Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΠΙΝΗ*
Τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος συναντούσε πολλές δυσκολίες στη διατροφή και στη διαβίωσή του επειδή δεν υπήρχανε μέσα να τα χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του.
Με τη νοημοσύνη που είχε έκανε τεράστιες προσπάθειες να κατασκευάζει δικά του μέσα για να τον εξυπηρετούν στις εργασίες του. Σιγά-σιγά είχανε καλά αποτελέσματα και καλυτέρευε η ζωή τους.
Η διατροφή και η διαβίωση ήτανε τα βασικά για να έρθουν στην πρόοδό τους. Όμως ήρθανε και εποχές που στερηθήκανε πολλά και συναντήσανε πολλές δυσκολίες όπως ο Μικρασιατικός πόλεμος που φθάσανε στον τόπο μας χιλιάδες πρόσφυγες που δεν είχανε εκτός από τα ρούχα που φορούσανε τίποτε άλλο. Όταν εγκαταστάθηκαν στα χωριά της περιοχής μας για να διατηρηθούν στη ζωή τις πρώτες ημέρες τρώγανε ότι βρίσκανε στα χωράφια για δε τα ρούχα τα φορούσανε επί μήνες κουρελιασμένα μέχρι να τους προσφέρει αργότερα το κράτος καινούρια.
Στο χωριό Καπεδιανά είχανε εγκατασταθεί περίπου 40 οικογένειες και μετά από χρόνια που είδανε καλύτερες ημέρες μπορέσανε να δημιουργήσουν οικογένειες και όλα όσα βιώσανε πριν τα λέγανε στα παιδιά τους και ότι δεν υπήρχε ντόπιος κάτοικος για να τους προσφέρει συμπαράσταση.
Ο Ανδρέας Κυρ. Ματθαίου, που γεννήθηκε στο χωριό Καπεδιανά και κατοικεί στην πόλη, από Μικρασιάτες γονείς, μάς περιγράφει σήμερα που είναι 82 ετών της κατοχής τα βιώματά του: τράβηξα πείνα γιατί η μάνα μου πολλές φορές δεν είχε τίποτα να μας ψήσει. Φεύγαμε στα χωράφια να βρούμε να φάμε: χαρούπια, βελανίδια, σύκα, μούρνα, τσιρέβελα και ότι συναντούσαμε μπροστά μας. Μια χαρουπιά ήτανε στην πηγάδα και είχε τα πιο μελάτα χαρούπια και έπαιρνα στο σπίτι να φάνε όλοι. Τα ρούχα μου ήτανε με μπαλώματα. Το ίδιο και τα παπούτσια ήτανε τρυπημένα και μπαίνανε τα χώματα και τα νερά μέσα. Μια φορά κάρφωσε ένα ξύλο στα δάκτυλά μου και έτρεχε αίμα. Τώρα που είμαι στο κρεβάτι και στην καρέκλα τα θυμάμαι και αναστενάζω ενώ σήμερα που υπάρχουν από όλα δεν μπορώ να τα απολαύσω γιατί γέρασα και πονάνε τα πόδια μου αλλά και δεν μπορώ να πάω στο χωριό εκεί που μεγάλωσα. Περιμένω να φύγω από τη ζωή με πολλές πίκρες.
Το ίδιο και ο Γιώργης Παν. Τσαχπίνης από το ίδιο χωριό που πρόσφατα τον συναντήσαμε στην Πάρο που μόνιμα κατοικεί και που είναι σήμερα 85 ετών μας είπε και αυτός ότι τράβηξε πολλά στη διατροφή και στη διαβίωσή του τα χρόνια της κατοχής. Πολλές φορές πεινούσα και τουρτούριζα από το κρύο όταν έβοσκα τα πρόβατά μας γιατί δεν είχα καλά ρούχα και παπούτσια να φορέσω. Μεγάλος ο αγώνας των γονιών μου για να μας τα προσφέρουν.
Εκτός των άλλων, θυμήθηκε και μας είπε με κάθε λεπτομέρεια τα βεργιά (ξόβεργες) που έφτιαχνε να πιάνει πουλιά για να ψήνει φαγητό η μάνα του να τρώνε όλοι τους.
Το καλοκαίρι προς το φθινόπωρο στο χωριό μας είχε πολλά πουλιά, για να τα πιάσουμε χρειαζότανε τα βεργιά που τα φτιάχναμε από κούκουδα και μέλι. Θα ήμουνα 11 χρονών που έφυγα με τα πόδια και πήγα στα Περβόλια γιατί εκεί μόνο υπήρχανε δέντρα που τα παράγανε. Όταν ωριμάζανε ήτανε κίτρινα, τα κόβανε και τα πουλούσανε στα μαγαζιά.
Αγόρασα δυο οκάδες και έφυγα από άλλο δρόμο να περάσω από το χωριό Μικρά Ανώγεια για να αγοράσω το μέλι από τον Νικόλαο Μπιρλιράκη. Μου το έβαλε στο δοχείο που κρατούσα και τον ρώτησα: Θείε Νίκο, πόσο κάνει; Και αυτός μου είπε: Τίνος κοπέλι είσαι; Του είπα: του Τσαχπίνη του Παναγιώτη από τα Καπεδιανά. Και μου απαντά: με τον αφέντη σου είμαστε φίλοι και δεν κάνει πράμα, μόνο να μου τον χαιρετάς. Του είπα ευχαριστώ και έφυγα γρήγορα για να βάλω μπροστά να φτιάξω την κόλλα για τα βεργιά.
Όταν γύρισα στο σπίτι αμέσως έβαλα τα κούκουδα σε μια λεκάνη αφού πρώτα όλα τα αδέλφια μαζί βγάλαμε το φλοιό τους και μετά πρόσθεσα μέσα και λίγο μέλι. Τα ανακάτευα με το χέρι και κατά διαστήματα πρόσθετα και άλλο μέλι με την ίδια διαδικασία κάμποσες φορές μέχρι στο τέλος να αποχωρούν εύκολα οι καρποί τους. Το περιεχόμενο που έμεινε ήτανε η κόλλα.
Από πριν είχα κόψει μικρά ξυλάκια των 20 εκ. και έκοβα μικρή ποσότητα κόλλας και την έβαζα κατά μήκος στο καθένα αφήνοντας ακάλυπτο μικρό μέρος για να μπορώ να τα πιάνω.
Μετά όλα μαζί τα έβαζα σε φύλλο αθάνατου για αποθήκευση. Την άλλη ημέρα τα πήρα και πήγα στα περάσματα των πουλιών που αναζητούσανε τροφή και νερό και τα κολλούσα ένα-ένα στα ξύλα των μικρών δέντρων και μετά πήγα στο σπίτι για φαγητό και ξεκούραση. Όταν γύρισα βρήκα αρκετά πουλιά κολλημένα στις ξόβεργες (βεργιά).
Τα πήγα χαρούμενος στο σπίτι και η μάνα χαρούμενη μου είπε: μπράβο Γιωργάκη μου. Τώρα όλοι μαζί να τα καθαρίσουμε να σας τα ψήσω με πατάτες.
Μια άλλη μέρα που πήγαμε όλα τα αδέλφια μαζί πιάσαμε γύρω στα 80 πουλιά. Μόλις τα είδε η μάνα μας είπε: να τα μαδήσουμε όλα, να τα τσιγαρίσω να τα βάλω στο κουρούπι για να σας τα ψήνω να τα τρώτε.
Συνήθως μας τα έψηνε στο τηγάνι με αυγά, πιλάφι με ρύζι και με κρεμμύδια και ντομάτα.
Εμείς συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στα πουλιά μέχρι που άνοιγε το σχολείο. Σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα είχαμε στο κουρούπι και τρώγαμε. Μετά όλα τα βεργιά τα τοποθετούσα σε φύλλο αθανάτου και τα είχαμε για τον επόμενο χρόνο. Αυτά και άλλα πολλά ήτανε τα βιώματά μας σε όλα τα χρόνια της κατοχής που πέρασα κοντά στους γονείς μου.
Σήμερα δεν υπάρχουν τόσα πολλά πουλιά. Ίσως με τους ψεκασμούς των δέντρων και των φυτών έχουν χαθεί. Όμως η κατοχή προ πολλών ετών πήρε τέλος και δεν υπάρχουν προβλήματα στη διατροφή και στη διαβίωσή μας. Ο άνθρωπος με την προσπάθειά του τα κατάφερα να φύγει από τους κινδύνους που είχε η ζωή του και γνώρισε την εποχή που του χαρίζει αυτό που επιθυμεί και αυτό που του αξίζει μας είπε τελειώνοντας ο Γιώργης Τσαχπίνης στην παρέα που κάναμε μαζί του.
Στο τέλος μας προσέφερε πλούσιο τραπέζι στο μαγαζί του, όπως συνηθίζουν τα ήθη και έθιμα της κρητικής οικογένειας και με την ευχή όλων μας να μην γνωρίσουμε όλοι μας ξανά δυσάρεστη εποχή.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός