– Άντε μπρε και σώπα! Ό,τι πορίσουνε από τ’ αυγά θα τα βάνομε σ’ ένα κόσκινο να τα ‘χομε κοντά στη παρασιά να ζεσταίνουνται, θα τον αλέθομε σταράκι να τζιμπούνε το χόντρο, θα δεις πως θα μεγαλώσουνε…
– Ίντα λες μάνα, και που θα πυρώνουνται τα κοπέλια μου, εσύ, ο αφέντης μου, ο άντρας μου; Δε φτανομε ν-εμείς μόνο θα ‘χομε στα πόδια μας και τα βρωμόπουλα;
– Κι όμως αν τη βάλεις εδά θα ‘χεις πρώιμα πουλιά, οι πουλάδες θα σου κάνουν αυγά ως το καλοκαίρι, λίγο το ‘χεις;
– Δε κατέω ‘γω ίντα λες, εδά θα κατεβώ κάτω να γεμίσω τη γούρνα κρυγιό νερό, θα την αρπάξω από τα φτερά και θα τη βουτήξω μέσα, να δεις πότες θα ξεπυρώσει!
– Ξιά σου ό,τι αποφασίσεις Αγγελική μου κάμε, κουμάντο στο σπίτι σου δε γ-κάνω.
Εκατέβηκενε η Αγγελική στο κατώι έπιασε ν-τη κλωσσού από τα φτερά και τη βούτηξενε στο κρυγιό νερό!
Εξετρουμίστηκε ν-η γιόρθα και μπήξενε τσι φωνές, κλου-κλου κλουουού και τίναζε τσι φτερούγες τση και πέτανε τα νερά όξω.
Όση ώρα τη βάφτιζε ν-η Αγγελική τση μάχουταν και τση βαταλάλιενε: «Νταγρουτζάς να σου ‘ρθει βρωμόρθα που θα μου θέλεις και κλωσσόπουλα, θα σε κάμω ‘γω να ξεπυρώσεις παντέρμη, που βρήκες το καταχείμωνο να γεννοκοπήσεις καλιά ‘ναι να κάνεις αυγά να τρώνε τα κοπέλια μου!
Εκατέβηκενε ν-η μάνα τζη κάτω κι είδενε το στραπάτσο τση κλωσσούς και τη μ-ψυχοπονέθηκε, εντράκαρενε τη κόρη τζη και φώναζενε και τη παρακάλιενε…
– Βγάλε τηνε μωρή κοπελιά μου από το νερό γιατί θα ποντιάσει με τέτοια κρυγιώτη, και θα ψοφήσει!
Η Αγγελική δεν έδινε σημασία, μόνο εξακολουθούσε τα μαρτύρια.
Η γραί δεν άντεχε ν- άλλο αμόνταρενε στη γούρνα έπαιξενε μια αμποστέ στην κόρη τζη, άρπαξε ν-τη κλωσσού εγλάκανε στον αχεριώνα, τη ν-τύλιξενε σ’ ένα τσουβάλι και τη σκέπασε με τ’ άχερα να ζεσταθεί.
Έφευγε ν-η γραι Αντρένα εκοπάνιζε τσι μερούς τση με τα δυο τζη χέρια και σιγομουρμούριζενε:
– Όι- όι δε ν-τα βασανίζω ‘γω ποτέ μου τα ζωντανά. Ο Θεός τα πεψενε κι αυτά έχουνε κρέας και πονούνε….
– Ε! που πας μάνα, φεύγεις;
Άντε να βγούμε ν- απάνω να πιούμενε ένα γ-καφέ… έλα.
Η γραί δίχως να τη στραφεί έφευγενε τζιριτηχτή και μουρμούριζενε:
– Άφης μα το θιό σου τσι καφέδες εταράχισές με!…
Την άλλη μέρα μόλις εξύπνησε ν-η γι’ Αντρένα έβαλενε στη μ-προσποδιά τζη μια ουλιά τράιστο και τρύπωξενε στον αχεριώνα. «Έλα-έλα κακομοίρα βασανισμένη και κακαποδομένη, έλα να φας, έλεγενε και καταχτύπανε με τα χέρια τζη το τράιστο.
Εκουλουμούντρησε ν-η γκαρδιά τζη γιατί η κλωσσού δε ν-εξεκούνησε ν-από τη μπάτα τζη «Εψόφισενε κακορίζικα». Άπλωσε ν-τη χέρα και σκούντησε ν-τηνε. Ανασήκωσε ν-η γιόρθα τα φτερά τζη και εκούνησέ ντα να ξεμαργώσει. Αποσίγανα αρχίνιξε ν-τα «κλου κλου». Έριξέ τζη η Αντρένα το τράιστρο και το τσιμπολόγανε σιγά -σιγά.
Απάνω στην ώρα έφταξε κι γι’ Αγγελική άκουσε ν-το «κλου κλου» και φώναξενε ντουσουντισμένη:
– Ώφου μάνα, δε ν-εξεπύρωσε ν-η παντέρμη! Εδά θα τη βάλω πάλι στο κρυγιό νερό τση γούρνας και θα τη σκεπάσω με το κόσκινο να μπορεί να παίρνει αέρα, και από πάνω από το κόσκινο θα βάλω μια χοντρή πετρούκλα να μη μπορεί να ξετρυπώξει! Όι θα την αφήσω!
– Κάνε μπρε τη δουλειά σου! Τη κλωσσού θα τη κουβαλήσω στο σπίτι μου θα βάλω στο κοφίνι άχερα, θα μαζώξω καμιά εικοσαριά αυγά και θα τη βάλω απάνω να τα πυρώνει.
– Που θα βρεις μάνα αυγά με σπόρο; Μούτε ‘γω, μούτε ‘συ έχομενενε κούκλη, μας τσι πνίξενε η αναγκεμένη καληγιαννού.
– Μη σε νοιάζει μπρε! Φέρε μου το μεγάλο ψάθινο πανιέρι, κατέεις ποιο; Κείνονά απού πλεξενε η γι’ Αργυρένια μας με τσι ράπες του σταριού.
Εβγήκενε απάνω η Αγγελική επήρενε το πανιέρι, Επέρασενε από τη φωλέ, έβρηκε οχτώ αυγά και τα ‘βαλενε μέσα.
Επήρενε η Αντρένα το πανέρι, επήγε στο κονάκι τζη, έβαλε άλλα δέκα που είχε και γίνανε δέκα-οχτώ. Έβαλενε στο πανέρι ένα μολυβάκι, και ξεκίνησε να κάνει το γύρω του χωριού.
Εχτύπανε τη πόρτα της νοικοκεράς και της φώνιαζε:
Ε! Ίντα κάνεις κερά Κατίνα, θέλω να μου αλλάξεις αυγά, έχεις κούκλη.
– Έχω, έχω θα σου φέρω πέντε αυγά χαράμις τ’ άλλο που ‘χει το σπίτι μου!
– Όσα έχεις, όσα έχεις, βάλε τα χάμω και ‘γω θα τα πάρω αμοναχή μου. Έπαιρνε το καθ’ ένα αυγό η Αντρένα το κρατούσε με τη δεξιά τζη χέρα, το έστεφε προς τον ήλιο, έκλεινε τη ζερβή τζη χέρα και την τοποθετούσε σαν καπέλο στην τρούλα του αυγού, ο ήλιος το έκανε διάφανο και βγόριζε ν’ ο σπόρος, του έκανε τότεσας ένα σταυρό με το μολυβάκι και το έβαζε στο πανέρι.
Πότε δεν ανταλλάσανε τα’ αυγά χέρι με χέρι, γιατί θα μαλώνανε, έτσι έλεγε μια παλιά δοξασία.
Έκανε ν-η γι’ Άντρενα τη γύρα στο χωριό, μιλούσε με τις γυναίκες, τις ξαδέρφες τις ανηψιές, τις γειτόνισσες, τις συντέκνισσες της αντάλλαξαν τ’ αυγά, της χάρισαν μερικά, επέρασεν η γι ώρα τζη έμαθε τα νέα, έφαε ν-τα κεράσματα, έκλεψε ν-του Χάρου μια ώρα, έκαμε και τη δουλειά τζη.
Απής επήγε στο σπίτι, έβαλενε άχερα στο κοφίνι, ετοποθέτησε ν-τ’ αυγά έβαλε από πάνω την κλωσσού, έκλεισε ν-τη πόρτα του αχερώνα και την άφησε στην ησυχία της.
Κάθε πρωί τη ν-τάιζε και της έφερνε καθαρό νερό.
Πέρασαν είκοσι δύο μέρες και η Αντρένα κατέβηκε κάτω και απόλαυσε τη γέννηση των πουλιών. Χτυπούσαν με τη μύτη τους το αδειανό αυγό, άνοιγαν το τσόφκλι και βρίσκονταν κάτω από τις φτερούγες της μάνας τους, που τα καλωσόριζε τρυφερά: «Κλου κλου κλου», καλώς ήρθατε πουλάκια μου, σαν να τους έλεγε στη γλώσσα τζη, να ξέρετε πόσα έπαθα για να σας γεννήσω.
Πρώτα πρώτα τα παγωμένα νερά και τα πετρώματα της αφεντικίνας, με πετούσε, μ’ έβρεχε το καταχείμωνο, εγώ όμως δε άλλαζα γνώμη «κλου κλου» θέλω να γίνω μητέρα… με κάθε θυσία. Τώρα είμαι χαρούμενη θα σας προσέχω, θα σας ξεπετάξω και όταν θα μπορείτε να στηρίζεστε στα δικά σας φτερά θα σας αφήσω.
Η γιαγιά τα φρόντιζε, έβραζε αυγά και έτρωγαν το κορκάδι, μετά άλεσε στο χειρόμυλο σταράκι για να τα ταΐζει, και ήταν ένα θαύμα τα πρώτα τους βήματα. Η γιαγιά τα έβαλε σ’ ένα κόσκινο και τα τοποθέτησε κοντά στη μπαρασιά. Όλα τα εγγόνια της μαζεύονταν στο σπίτι και έκαναν πολλά παιχνίδια μαζί τους.
Κωστή Ηλ. Παπαδάκη: Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου (Συναξαριακά και βιογραφικά στοιχεί Αυτών – Έλεγχος «Ημαρτημένων»**
Του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΔΟΥΝΔΟΥΛΑΚΗ* Το βιβλίο του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη «Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου. Συναξαριακά και Βιογραφικά...