Σε καλύτερα ποσοστά, στους κινδύνους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, βρίσκεται η Κρήτη, συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα έρευνας του Περιφερειακού Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ένταξης της Περιφέρειας Κρήτης.
Τα συλλεγόμενα στοιχεία παρουσιάστηκαν χθες στην πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα «Συνθήκες Διαβίωσης, Διάγνωση Αναγκών και Θύλακες Αποστέρησης στην Κρήτη: Ευρήματα Έρευνας και Προοπτικές Χωρικού Κοινωνικού Σχεδιασμού», που διοργανώθηκε από την Περιφέρεια Κρήτης -Περιφερειακό Παρατηρητήριο Κοινωνικής Ένταξης -σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Εργαστήριο Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας (ΕΚΑΕΚΕ) του Τμήματος Κοινωνιολογίας).
Η ημερίδα, η οποία μεταδόθηκε και διαδικτυακά, αποτύπωσε την κατάσταση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών στην Κρήτη, τις χωρικές διαστάσεις των πολλαπλών μορφών κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και τις ανάγκες ατόμων και ομάδων του πληθυσμού που χρήζουν παρέμβασης.
Εισηγητές των επιμέρους θεματικών ενοτήτων πλειοδότησαν υπέρ της ύπαρξης μίας οριζόντιας κοινωνικής πολιτικής, που δεν θα αποκλείει και δεν θα στιγματίζει κανέναν συνάνθρωπό μας, ξεπερνώντας τις όποιες δυνητικές (και συνηθισμένες) δυσκολίες γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης. Το βέλτιστο μοντέλο καθολικής στήριξης εισοδημάτων θα πρέπει να συνδυάζεται και με πολιτικές βελτίωσης της εκπαίδευσης.
Τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να αποτελούν τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, τις πιο εκτεθειμένες στην ανέχεια και τις επιπτώσεις της. Ούτως ή άλλως, η ανισότητα, η φτώχεια και η κοινωνική αποστέρηση, «θα απασχολήσουν σύγχρονες κοινωνίες», όπως υπογράμμισε στο ξεκίνημα της εκδήλωσης ο Γιάννης Ζαϊμάκης, καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού, του Αθλητισμού και της Κοινότητας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Συντονιστής Ομάδας Ερευνών του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Παρατηρητήριο.
Η κοινωνική συνοχή δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμη περισσότερο στο άμεσο μέλλον, με τις προκλήσεις για κοινωνική ανάπτυξη να γίνονται μεγαλύτερες εξαιτίας των μεταβαλλόμενων περιβαλλοντικών (ελέω της Κλιματικής Αλλαγής) και κοινωνικοοικονομικών και υγειονομικών συνθηκών, που διατρέχουν και διαμορφώνουν τον πλανήτη.
Ο ρόλος των συντάξεων στη μείωση της ανισότητας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο ξεκίνημα της ημερίδας, τα εισοδήματα στην Κρήτη είναι 14,5 % πιο χαμηλά σε σχέση με το 2010, όταν η περιδίνηση της λιτότητας και των μνημονίων έβαλε στον οικονομικό περιοριστικό «γύψο» την χώρα μας.
Το 2011 το νησί μας είχε πολύ μεγαλύτερες απώλειες εισοδημάτων απ’ ό,τι ο μέσος εθνικός όρος. Η «εμφανής ανάκαμψη» την τριετία 2017-2019 περιόρισε το πρόβλημα.
Παράλληλα, η συγκριτική θέση της Κρήτης, από την 203η θέση το 2015, έπεσε στην 214η το 2019 στην κατάταξη των περιφερειών της ευρωπαϊκής επικράτειας βάσει του κατά κεφαλήν εισοδήματος (υπολογισμένο με όρους κοινής αγοραστικής δύναμης) μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ (2015-2019).
Στον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού η Ελλάδα βρίσκεται πιο μπροστά (27,5%) από την Ευρώπη των 27 (21,9%), ενώ στο εσωτερικό της χώρας, η Κρήτη κινείται σε χαμηλά επίπεδα (26,8%) σε σχέση με άλλες Περιφέρειες, όπως της Δυτικής Ελλάδας (38,6%).
Την τριετία 2017-2019 είδαμε μία μείωση της ανισότητας στην περιοχή της Κρήτης, κάτι που μεταφράζεται σε μία καλύτερη διανομή των εισοδημάτων (δείκτης ανισότητας Gini των Περιφερειών, 2017-2019) με ποσοστιαία διαφορά -11,2%.
Η μείωση της ανισότητας σε μεγάλο βαθμό εξαντλείται στον ρόλο των συντάξεων, καθώς οι κοινωνικές αποκλίσεις συρρικνώθηκαν από 32% έως 40% απ’ τα πάγια εισοδήματα των απομάχων της εργασίας.
Πολλές φορές, βεβαίως, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μπορεί να αυξάνουν την ανισότητα.
Οι συντάξεις ναι μεν ενισχύουν νοικοκυριά, ωστόσο εγκλωβίζουν νέους που δεν μπορούν να αποδεσμευτούν και να αυτονομηθούν.
Πόσοι και ποιοι είναι οι φτωχοί – Διάρθρωση δεικτών
Ο κ. Στέφανος Παπαναστασίου, επίκουρος καθηγητής Εφαρμοσμένης και Συγκριτικής Κοινωνικής Ανάλυσης στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, παρουσίασε το ποσοτικό χάσμα και την ένταση της φτώχειας, επικαλούμενος στοιχεία έρευνας του 2020 για τα εισοδήματα του 2019.
Βάσει των ευρημάτων, για το χάσμα και βάθος της φτώχειας, η Ελλάδα (17,7 %) δεν απομακρύνεται πολύ από το ποσοστό φτώχειας της ΕΕ των 27 (17,1%).
Σε επίπεδο Περιφερειών, η Κρήτη βρίσκεται σε «αρκετά καλή κατάσταση», με μια μέση τιμή με δείκτη φτώχειας στο 14,1%.
Στο νησί μας υπάρχει μία πολύ μεγάλη μείωση, πάνω από 20-25% εξαιτίας των συντάξεων και μία πολύ μικρή μείωση εξαιτίας των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά μπορεί να εμφανίζουν ένα πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας, 41,38%, αλλά πολύ χαμηλή συμμετοχή στη φτώχεια (7,04%). Αντίθετα, πολύ υψηλή συμμετοχή στη φτώχεια έχουν τα μονομελή νοικοκυριά, τα μονοπρόσωπα (30,21%)
Στις ηλικιακές ομάδες, ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι τα παιδιά βρίσκονται σε έντονο κίνδυνο φτώχειας (18,65%) και με υψηλή συμμετοχή στην φτώχεια (28,45%).
Οι άνω των 65 ετών εμφανίζουν σχετικά ποσοστά, μεγάλα, όπως αυτά των παιδιών (27,57%).
Όσοι είναι άνεργοι συγκεντρώνουν ένα πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας (37,6 %), τούτο όμως δεν επιβεβαιώνεται από τη συμμετοχή τους στη φτώχεια (13,78%). Πολύ υψηλότερη συμμετοχή έχουν οι εργαζόμενοι (22,29%). Αυτό το στοιχείο, όπως υπογραμμίστηκε, δείχνει ότι η εργασιακή φτώχεια είναι ένα έντονο φαινόμενο που χρειάζεται να προσεγγιστεί και να αντιμετωπιστεί, γιατί πολλοί έχουν την πεποίθηση (ψευδαίσθηση για την ακρίβεια) ότι με την εργασία αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος της φτώχειας.
Σε επίπεδο εκπαίδευσης, πάλι, αυτοί που έχουν βγάλει το δημοτικό έχουν πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας (17,09%) και πολύ υψηλή συμμετοχή (40,98%).
Συνθήκες διαβίωσης: Υλική αποστέρηση και τα ενθαρρυντικά στοιχεία
Η αντικειμενική αδυναμία των νοικοκυριών να καλύψουν βασικές ανάγκες, απαντά αναλυτικά στην έννοια της υλικής αποστέρησης.
Διαγραμματικά, αποτυπώνεται ότι η Ελλάδα έχει ένα πολύ υψηλό ποσοστό, υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (31,8% έναντι 12%).
Εδώ η θέση του νησιού μας διαφοροποιείται, σε αντιπαραβολή με τα ζητήματα φτώχειας: Βρίσκεται κάπου στις μέσες τιμές (30,6%), όσο η Δυτική Ελλάδα οδηγεί την κούρσα, με το να είναι σταθερά μπροστά με 45,2%.
Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης ότι η Κρήτη, στα αντικείμενα υλικής αποστέρησης, κατατάσσεται χαμηλότερα από τον ελληνικό μέσο όρο, με εξαίρεση την πληρωμή των πάγιων υποχρεώσεων (δάνεια, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, ενοίκια), όπου απέχει σχεδόν πέντε μονάδες απ’ την γενικότερη εικόνα της πατρίδας μας (25,1% έναντι 20,8%).
Ενδεικτικά στις βασικές κατηγορίες, ο ελληνικός μέσος όρος διαμορφώνεται έναντι του αντίστοιχου που αφορά την Κρήτη, ως εξής:
Αδυναμία κάλυψης έκτακτων αναγκών: 50,9%, – 45,4%
Διακοπές μίας εβδομάδας τον χρόνο: 56,8% – 39,1%
Κατοχή αυτοκινήτου: 23,0%, – 22,1%
Επαρκής θέρμανση στο σπίτι: 18,3% – 17,3%
Διατροφή με κρέας ή ψάρι κάθε δύο μέρες: 10,7% – 8,7%
Ως προς τον κίνδυνο φτώχειας, προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος δείκτης πέφτει κατά 14% στην Κρήτη: το 2018 ήταν στο 20,4% και το 2020 έπεσε στο 14%, ενώ στο σύνολο της χώρας από το 18,5% του 2018 πέρυσι πήγε στο 17,7% (μικρός περιορισμός).
Υλική αποστέρηση:
Κρήτη, 2018: 17,5%, Ελλάδα: 16,7%
Κρήτη, 2019: 18,9%, Ελλάδα: 16,2%
Κρήτη, 2020: 15,7%, Ελλάδα: 16,5%
Οι ωφελούμενοι στα Κέντρα Κοινότητας και το προφίλ τους
Κατά την τριετία 2018-2020 καταγράφηκαν 19.931 ωφελούμενοι στα Κέντρα Κοινότητας της Περιφέρειας Κρήτης. Οι περισσότερες καταγραφές ωφελούμενων εντοπίζονται το 2019 (11.814) και οι λιγότερες το 2020 (3.519). Κατά την υπό μελέτη τριετία, οι περισσότερες καταγραφές απαντώνται στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων (7.899) και οι λιγότερες (2.955) στο Ρέθυμνο και στο Λασίθι (3.158). Το Ηράκλειο είχε 5.919 καταγραφές.
Οι περισσότεροι είναι μεσήλικες, με μέσο όρο τα 46,5 έτη, έχουν ελληνική υπηκοότητα και δεν εντοπίζονται έντονες διαφοροποιήσεις κατά φύλο. Οι περισσότεροι εγγεγραμμένοι ήταν άγαμοι (56,9%), την ώρα που το ποσοστό έγγαμων ή σε σύμφωνο συμβίωσης ανέρχεται σε 28,1%, με τους διαζευγμένους να είναι 15%.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως επισημάνθηκε, στα Κέντρα Κοινότητας το μεγαλύτερο μέρος προσωπικού είναι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, αφού παρατηρείται τεράστια έλλειψη σε διοικητικό προσωπικό, κάτι που παραμερίζει σημαντικά την διάγνωση αναγκών λόγω των έντονων διεκπεραιωτικών υποχρεώσεων.
Για το επίπεδο εκπαίδευσης εγγεγραμμένων: Εκείνοι που δεν έχουν ολοκληρώσει ή έχουν μόλις ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση ανέρχονται στο 45%.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό στους αποφοίτους της Δευτεροβάθμιας (31,1% για αποφοίτους Γενικών ή Επαγγελματικών Λυκείων), αλλά εξίσου αξιοπρόσεκτος είναι κι ο αριθμός εκείνων που έχουν τελειώσει είτε Ανώτερη Σχολή (9,6%) ή έχουν ένα πανεπιστημιακό πτυχίο (13,6%). Θα πρέπει φυσικά να συνυπολογιστεί και η υψηλή ανεργία που υπάρχει στις δύο τελευταίες κατηγορίες.
Ως προς την επαγγελματική τους κατάσταση πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους (working poor) χωρίς επαρκές εισόδημα και για ανέργους. Στην τρίτη θέση ακολουθούν οι συνταξιούχοι.
Αναλυτικά, το 39,8% είναι εργαζόμενοι χωρίς επαρκές εισόδημα, το 38,1% άνεργοι και το 12,2% συνταξιούχοι.
Οι περισσότεροι άνδρες ωφελούμενοι εντοπίζονται στο Ηράκλειο (56,8%) και στο Λασίθι (53,3%), ενώ οι γυναίκες έχουν τη «μερίδα του λέοντος» στα Χανιά (47,8%) και στο Ρέθυμνο (47,7%).
Στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου η συντριπτική πλειονότητα των εγγεγραμμένων ωφελούμενων έχουν ελληνική υπηκοότητα (91,7%), ενώ στις υπόλοιπες Περιφερειακές Ενότητες περίπου ένας στους τέσσερις έχουν άλλη υπηκοότητα.
Σε όλη την Κρήτη, πάντως, η πλειοψηφία των εγγεγραμμένων ωφελούμενων είναι άγαμοι/ες.
Οι «πρωτιές» της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου
Σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης των εγγεγραμμένων ωφελούμενων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, η οποία εμφανίζει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό εγγεγραμμένων ωφελούμενων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση (17,8%) και το υψηλότερο ποσοστό αποφοίτων λυκείου (37,9%) συγκριτικά με τις υπόλοιπες Περιφερειακές Ενότητες.
Στο Ρέθυμνο απαντάται και το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων ωφελούμενων μια και φτάνει στο 45,7%.
Με μία γενικότερη ματιά, οι δύο αυτές κατηγορίες (ανέργων, εργαζομένων) σε όλη την Κρήτη ισορρόπησαν το 2020.
Περνώντας, τώρα, στους δικαιούχους του ΤΕΒΑ (Ταμείο Επισιτιστικής Βοήθειας Απόρων), στην τελευταία διανομή, την 16η, τον Ιούλιο του 2021, είδαμε ότι ατομικά οι ωφελούμενοι είναι 15.923 και οι αιτήσεις που γίνονται από νοικοκυριά 8.160.
Οι λιγότεροι ωφελούμενοι είναι στο Ρέθυμνο: 664 σε επίπεδο αιτήσεων από νοικοκυριά και 1.259 οι μεμονωμένοι.