ότι το νησί βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο καμπής, καθώς η λειψυδρία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα επιβαρύνουν το περιβάλλον και εξαντλούν τους υδάτινους πόρους του νησιού.
«Η περιοχή μας έχει ένα μεσογειακού τύπου κλίμα, το οποίο έχει σκαμπανεβάσματα. Εκτός από το καλοκαίρι που είναι άνυδρο και οι χειμώνες υγροί, έχουμε και πολύ έκτακτες περιπτώσεις. Στην Κρήτη υπήρξαν ιστορικά άνυδρες περίοδοι πολύ χειρότερες από σήμερα. Όσοι οργανισμοί δεν μπόρεσαν να αντέξουν αυτό το κλίμα, χάθηκαν. Όσοι επιβίωσαν, ενέταξαν στον κύκλο τους τις πληροφορίες για το πώς να αντιδρούν για να επιβιώνουν. Πρέπει, όμως, να τους βοηθήσουμε κι εμείς σε αυτό», τονίζει ο κ. Μυλωνάς.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Κρήτη είναι ένα γεωγραφικά απομονωμένο νησί και τα τοπικά είδη ζώων και φυτών δεν έχουν την ευκαιρία να ανακάμψουν με την υποστήριξη από γειτονικούς πληθυσμούς.
«Οι πληθυσμοί από ζώα και φυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να δεχτούν βοήθεια από γειτονικούς συγγενικούς πληθυσμούς. Έτσι, αν φτάσουν σε σημείο καμπής, είναι δύσκολο να γυρίσουν πίσω. Όχι μόνο ενδημικά είδη, αλλά και η άγρια πανίδα και τα διάφορα είδη πουλιών. Το αποτέλεσμα είναι εάν φτάσουν σε ένα σημείο, είναι δύσκολο να ξανά γυρίσουν πίσω. Οι πληθυσμοί τους θα μειωθούν σε τέτοιο βαθμό που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να μην επανακάμψουν όταν το φαινόμενο εξελίσσεται αρνητικά», ανέφερε ο καθηγητής υπογραμμίζοντας την ανάγκη για προστασία των ειδών και άμεση διαχείριση των φυσικών πόρων του νησιού.
Αναφερόμενος στην ανάγκη για άμεση δράση, ο καθηγητής εξέφρασε την ανησυχία του για τις καθυστερήσεις σε έργα διαχείρισης των υδάτων, όπως η αποθήκευση επιφανειακού νερού στα ορεινά, ενώ τόνισε την ανάγκη για άμεση και ενιαία διαχείριση υδάτων.
«Τα φαινόμενα κλιματικής κρίσης είναι μπροστά μας και θα δοκιμαστούμε σε πολύ πιο έντονες καταστάσεις. Αυτό που βλέπουμε τα δύο τελευταία χρόνια – χωρίς να θέλω να κινδυνολογώ – είναι η αρχή ενός δύσκολου φαινομένου. Θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Πρέπει να γίνει τώρα ό,τι είναι να γίνει, δεν προλαβαίνουμε να σχεδιάσουμε. Τα έργα πρέπει να ξεκινήσουν τώρα. Έπρεπε ήδη να αυξήσουμε τα επιφανειακά νερά, έστω και σημειακά, πάνω στα βουνά μας ώστε να έχουν μια πηγή νερού οι διάφοροι οργανισμοί. Η διαχείριση των υδάτων θα πρέπει να γίνει άμεσα και να αποκτήσει μια ενιαία μορφή. Δυστυχώς δεν βλέπω να δρομολογείται κάτι, υπάρχει καθυστέρηση στο να παρθούν αποφάσεις και να ξεκινήσουν τα έργα».
Επίσης, για το ζήτημα της χωροταξίας, τόνισε χαρακτηριστικά ότι: «Ακούω για αυτήν από τότε που πρωτοήρθα στην Κρήτη, το 1992. Η ίδια αναρχία εξακολουθεί να επικρατεί, έχοντας επίπτωση και στο περιβάλλον. Ακούγομαι απογοητευμένος για αυτό που λέγεται ελληνικό κράτος. Από όταν ήρθα στην Κρήτη υπήρχαν τα σχέδια για τη χωροταξία. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, η ίδια αναρχία επικρατεί σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στην Κρήτη. Είμαστε σε μια κρίση στον τόπο, στο κλίμα, στην περιοχή. Θα πρέπει να μπουν όρια για όλους, και για τους τουρίστες που επισκέπτονται το νησί, να ξέρουν τα ζητήματα που υπάρχουν όσον αφορά στο νερό π.χ. Πρέπει να ενημερωθεί όλος ο κόσμος στα θέματα διαχείρισης νερού, από τα σχολεία, τα παιδιά, μέχρι τους μεγάλους».
Για την ίδρυση και λειτουργία του ΜΦΙΚ, όπου πρωτοστάτησε, ο κ. Μυλωνάς υπογράμμισε ότι: «Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα πλήρες Μουσείο, όχι μια έκθεση για τη βιοποικιλότητα της Κρήτης και της Μεσογείου, ένα κύτταρο ζωντανό που να συγκεντρώνει και να παράγει γνώση κατανοητή σε όλους. Σε αυτήν την κατεύθυνσης το ΜΦΙΚ έχει πετύχει».
Εξέφρασε, ωστόσο, την αγωνία του για την επόμενη ημέρα. «Στο ΜΦΙΚ έχει συγκεντρωθεί ένας πολύ ποιοτικός αριθμός επιστημόνων και η μεγάλη μας αγωνία είναι, πώς σταδιακά θα γίνει η ανανέωση αυτού του προσωπικού. Οι βασικοί στυλοβάτες του Μουσείου σε μερικά χρόνια θα φύγουν. Σε έναν χώρο όπως το πανεπιστήμιο δίνεται προτεραιότητα στην κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών και μετά στο να καλυφθούν άλλες ανάγκες, όπως το Μουσείο. Η αγωνία είναι αυτά τα μοναδικά παγκοσμίως δείγματα που έχουν συγκεντρωθεί, η πληροφορία, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η υλικοτεχνική υποδομή, να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται και να αυξάνονται. Ένα μουσείο φυσικής ιστορίας πρέπει να απαντά σε πολλά βασικά ερωτήματα που έχει ο άνθρωπος, για το περιβάλλον του, για την ιστορία του και την προϊστορία του, ακόμα και για το μέλλον».
Επιμέλεια: Μαγδαληνή Κουντουνιώτη