Τι κοινό θα μπορούσε να έχει η οικονομική και επαγγελματική εκτόξευση ενός σερβιτόρου με τη δολοφονία μιας κοπέλας; Τις τελευταίες μέρες οι δύο αυτές ειδήσεις κυριαρχούν. Διαβάζουμε για την επαγγελματική ανέλιξη ενός σαραντάρη, από τη σάλα εστιατορίων και ετήσιο εισόδημα πολύ λιγότερο των δέκα χιλιάδων ευρώ, στα γραφεία συσκέψεων εταιρειών και εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων. Η επαγγελματική αυτή «αναβάθμιση», είναι φανερό από τα δημοσιεύματα, δεν οφείλεται, ούτε στις σπουδές, ούτε στην εργασιακή εμπειρία του πρώην σερβιτόρου, αλλά στην τύχη να έχει φιλικές σχέσεις με υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης και στην προδιάθεση να τις εκμεταλλευτεί για προσωπικό όφελος. Διαβάζουμε ταυτόχρονα για την κακοποίηση και σκληρή δολοφονία νεαρής από συνομήλικους της καθώς, από ότι φαίνεται, αρνήθηκε να έχει ερωτική επαφή μαζί τους.
Είναι δύο ειδήσεις που δικαίως μας φορτίζουν αρνητικά. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις παρακαλούμε να μην ξαναδιαβάσουμε παρόμοιες ιστορίες. Θα ευχόμασταν, έστω και από απλή ανάγκη να μπορούμε να κοιτάξουμε τα παιδιά μας στα μάτια, από τη μία μεριά η άτυχη κοπέλα να είναι το τελευταίο θύμα σεξουαλικής βίας στην Ελλάδα, από την άλλη, η επαγγελματική ανέλιξη να είναι αποτέλεσμα δουλειάς και ικανότητας και όχι απλά κοινωνικών και πολιτικών γνωριμιών. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι ευχές μας, μπαίνει η ανάγκη να αναθεωρήσουμε προσωπικές και κοινωνικές κατεστημένες νοοτροπίες.
Η κουλτούρα της σιωπής είναι ριζωμένη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας. Χρειαζόμαστε τη σιωπή για να καλύψουμε τόσο τις οικονομικές, όσο και τις σεξουαλικές μας «απρέπειες». Δεν θα αντέχαμε ως κοινωνία να δημοσιεύονται μια φορά τον χρόνο τα εισοδήματα όλων των φορολογουμένων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Φινλανδία, γιατί τότε θα γινόταν φανερό ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι ζούμε από την παραοικονομία, από τον εκπαιδευτικό που έχει επιπλέον του σχολείου, δέκα ώρες ιδιαίτερα τη βδομάδα, μέχρι τον υδραυλικό και τον αρτοποιό που δεν κόβουν αποδείξεις. Χρειαζόμαστε επίσης τη σιωπή γιατί αν συζητήσουμε συστηματικά τα στοιχεία σεξουαλικής βίας και κακοποίησης γυναικών και παιδιών στη χώρα (περίπου έξι στις εκατό υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων καταγγέλλονται, ενώ εάν το θύμα βιασμού είναι μικρότερο των 12 ετών, οι καταγγελίες είναι μία στις διακόσιες), θα τσαλακωνόταν άσχημα η εικόνα που προβάλλουμε για τις αξίες και τις ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας, όπως αναφέρει και ο κ. Τσιγκρής, καθηγητής εγκληματολογίας, στην έρευνα «Σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού: Όψεις κοινωνικού ελέγχου».
Δεν ζούμε σε ουτοπία και αντιλαμβανόμαστε ότι οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται κάποτε παιχνίδι εξουσίας, όπου ο ισχυρός προσπαθεί να επιβληθεί και να κερδίσει από τον λιγότερο ισχυρό. Όμως ζούμε ταυτόχρονα ως οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Οι αποφάσεις της πολιτείας δίνουν τον τόνο και φέρουν την ευθύνη για την αλλαγή, αυτό σε μια δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να είναι ευκολότερο.
Η αλλαγή νοοτροπίας δεν επιτυγχάνεται χωρίς πολιτικές συνθήκες που επιβάλλουν διαφάνεια και δικαιοσύνη. Χρειαζόμαστε περισσότερο ΑΣΕΠ και ΔΙΑΥΓΕΙΑ και όχι λιγότερο, όπως επιχειρείται. Χρειαζόμαστε λογοδοσία, αυστηρούς νόμους που δεν επιτρέπουν ούτε σε δημόσιους οργανισμούς να μην απογράφονται, ούτε την αισχροκέρδεια κάποιων επιχειρήσεων. Η κουλτούρα της σιωπής δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζει νομοτελειακά την ελληνική κοινωνία. Είναι ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής η καλλιέργεια γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων που ενθαρρύνουν κάθε πολίτη να σεβαστεί αλλά και να διεκδικήσει, που διδάσκουν και ενδυναμώνουν, τόσο το παιδάκι του νηπιαγωγείου να μάθει τη διαφορά ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» μυστικό, ώστε να μιλήσει αν χρειαστεί, όσο την εκπαιδευτικό του λυκείου να μην σταθεί αδιάφορη σε ομοφοβικά ή σεξιστικά σχόλια που ακούει στην τάξη της. Στην ουσία, η ευθύνη για να σπάσει κάποτε η σιωπή είναι πολιτική και οι πολιτικοί εκλέγονται, ευτυχώς.
*Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι πολιτική υπεύθυνη του τομέα παιδείας για το Ποτάμι