Του ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΡ. ΚΑΣΩΤΑΚΗ*
Με την ευκαιρία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, της 25ης Μαρτίου 1821, η μνήμη γυρνάει πίσω και στο ιστορικό ξεφύλλισμά της βλέπει κανείς πόσοι κατακτητές πέρασαν από την Κρήτη – Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Βενετοί, Γενοβέζοι, Τούρκοι και Γερμανοί.
Κανείς όμως απ’ αυτούς δεν κατάφερε να μειώσει την κρητική ανδρειοσύνη, την κρητική ψυχή ή ν’ αλλοιώσει την ιστορία ή τον πολιτισμό ή τον πληθυσμό της. Ο γνωστός ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός στο βιβλίο του «Κρήτες και καταγωγή αυτών» στην ιστορική έρευνα που έκανε μεταβαίνοντας και μένοντας επί αρκετό χρόνο στη Κρήτη, αυτά ακριβώς υποστηρίζει.
Πράγματι γυρνώντας και τριγυρνώντας στη Κρήτη ανά τους αιώνες, συναντάς τα ιστορικά γεγονότα που τη σημάδεψαν και βλέπεις ότι τα γεγονότα αυτά δεν έσβησαν, αλλά ίσως μερικά να ξεθώριασαν λίγο.
Δεν θα αναφερθώ παρά συνοπτικά και στην περιληπτική αυτή πορεία, θα φθάσω μέχρι και την Τουρκική κατάκτηση. Προτού όμως αρχίσω από την ιστορική εποχή θα σταθώ στις παραδόσεις της μυθικής Ομηρικής εποχής κατά τις οποίες ο Ζευς, γιος του Κρόνου βασιλιάς της Γης και Ουρανού κρύφτηκε από τη μητέρα του Ρέα στο Όρος Δίκτη και πήρε το όνομα «Κρηταγενής Ζευς». Εξεθρόνισε τον Κρόνο και έγινε αυτός «πατέρας» των ανδρών και των Θεών. Βασίλεψε στην Κρήτη, πέθανε και τάφηκε στο βουνό Γιούχτα.
Κατά τους προϊστορικούς χρόνους της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. στέκομαι και εδώ λίγο στα μεγάλα Ανάκτορα της Κνωσού (παλαιά ονομασία Καίρατος ή Τρίττα ή Μινωϊκή) με τον περίφημο Λαβύρινθο, όπου ο αρχαιολόγος Σβανς υποστηρίζει ότι η πόλη αυτή υπήρχε ήδη κατά τη Νεολιθική περίοδο, δηλαδή 3000 π.Χ. και ότι αναπτύχθηκε κατά την «πρώιμον χαλκή περίοδο» που κτίσθηκε το παλαιότερο ανάκτορο του ηγεμόνα το 2000 π.Χ. και το 1675 έγινε το Μέγα Ανάκτορο. Ονόματα που αναφέρονται επίσης κατά την Προϊστορική περίοδο και έχουν σχέση με τη Κνωσό και έχουν διαδραματίσει διάφορους ρόλους, είναι του Μίνωα, Ροδάμανθου, Μινώταυρου, Δαίδαλου, Πασιφάης, Θησέα, αλλά κάθε ένα και από αυτά έχει ολόκληρη ιστορία.
Για τα Ανάκτορα της Κνωσού και το κτίσιμό τους νεότερες τον Σλήμαν έρευνες αναφέρουν ότι το πρώτο μεγάλο Ανάκτορο έγινε το 1800 π.Χ. το 1600 π.Χ. το δεύτερο, το οποίο ήταν πολύ μεγαλύτερο, πάνω στα ερείπια του πρώτου. Το 1400 π.Χ. αυτό όμως το Ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά και μέχρι το 1200 π.Χ. χρησιμοποιούσαν μόνο μερικά δωμάτια που έκτοτε κατέπεσε και παρέμεινε ακατανίκητο. Αυτά τα λίγα ως προς τα σημερινά Ανάκτορα της Κνωσού. Πόλεμοι εμφύλιοι και εξωτερικοί έγιναν πολλοί. Οι Κνώσιοι έλαβαν μέρος στον πόλεμο εναντίον της Ρόδου και υποστήριζαν τον Δημήτριο Πολιορκητή το 305 π.Χ. Συμμετοχή σ’ άλλους αγώνες είχαν, εναντίον του Φιλίππου Β’. Το 171 π.Χ. τάχθηκαν όμως με τον στρατό του Φιλίππου 3.000 εθελοντές από Κνωσό και Φαλάσαρνα.
Για τον Μίνωα αναφέρεται ότι δημιούργησε ισχυρό στρατό και με τη Θαλασσοκρατία του κυρίεψε και πολλά νησιά και μάλιστα ανάγκασε και τους Αθηναίους να στέλνουν 7 νέους και 7 νέες για βορά τον Μινώταυρου, μέχρι της θανατώσεώς του από τον Θησέα, ο δε εγγονός του Μίνωα Ιδομενέας, έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 80 πλοία.
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Αχαιούς ούτε μεγάλη διάρκεια είχε ούτε σπουδαία γεγονότα συνέβησαν, εκτός μερικές από τις κρητικές φυλές που έφυγαν από την Κρήτη. Στη Κρήτη στους αμέσως επόμενους χρόνους δεν διακρίνονται αχαϊκά ίχνη γιατί έγινε ανάμειξη της αχαϊκής μυκηναϊκής τέχνης με την κρητική και γεννήθηκε «κοινή» τέχνη.
Κατά την Ελληνική περίοδο υπήρξαν δύο Δωρικές αποικήσεις στη Κρήτη αρχόμενες από τον 12° π.Χ. αιώνα. Η πρώτη από τον Πόλλις από τη Σπάρτη και η άλλη από τον Αλθαιμένη από το Άργος. Και οι δύο κατάργησαν τη βασιλεία και εφάρμοσαν το Αριστοκρατικό Πολίτευμα, το οποίο δεν βοήθησε την πνευματική ανάπτυξη της Κρήτης.
Ρωμαϊκή κατάκτηση
Κατά τον 2° π.Χ. αιώνα, μόνο η Κρήτη δεν είχε κατακτηθεί από τους Ρωμαίους. Το 189 ο Κόιντος Φάβιος κατάπλευσε στη Κρήτη και ζήτησε να ελευθερώσουν τους Ρωμαίους αιχμαλώτους, που είχαν συλλάβει οι Κρητικοί μισθοφόροι από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι Κρητικοί αρνήθηκαν, όπως αρνήθηκαν και στον Μάρκο Αντώνιο, όπου τους ζητήθηκε να λύσουν τη συμμαχία με τους Κιλικίους. Ο Αντώνιος με πλοία κινήθηκε κατά της Κρήτης, αλλά πριν φθάσει σε ναυμαχία, νικήθηκε. Αιχμαλωτίσθηκαν πολλοί και ο Αντώνιος που μόλις κατόρθωσε να διαφύγει, έκλεισε ειρήνη. Κατόπιν οι Ρωμαίοι ακύρωσαν την ειρήνη αυτή και ετοίμαζαν νέο πόλεμο. Οι Κρήτες έστειλαν το 71 π.Χ. Πρέσβεις με 30 επιφανείς στη Ρώμη για να αποτρέψουν τον κίνδυνο. Οι προτάσεις των Κρητών απορρίφθηκαν και ζήτησαν μάλιστα οι Ρωμαίοι να τους παραδώσουν όλα τα πλοία, τριακόσιους ομήρους και τους Στρατηγούς Λασθένη και Πανάρη και να πληρώσουν 4.000 τάλαντα. Όπως είναι φυσικό οι όροι αυτοί απερρίφθησαν.
Οι Ρωμαίοι με τον Κόιντον Καικίλιον Μέτελλον εξεστράτευσαν κατά της Κρήτης το 69 π.Χ. και με τρεις λεγεώνες αποβιβάστηκαν στη Κυδωνία. Οι Κρήτες αντιπαρέταξαν 24.000 άνδρες υπό τον Λασθένη και Πανάρη, αλλά νικήθηκαν. Ο μεν Πανάρης παραδόθηκε κατά την πολιορκία στην Κυδωνία, ο δε Λασθένης κατέφυγε στην Κνωσό και όταν πολιορκήθηκε, έκαψε όλους τους Θησαυρούς και διέφυγε στην Ιεράπυτναν, ενώ η Κνωσός περιήρχετο στον Μέτελλο. Ο πόλεμος εξακολουθούσε επί 3 χρόνια και τελικά η Κρήτη υποτάχθηκε. Έγινε Ρωμαϊκή επαρχεία με Διοικητή Πραίτωρα, ή Ανθύπατο με έδρα τη Γόρτυνα. Οι Ρωμαίοι άφησαν ένα είδος αυτοδιοίκησης και επέτρεψαν να κόψουν και ένα χάλκινο νόμισμα. Η Κρήτη ευρισκόμενη στο Ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού Κράτους, υπήρξε εκ των πρώτων χωρών που έγινε δεκτός ο Χριστιανισμός. Ο κρητικός Απόστολος Τίτος έγινε από τον Απόστολο Παύλο ο πρώτος Επίσκοπος Κρήτης στη Γόρτυνα. Όμως η νέα Θρησκεία υπέστη διωγμούς και οι Δέκα μάρτυρες βρήκαν μαρτυρικό Θάνατο, το 150 μ.Χ.
Κατάκτηση από Άραβες. Μεσαιωνική εποχή
Μετά τους Βυζαντινούς οι Άραβες (Σαρακηνοί), οι οποίοι ίσως να προσκλήθηκαν από τον στρατηγό Θωμά του Βυζαντίου που είχε εκδηλώσει στάση κατά του Βυζαντίου, οι Άραβες λοιπόν από την Ισπανία με αρχηγό της τον Αβού – Χαφς – Ομάρ Α’ (Απόχαψεν κατά τους Βυζαντινούς) έφθασαν στη Σούδα, πυρπόλησαν 40 πλοία και προχώρησαν στα ενδότερα, λεηλατούντες και σφάζοντας μέχρι και τον Επίσκοπο Κύριλλο της Γόρτυνας. Στο Ηράκλειο θεμελίωσαν την Ακρόπολη με την ονομασία Ράμπ – Ελ – Κάντακ, δηλαδή Φρούριο της τάφρου, ή Χάνδακα. Επί 130 χρόνια λήστευαν, έκαναν αγορά δούλων χριστιανών γυναικών για τα χαρέμια τους και άλλες μεγάλες καταστροφές. Από το Βυζάντιο έγιναν εναντίον τους τρεις εκστρατείες, το 825, το 826 και το 828 από διαφορετικούς στρατηγούς, αλλά και οι τρεις απέτυχαν καθώς και άλλες δύο. Άλλη το 900 με 187 πλοία και 47.200 άνδρες και αυτή απότυχε. Το ίδιο τέλος είχε και αυτή με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο.
Τον Ιούλιο του 960 ο Νικηφόρος Φωκάς, μετά από πολιορκία 8 μηνών κατάλαβε το φρούριο του Χάνδακα. Αιχμαλωτίσθηκαν 200.000 Άραβες και άλλοι τόσοι σκοτώθηκαν. Έτσι η Κρήτη έγινε για δεύτερη φορά Βυζαντινή επαρχία.
Ο Χριστιανικός Πληθυσμός όμως της Κρήτης, στα 135 περίπου αυτά χρόνια, είχε ελαττωθεί. Ο Νικηφόρος Φωκάς έκαμε τα μουσουλμανικά τεμένη Εκκλησίες, έχτισε νέες και επανέφερε πολλούς Κρητικούς στον Χριστιανισμό που είχαν εξαναγκασθεί να γίνουν μουσουλμάνοι. Έφερε Χριστιανούς αποίκους και τους έδωσε αγρούς σε όλο το νησί. Οι άποικοι αυτοί ήσαν Σλάβοι και Αρμένιοι και ένεκα τούτου συναντάμε στη Κρήτη πολλά χωριά με το όνομα Αρμένοι (Σητεία, Ρέθυμνο και Αποκόρωνα Χανίων) και από τους Σλάβους Σλαβοχώρια στη Σητεία και Πεδιάδα. Στους 2,5 περίπου αιώνες που κράτησε η δεύτερη Βυζαντινή κατάκτηση και κατά το 1092 (ή 1182) έγινε απόπειρα επανάστασης στη Κρήτη και Κύπρο, αλλά η Βυζαντινή Αυλή με στρατιωτικές δυνάμεις την απέτρεψε και έστειλε στη Κρήτη τα (12) Αρχοντόπουλα και ίδρυσε τον Φεουδαλισμό (βλ. β. ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ Κ. Κασωτάκη).
Βενετοκρατία
Μετά την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας, έλαβε την Κρήτη ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός ο οποίος με συνθήκη την παραχώρησε αντί 1.000 αργυρών μάρκων στους Βενετούς. Μετά από λίγο όμως οι Γενοβέζοι πρόλαβαν και κατέλαβαν την Κρήτη. Οι Βενετοί έστειλαν βέβαια στρατό και ο πόλεμος κράτησε μέχρι το 1210 οπότε η Κρήτη έμεινε πάλι στους Βενετούς.
Η Βενετία αναγνώρισε την Ορθόδοξη θρησκεία των Κρητών με τα μοναστήρια και τα κτήματά τους. Κατά απαίτηση τον Πάπα όμως, έδιωξαν τον Έλληνα Μητροπολίτη και τους Επισκόπους και εγκατέστησαν στις επισκοπές Λατίνο Αρχιεπίσκοπο και Επισκόπους. Για να στερεώσει η Βενετία την εξουσία της, έστειλε αποίκους Βενετούς σε διάφορα σημεία του νησιού, ως Τιμαριούχους και τους παραχώρησε μεγάλα κτήματα και Κρητικούς αγρότες ως δουλοπάροικους. Με τα μέτρα όμως αυτά το κρητικό στοιχείο είχε απώλειες και άρχισε η αντίδραση. Η πρώτη επανάσταση έγινε από τους Αγιοστεφανίτες το 1212 και όλη η Κρήτη εκτός του Τεμένους, καταλήφθηκε από τους Επαναστάτες. Οι ενισχύσεις που ήλθαν από τη Βενετία σταμάτησαν τελικά το κίνημα.
Το 1217 έγινε άλλη επανάσταση από τους Σκορδίληδες και Μελισσινούς και το 1230 άλλη, χωρίς αποτέλεσμα. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτσης έστειλε βοήθεια στους επαναστάτες αλλά με τα προνόμια που έλαβαν υποτάχθησαν. Το 1252 η Βενετία έστειλε μεγάλο αριθμό αποίκων και κτίσθηκε η πόλη των Χανίων πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας και το φρούριο των Χανίων, όπου έμεναν ο Διοικητής και άλλοι ευγενείς Βενετοί.
Το 1273 νέα επανάσταση από τους Χορτάτζιδες απέτυχε. Οι Βενετοί το 1279 υποσχέθηκαν στο Αλέξιο Καλλέργη πολλά προνόμια τα οποία δεν τήρησαν, αλλά και η επανάσταση αυτή του Καλλέργη καταβλήθηκε. Οι Βενετοί πλέον άρχισαν να φέρονται σκληρά στους Κρήτες. Ο Αλέξιος Καλλέργης και πάλι το 1283 τέθηκε επικεφαλής μεγάλου αριθμού επαναστατών και η επανάσταση κράτησε πολλούς μήνες και ήταν καταστρεπτική για τους Βενετούς που αναγκάσθηκαν να κλειστούν στα παράλια σε φρούρια.
Μετά είκοσι χρόνια το 1303 έγινε μεγάλος σεισμός στη Κρήτη κατά τον οποίο γκρεμίσθηκαν τα τείχη του Χάνδακα και οι Κρητικοί προέτρεπαν τον Αλέξιο να τεθεί και πάλι επικεφαλής εναντίον των Βενετών. Η απάντηση όμως του Καλλέργη ήταν ότι, ίσως τότε να έλθουν Καταλανοί ή Γενουάτες οπότε η κατάσταση θα γίνει χειρότερη.
Το 1332 νέα επανάσταση από τον Βάρδα Καλλέργη καταβλήθηκε.
Το 1347 έγινε νέα επανάσταση στον Αποκορώνα από τον Κωνσταντίνο Σμιρίλιο και τους γιους του που παρακίνησε ο νεαρός Λέοντας Καλλέργης, αλλά πολεμήθηκε από τον άλλο νεότερο Αλέξιο Καλλέργη. Οι αρχηγοί της επανάστασης αυτής προσκλήθηκαν από τον Δούκα στον Χάνδακα και με δόλο τους φόνευσαν και τον Λέοντα έπνιξαν στη θάλασσα τη νύκτα. Οι Καψοκαλύβες όμως, δηλαδή ο πεθερός του Λέοντα με τους γιους του, εξακολούθησαν την επανάσταση στο Αμάρι και Αγ. Βασίλειο (Σύβριτα) και στα Σφακιά.
Ταυτόχρονα οι αδελφοί Ψαρομήλιγγοι επαναστάτησαν στη ανατολική Κρήτη και Μεσσαρά και έγιναν κύριοι όλης της χώρας εκτός από τον Χάνδακα. Με έξυπνο στρατήγημα όμως νικήθηκαν και φονεύθησαν, το ίδιο έπαθαν μετά από λίγο και οι Καψοκαλύβες.
Οι Βενετοί εκτός από τους πολέμους με τους Κρητικούς άρχισαν να αντιμετωπίζουν και τη δυσαρέσκεια των αποίκων τους, που είχαν φέρει και οι οποίοι υπέβαλλαν διάφορα αιτήματα. Τα παράπονα αυτά κρίθηκαν απαράδεκτα και οι άποικοι κήρυξαν αποστασία το 1363. Ο δούκας Δάνδολος και οι δύο σύμβουλοί του καθαιρέθηκαν και φυλακίσθηκαν. Η Βενετική Κυβέρνηση αποκηρύχθηκε και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση και η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία υπό την προστασία και το όνομα του Αποστόλου Τίτου. Επίσης οι άποικοι για να τύχουν τη συμπάθεια των Κρητικών, αποκήρυξαν τον Καθολικισμό και αναγνώρισαν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημη θρησκεία της νέας Δημοκρατίας.
Μετά από αυτά τα γεγονότα η επανάσταση γενικεύθηκε σε όλη τη Κρήτη. Η Βενετία ετοίμασε μεγάλο στόλο και στρατό. Η πρώτη σύγκρουση αποκρούσθηκε αλλά τελικά η επανάσταση κατεστάλη. Τα Βενετικά στρατεύματα σε λίγο έφυγαν και τότε άρχισε νέα επανάσταση με αρχηγούς και υποκινητές τους τρεις αδελφούς Καλλέργηδες, τον Ιωάννη, Γεώργιο και Αλέξιο και προστέθηκαν σ’ αυτούς και Βενετοί από τους οίκους των Βενιέριδων, Γραδενίγων και Μολίνων. Οι επαναστάτες ύψωσαν τη Βυζαντινή σημαία στο οροπέδιο Λασιθίου και αγωνίζονταν για την ένωση της Κρήτης με το Βυζάντιο. Οι Καλλέργηδες επαναστάτησαν στον Μυλοπόταμο, στη Σύβριτο τη δυτική Κρήτη μέχρι την Κίσαμο. Ορμητήριο είχαν την Ανώπολη των Σφακίων και το Καστρί του Μυλοπόταμου. Ούτε αυτή η επανάσταση είχε επιτυχία. Οι επαναστάτες νικήθηκαν και οι Αρχηγοί τους θανατώθηκαν. Επειδή τα ορμητήρια των επαναστατών είχαν άφθονα γεννήματα για τη συντήρησή τους, οι Βενετοί απαγόρευσαν όχι μόνο την κατοίκησή τους, αλλά τα ερήμωσαν και απαγόρευσαν και την καλλιέργειά τους. Η απαγόρευση αυτή κράτησε 100 χρόνια.
Με την πάροδο του χρόνου η Βενετία αναγνώρισε πολλούς Κρητικούς ως Τιμαριούχους με τα ίδια δικαιώματα με τους Φεουδάρχες Βενετούς. Άφησαν ελεύθερο τον πολυάριθμο κλήρο, ιερείς και καλογήρους στα Ελληνικά μοναστήρια. Τις Μητροπόλεις και Επισκοπές έδωσαν στους Λατίνους, αλλά δεν έθιξαν το Ορθόδοξο δόγμα και έτσι πολλοί γίνονταν κληρικοί για να αποφύγουν τις αγγαρείες και άλλα βάρη. Η Κρήτη επί Βενετών λόγω της θέσεώς τους, έγινε σπουδαίο εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο. Ιταλοί και Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις και άρχισαν τις συναλλαγές με τους τιμαριούχους Βενετούς. Στο Χάνδακα ως πρωτεύουσα άρχισαν να οικοδομούν μέγαρα οι Φεουδάρχες.
Έκτιζαν μεγάλες εκκλησίες και μοναστήρια λατινικά, φρούρια, λιμάνια, νεώρια, δεξαμενές και υδραγωγεία. Αλλά και στην αναγέννηση των γραμμάτων τον 14° και 15° αιώνα στη Κρήτη, μετά τις επαναστάσεις, άρχισε η πνευματική κίνηση. Έλληνες και Βενετοί από την Κρήτη ταξίδευαν για σπουδές στην Ιταλία στα Πανεπιστήμια Ρώμης και Παταβίου τα οποία άκμαζαν.
Στην Κρήτη στις πόλεις, άρχισαν να λειτουργούν σχολές κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης και μάλιστα στα Μοναστήρια που ήταν κατά τη Βενετοκρατία κέντρα εκπαιδευτικής κίνησης με τις πλούσιες βιβλιοθήκες που διέθεταν και τους λόγιους μοναχούς, ανήλθε η παιδεία.
Λόγιοι Κρήτες δίδαξαν στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, ίδρυσαν φροντιστήρια ακόμα και Ελληνικό τυπογραφείο στη Βενετία. Επίσης άνθισε η ποίηση στη Κρητική διάλεκτο και κρητικά Δράματα παιζόταν στην Κρήτη, όπως η «Ερωφίλη» του Χορτάτση, καθώς και ο «Ερωτόκριτος» τον Κορνάρου που υπήρξε το πλέον δημοφιλές ποίημα του νέου Ελληνισμού.
Οι επαναστάσεις όμως στους δύο τελευταίους αιώνες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Στο Ρέθυμνο η επανάσταση του Σήφη Βλαστού πριν ξεκινήσει προδόθηκε και πληρώθηκε με αίμα.
Το 1570 έγινε μια σοβαρότερη επανάσταση υπό την αρχηγία του Σελινιώτη Γεωργίου Καντανολέων και πολλών αρχοντορωμαίων που κυρίεψαν το Ρέθυμνο και πολιόρκησαν τα Χανιά. Αλλά με δόλο συνελήφθηκε ο Καντανολέων με τους γιους του 500 επαναστάτες και άλλοι αρχηγοί και θανατώθηκαν όλοι, οι δε Βενετοί μισθοφόροι έκαψαν τα χωριά των επαναστατών.
Παράλληλα η Βενετία βρισκόταν σε πολιτικές εμπλοκές με τους Τούρκους και το γεγονός αυτό την ανάγκασε για ναυπήγηση μεγάλου στόλου, την οχύρωση πόλεων και φρουρίων της Κρήτης. Τότε έγιναν, εκτός από τα φρούρια της Σπιναλόγκας, Σούδας και Γραβούσας, τα μεγάλα οχυρωματικά έργα του Χάνδακα (1450 – 1560).
Όλα αυτά όμως γίνονταν με βαριά φορολογία και αγγαρείες των Κρητικών, με καταπιέσεις και με αγγαρείες των χωρικών στις γαλέρες. Σύμφωνα δε με τους Προβλεπτές των Ενετών, 7.200 Κρητικοί πέθαναν στις γαλέρες και κατά το διάστημα 1607 – 1678 άλλοι 15.000 από άλλες αιτίες. Οι Κρητικοί αναγκάσθηκαν να πουλούν τις περιουσίες τους για να πληρώνουν τους φόρους, ή να καταφεύγουν στα βουνά. Η κατάσταση έγινε αφόρητη.
Συνεχίζεται…
*Ο Γιάννης Κασωτάκης είναι συγγραφέας-δημοσιογράφος