Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ
Κλοπή είναι η αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Αδίκημα πολύ σημαντικό για την καθημερινότητα των πολιτών, έγκλημα που τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα. Στη βασική της μορφή είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση.
Πριν από την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα, η κλοπή διωκόταν σε βαθμό κακουργήματος, στις εξής δύο περιπτώσεις:
α) «εάν είχε τελεστεί από δύο ή περισσότερους δράστες, που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες» και
β) «εάν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ».
Ο νέος ποινικός κώδικας που ισχύει από 01-07-2019, καταργεί τις δύο παραπάνω διατάξεις και θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την άσκηση κακουργηματικής δίωξης, εάν η αξία των κλοπιμαίων υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δράστης κλοπής με τον νέο Π.Κ., τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη, αντί φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών που ίσχυε, και σε περίπτωση κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή κλοπής με διάρρηξή, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αντί δύο ετών στην πρώτη περίπτωση, ενώ η διάρρηξη τυποποιείται σε πλημμέλημα.
Συνέπεια της εφαρμογής της νέας νομοθεσίας είναι να βλέπουμε περιπτώσεις να συλλαμβάνονται κλέφτες που έχουν διαπράξει περισσότερες από μία κλοπές, να παραπέμπονται στο αυτόφωρο για να δικαστούν και να τους επιβάλλονται ποινές φυλάκισης μερικών ημερών. Με τη μετατροπή δε της ποινής σε εξαγοράσιμη, το πιο πιθανό είναι ο δράστης να πληρώσει λιγότερα χρήματα για να αφεθεί ελεύθερος από αυτά που πραγματικά έκλεψε.
Με την προηγούμενη νομοθεσία δράστης ο οποίος θα διέπραττε παραπάνω από μία κλοπές παραπέμπονταν με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 374 Π.Κ. (πράξη που τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια), ήταν κακουργηματικού χαρακτήρα και η ποινή που επιβαλλόταν ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι για να γίνει ταυτοποίηση ενός δράστη κλοπής και να συγκεντρωθούν και αξιοποιηθούν τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να εργαστούν για αρκετές ώρες ή και ημέρες αρκετοί αστυνομικοί. Όταν οι ποινές που προβλέπονται και επιβάλλονται είναι επιπέδου πταίσματος μάλλον υποβαθμίζεται όλη αυτή η προσπάθεια.
Η αλλαγή λοιπόν της νομοθεσίας και η τόσο σημαντική μείωση των ποινών του αδικήματος της κλοπής, μάλλον δεν βοηθούν στην εξάλειψη του φαινομένου και κάθε άλλο παρά καλό κάνουν στην κοινωνία, αλλά αντιθέτως ενισχύουν το έγκλημα αυτό.
* O Στέλιος Δημητράκης είναι οργ. γραμματέας ΕΑΥΝΡ-αντιπρόσωπος ΠΟΑΣΥ