Του ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΡ. ΚΑΣΩΤΑΚΗ*
Μέρος Γ’ (τελευταίο)
Τούρκική κυριαρχία (1669 – 1898)
Οι Τούρκοι σιγά – σιγά προχωρούσαν στο εσωτερικό της Κρήτης και κατείχαν και όλες τις παραλίες, οπότε οι εθελοντές αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν στις αρχές του 1869. Έτσι έληξε ο τριετής αγώνας που το μόνο κέρδος ήταν ο Οργανικός Νόμος του Ααλή αλλά ποτέ δεν εφαρμόσθηκε πλήρως.
Η Κρήτη ησύχασε επί μία δεκαετία. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο τον 1877 – 78 βρήκε την ευκαιρία για αν επιδιώξει την απελευθέρωσή της. Η Τουρκία νικήθηκε από τη Ρωσία και το συνέδριο του Βερολίνου επρόκειτο να κανονίσει την τύχη της Τουρκίας. Και ενώ τα επαναστατικά σώματα είχαν καταρτισθεί και οι Επιτροπές στην Κρήτη, το συνέδριο του Βερολίνου άφησε την Κρήτη στη Τουρκική κυριαρχία. Με την μεσολάβηση των Προξένων διορίσθηκαν αντιπρόσωποι της Πύλης και των Κρητών και κατάρτισαν την Σύμβαση της Χαλέπας τον Οκτώβριο του 1878. Με τη Σύμβαση αυτή τα δύο τρίτα ήταν στη δικαιοδοσία των Χριστιανών στη Συνέλευση. Συγκροτήθηκε Κρητική Χωροφυλακή από ντόπιους αξιωματικούς και χωροφύλακες. Αναγνωρίσθηκε η Ελληνική γλώσσα ως επίσημη των Δικαστηρίων και της Βουλής και καθιερώθηκε στις Υπηρεσίες η Ελληνική και η Τούρκική γλώσσα. Διορίσθηκε, για πρώτη φορά χριστιανός γενικός διοικητής της Κρήτης ο Ιωάννης Φωτιάδης, ο οποίος ελεύθερα ερμήνευε και εφάρμοζε το νέο Πολίτευμα.
Το 1889 η Τουρκική κυβέρνηση λόγω των κομματικών διαιρέσεων στο νησί, θεώρησε κατάλληλη την περίσταση να περικόψει προνόμια του νησιού. Έστειλε στρατό στην Κρήτη, κατάργησε ουσιώδη μέρη της Σύμβασης της Χαλέπας και έφερε φορολογικό σύστημα βαρύ για τους πολίτες. Η αντίδραση των Κρητών άρχισε και η ανωμαλία και η ακαταστασία υπήρχε παντού, με φυλετικές δολοφονίες, αντεκδικήσεις κ.ά.
Το 1895 σχηματίσθηκε από τον Μ. Κούντουρο μεταπολιτευτική Επιτροπή με στόχο την αναστήλωση των προνομίων και τότε άρχισαν οι εχθροπραξίες και ο Τουρκικός στρατός πολιορκήθηκε στον Βάμο και μετά από πολλές απώλειες τελικά σώθηκε (1896 Απρίλιο).
Τον Μάιο Τουρκικός όχλος επιτέθηκε στη πόλη των Χανίων και έσφαξε όσους συναντούσε άοπλους στους δρόμους.
Οι Δυνάμεις όμως επενέβησαν και έβαλαν τέρμα στην κατάσταση αυτή και ανάγκασαν την Πύλη να επαναφέρει όχι μόνο την Σύμβαση της Χαλέπας, αλλά να δεχθεί και άλλες τροποποιήσεις.
Μερικές απ’ αυτές ήσαν ο διορισμός Χριστιανού διοικητή με την έγκριση των Δυνάμεων, καταρτισμός Χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς και πλήρη οικονομική και δικαστική ανεξαρτησία στο νησί από Ευρωπαϊκές Επιτροπές.
Μετά τον διορισμό του Βέροβιτς ως Γενικού Διοικητού και του Άγγλου Βωρ ως Αρχηγού της Χωροφυλακής στην Κρήτη κατήλθε και λόχος Μαυροβουνίων Χωροφυλάκων οπότε ο Τουρκικός όχλος και πάλι έβαλε φωτιά στις συνοικίες των Χανίων και άρχισε πάλι τις σφαγές (1897). Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία που έφθασαν προσπάθησαν να σταματήσουν τις φωτιές και τις σφαγές. Οι Τούρκοι απειλούσαν και τις δύο άλλες πόλεις και η Ελληνική Κυβέρνηση πιεζόμενη έστειλε δύο πολεμικά πλοία για προστασία των Χριστιανών στις πόλεις. Αμέσως μετά μοίρα τορπιλικού στόλου υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο εστάλη στη Κρήτη για να εμποδίσει την αποστολή νέων Τουρκικών στρατευμάτων.
Την 1η Φεβρουαρίου Ελληνικός στρατός υπό του Τιμ. Βάσσο αποβιβαζόταν στο Κολυμπάρι Χανίων και νίκησε τους Τούρκους στα Λιβάδια και Αγιά, εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων.
Οι Δυνάμεις, ενώ καταλάμβαναν τις τρεις πόλεις, ειδοποίησαν τον Βάσσο ότι δεν έχει δικαίωμα να πλησιάσει στα Χανιά σε απόσταση (6) χιλιομέτρων και ταυτόχρονα ειδοποιούσαν την Ελληνική Κυβέρνηση ότι δεν θα επιτραπεί να σταλεί άλλη δύναμη στην Κρήτη. Οι Δυνάμεις επίσης προκήρυξαν αυτονομία στην Κρήτη υπό την επικυριαρχία όμως του Σουλτάνου, απόφαση όμως που δεν έγινε δεκτή από τους Χριστιανούς. Ο Ελληνοτουρκικός όμως πόλεμος, ανάγκασε την Κρήτη να δεχθεί την προτεινόμενη από τις Δυνάμεις αυτονομία.
Μετά από αυτά τα γεγονότα το 1898 υπήρχε εκκρεμότητα στα Κρητικά ζητήματα προπαντός για το πρόσωπο του Διοικητή του Κρήτης. Η Ρωσία είχε προτείνει τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος και όλες οι Δυνάμεις συμφώνησαν, εκτός της Αυστρίας και Γερμανίας και μάλιστα αυτές οι δύο απέσυραν τον Μάρτιο τις στρατιωτικές τους δυνάμεις αφήνοντας τις άλλες Δυνάμεις να λύσουν το κρητικό ζήτημα. Στην Κωνσταντινούπολη οι πρέσβεις εκπόνησαν τις βάσεις για αυτόνομο πολίτευμα με την εγκαθίδρυση προσωρινής κυβέρνησης.
Η Γαλλική πρόταση έγινε δεκτή, δηλαδή να εκλεγεί από την Κρητική Συνέλευση Εκτελεστική Επιτροπή με προσωρινό χαρακτήρα και οι ναύαρχοι να ασκούν απ’ ευθείας εξουσία στα κατεχόμενα μέρη με τα ευρωπαϊκά στρατεύματα.
Στις 11/23 Αυγούστου 1898 καταρτήθηκε εκτελεστική επιτροπή, η οποία με τη συνεργασία των τεσσάρων Προξένων στα Χανιά εκπόνησε τον κανονισμό που περιελάμβανε την οργάνωση και λειτουργία όλων των κλάδων της Διοίκησης.
Για να επανέλθει όμως η τάξη απαιτείτο η άμεση αναχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων γιατί εμμέσως και αμέσως ήσαν παράγοντες ταραχών και ματαίωσης κάθε καλής θέλησης των Δυνάμεων.
Ο φανατισμός των Τούρκων εξακολουθούσε και όταν στις 25 Αυγούστου μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου Άγγλοι στρατιώτες, επιχείρησαν στο Ηράκλειο, να εγκαταστήσουν σε γραφείο την διαχείριση των διορισθέντων υπαλλήλων για την είσπραξη του φόρου, σύμφωνα με την Εκτελεστική Επιτροπή Κρητών, ο τουρκικός όχλος έκανε νέα άγρια επίθεση κατά των Χριστιανών της πόλης κατά την οποία πολλοί σκοτώθησαν, είτε κάησαν ζωντανοί στα καταστήματα και στα σπίτια 200 περίπου, από τους οποίους πολλοί ήσαν γυναίκες και παιδιά και από τους Άγγλους στρατιώτες 16. Η Ευρώπη συμμερίσθηκε την αγανάκτηση των Ελλήνων για τις φρικαλεότητες αυτές που έγιναν με την ανοχή των Τουρκικών αρχών.
Στις 5 Οκτωβρίου από αντιπροσώπους των Δυνάμεων επιδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη τελεσίγραφο, με το οποίο η Πύλη προσκαλείτο όπως, εντός ενός μηνός να ανακαλέσει τα στρατεύματά της από την Κρήτη. Η Πύλη δήλωσε ότι θα συμμορφωθεί. Για πραγματοποίηση όμως αυτής της προσωρινότητας υπήρχε ανάγκη διορισμού Διοικητού στο νησί. Η Ρωσία πρότεινε πάλι την υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος ο οποίος διορίζετο «Ύπατος Αρμοστής πληρεξούσιος των Δυνάμεων» και θα εχρησίμευε και ως μεσάζων μεταξύ του κρητικού λαού και των ναυάρχων. Ο Πρίγκιπας με την συγκατάθεση του πατέρα του δέχθηκε τον διορισμό του, ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης. Οι διαμαρτυρίες της Πύλης δεν ελήφθησαν υπόψη. Οι Τουρκικές αρχές άρχισαν να παραδίδουν στους ναυάρχους τις διάφορες υπηρεσίες και οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειπαν την Κρήτη.
Την 23 Οκτωβρίου έως 4 Νοεμβρίου είχε γίνει παράδοση όλων των Υπηρεσιών, και από 3 έως 15 Νοεμβρίου είχε αναχωρήσει από την Κρήτη ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης.
Την 9 Δεκεμβρίου 1898 ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβαζόταν στη Σούδα εν μέσω επευφημιών του κρητικού λαού που στο πρόσωπό του έβλεπε την Εθνική του αποκατάσταση. Οι ναύαρχοι παράδωσαν την διοίκηση στο πρίγκιπα ο οποίος με προκήρυξή του προς τους Κρητικούς έκανε έκκληση εν ονόματι του πατριωτισμού τους για ευημερία, πρόοδον του νησιού και όπως ο Θεός ευλογήσει τα δίκαια αιτήματα και τους πόθους τους. Οι κρητικές σημαίες αναρτήθηκαν παντού και αντικατέστησαν την ημισέλινο εκ των οποίων μία είχε μείνει, από λευκοσίδερο σε έρημη νησίδα της Σούδας. Ο Πρίγκιπας πράγματι εργαζόταν για τη διοργάνωση και διοίκηση. Συνεκάλεσε Συνέλευση υπό την προεδρία του Ιωάννου Σφακιανάκη που συζήτησε και ψήφισε το Σύνταγμα και από τον πρίγκιπα, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο των πρέσβεων των προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη. Πουθενά δεν αναφερόταν για την επικυριαρχία του Σουλτάνου και έδιδε στην Κρήτη πλήρη αυτονομία και ευρεία εξουσία στον Πρίγκιπα. Οι Κρητικοί δεν έπαυσαν να ζητούν επιμόνως την Ένωση και ο Πρίγκιπας επισκεπτόμενος της Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αυτό τόνιζε ως μόνη λύση.
Οι Δυνάμεις όμως απαντούσαν ότι μόνο για ζητήματα οικονομικής και διοικητικής φύσεως μπορούσαν να συναινέσουν. Η δυσφορία και η παρατεινόμενη κατάσταση για την μη Ένωση της Κρήτης έφθασε στο απροχώρητο και δοκίμαζε τα Κρητικά νεύρα. Έτσι στις 10 Μαρτίου 1905 στο Θέρισο ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκαμε κίνημα και κατά του Υπάτου Αρμοστή Γεωργίου μαζί δε με 500 ένοπλους, απέκρουσαν τη δύναμη της χωροφυλακής που στάλθηκε από την κυβέρνηση και κήρυξαν την Ένωση με την Ελλάδα και η κυανόλευκη σημαία αντικατέστησε την σημαία της αυτονομίας.
Οι Δυνάμεις έλαβαν μέτρα στρατιωτικά και ναυτικά για αποκατάσταση της τάξης. Έστειλαν στην Κρήτη Επιτροπή για να μελετήσει την εν γένει κατάσταση με υπόδειξη διοικητικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Στις 30 Ιουνίου 1906 συνήλθε στα Χανιά η δεύτερη Συντακτική Συνέλευση υπό την προεδρία του Αντωνίου Μιχελιδάκη και κήρυξε την Ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδας.
Στις 10 – 23 Ιουλίου 1906 οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων στα Χανιά επέδωσαν στον πρίγκιπα διακοίνωση που δεν ευνοούσε τους πόθους των Κρητικών. Ο πρίγκιπας Γεώργιος μετά από αυτό και την δυσαρέσκειά του από το κίνημα της Θερίσου, παραιτήθηκε και στις 12 Σεπτεμβρίου με το θωρηκτό «Ψαρά» εγκατέλειψε την Κρήτη. Πριν από την αποχώρησή του, δόθηκε από τις προστάτιδες Δυνάμεις στον Βασιλέα Γεώργιο το δικαίωμα της υποδείξεως του νέου Υπάτου Αρμοστού. Για τη θέση αυτή υποδείχθηκε και διορίστηκε από τις Δυνάμεις ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην Πρόεδρος του Υπουργικού συμβουλίου της Ελλάδας, ο οποίος πήγε στη Κρήτη στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Υποσχέθηκε ότι στη Κρήτη θα ερχόταν Έλληνες Αξιωματικοί και έτσι επήλθε γαλήνη στο νησί.
Ψηφίστηκε από την Συνέλευση στα Χανιά το νέο Σύνταγμα, το οποίο αφού κυρώθηκε από τις Κυβερνήσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων και το οποίο ήτο φιλελεύθερο και κοινοβουλευτικό. Τέλος τον Σεπτέμβριο 1907 πράγματι έφθασαν στην Κρήτη Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί για οργάνωση της Πολιτοφυλακής.
Στις 28 Απριλίου του 1908 ο Ύπατος Αρμοστής γνώρισε στους Κρητικούς την απόφαση των προστάτιδων Δυνάμεων που συμφωνούσαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τούς από τη Κρήτη. Πράγματι στις 14 Ιουλίου εγκατέλειπε την Κρήτη το πρώτο διεθνές απόσπασμα.
Κατά τον Σεπτέμβριο του 1908, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε στη χώρα της, την Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία ανεκηρύσσετο ανεξάρτητο Βασίλειο με την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας τότε και στη Κρήτη κατάλυσαν το αρμοστιακό καθεστώς και ανακήρυξαν την Ένωσή της με το Βασίλειο της Ελλάδας και συνέστησαν υπό της Βουλής 5μελή Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία εν ονόματι του Βασιλέα των Ελλήνων θα κυβερνούσε το νησί κατά τους Νόμους του Ελληνικού Βασιλείου. Ο Ύπατος Αρμοστής που απουσίαζε τότε από την Κρήτη, δεν επανήλθε. Οι Νεότουρκοι αντέδρασαν αλλά οι Δυνάμεις παρά τον θόρυβο εκκένωσαν εντελώς το νησί από τα στρατεύματά τους από τη 13 – 26 Ιουλίου 1909. Άφησαν όμως μία μικρή φρουρά για φύλαξη των σημαιών τους και της μόνης Τούρκικης στο νησάκι της Σούδας.
Η Κυβέρνηση των Νεότουρκων και πάλι ζήτησε όπως η Κυβέρνηση των Αθηνών ν’ αποδοκιμάσει εγγράφως τα τετελεσμένα γεγονότα της Κρήτης και ότι δεν έχει καμιά βλέψη για το νησί. Η απαίτηση βέβαια αφύπνισε την Ελλάδα για στρατιωτική ανασύσταση. Συστήθηκε στην Αθήνα Στρατιωτικός Σύνδεσμος που παρασκεύαζε στρατιωτική διαμαρτυρία στο Γουδή (15 Αυγούστου 1909) που έτυχε θερμής υποδοχής και αποδοχής.
Αποτέλεσμα των προσπαθειών της για στρατιωτική ανασύσταση υπήρξε η μετάκληση, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, του Ελευθέριου Βενιζέλου από την Κρήτη που ήταν πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής στην Αθήνα ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως της Αθήνας.
Η δυσφορία του Κρητικού λαού προκάλεσε στο νησί εκλογές για Συνέλευση στα τέλη Απριλίου 1910 στα Χανιά, που έδωσε τον όρκο του Ελληνικού Συντάγματος και ψήφισε: «ότι εμμένει σταθερώς εις την διεθνή αναγνώρισην της ενώσεως της Κρήτης μετά του Ελευθέρου Ελληνικού βασιλείου». Ενώ συμβαίνουν αυτά σε Κρήτη και ελεύθερη Ελλάδα, η Πύλη πέτυχε σχετική μεταστροφή υπέρ αυτής για την κρητική υπόθεση. Ο κρητικός λαός διαμαρτυρήθηκε με πάνδημα συλλαλητήρια αλλά και ο κλήρος της Αμερικής. Επίσης στην Κρήτη στις 13 Νοεμβρίου ο κρητικός λαός με ένοπλες συναθροίσεις συγκρότησε Επαναστατική Συνέλευση και ψήφισε την αποστολή αντιπροσώπων στο Κοινοβούλιο της Αθήνας. Η πρώτη αποστολή με την ναυτική επέμβαση των προστάτιδων Δυνάμεων ματαιώθηκε. Οι Κρητικοί και πάλι έκαμαν νέα εκλογή αντιπροσώπων για το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Ελληνική Κυβέρνηση βρέθηκε σε αδιέξοδο. Στις 16 έως 29 Μαΐου 1912 η Ελλάδα προσχώρησε στην Βουλγαροσερβική συμμαχία κατά της Τουρκίας και έγινε επιστράτευση κατά την οποία περισσότεροι από 10.000 Κρητικοί συμμετείχαν με τον τακτικό στρατό τον ελεύθερου βασιλείου.
Κατά τη συνεδρία της Ελληνικής Βουλής την 1 Οκτωβρίου 1912 η Κυβέρνηση δέχθηκε τους πληρεξούσιους της Κρήτης και από το βήμα της Βουλής ο Πρόεδρός της Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε: «ότι ή Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού εν υπάρχει κοινόν κοινοβούλιον διά το ελεύθερον βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην».
Στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους διορίστηκε γενικός διοικητής της Κρήτης ο Στέφανος Δραγούμης, πρώην Πρόεδρος του υπουργικού Συμβουλίου, ο οποίος την ίδια ημέρα κατήλθε στην Κρήτη. Τα αιτήματα των Βαλκανικών συμμάχων απορρίφθηκαν από τους Τούρκους και ο αιματηρός πόλεμος που άρχισε ήταν κατά των Τούρκων. Οι Δυνάμεις πλέον πείσθηκαν για την ικανοποίηση των αιτημάτων της Κρήτης.
Στις 1-14 Φεβρουαρίου 1913 η μόνη Αγγλική φρουρά που είχε μείνει στη Σούδα, αφού αφαίρεσε τις σημαίες των Προστάτιδων Δυνάμεων και την από λευκοσίδερο Τουρκική, αναχώρησε. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε αμέσως στη θέση που ήταν η ημισέληνος παρόντος του Γενικού Διοικητού και πλήθος κόσμου που ζητωκραύγαζε.
Από τις 17-30 Μαΐου 1913 υπογράφηκε στο Λονδίνο συνθήκη Ειρήνης από τους εμπολέμους. Σε λίγους μήνες ένεκα των Βουλγαρικών απαιτήσεων άρχισε νέος πόλεμος μεταξύ των συμμάχων που κατέληξε στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου με αυτή καθώς και η μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπογραφείσας την 1-14 Νοεμβρίου 1913 περί Ειρήνης, ωρίζετο ότι η Κρήτη περιήρχετο οριστικώς στην Ελλάδα.
Την 1 Δεκεμβρίου 1913 έγινε η επίσημη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον διάδοχο, τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Πρόεδρο της Βουλής, με συνοδεία μοίρας του Ελληνικού στόλου κατήλθαν στη Κρήτη, η οποία από άκρον σε άκρο είχε συγκινηθεί. Με κανονιοβολισμούς των Ελληνικών πολεμικών υψώθηκε στο Φρούριο του Φιρκά Χανίων η κυανόλευκος. Σε όλη την Κρήτη τελέσθησαν δοξολογίες για την πλήρη δικαίωση των Εθνικών πόθων. Έτσι έληξε η εποποιία στην Κρήτη μετά τα τόσα δεινοπαθήματα και τους περίλαμπρους κρητικούς αγώνες.
Όσον αφορά την Γερμανική κατοχή, η λεβεντογέννα Κρήτη έγραψε νέα εποποιία. Το νησί των γενναίων με την ανδρειοσύνη και τη Κρητική παλικαριά, σημάδεψε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ευρώπη, και όχι μόνο, της οφείλουν πολλά.
Ξεφεύγοντας όμως από τα ιστορικά γεγονότα και περιδιαβαίνοντας το νησί της Κρήτης, ανάλογα που βρίσκεσαι, βλέπεις τη μνήμη σου να χρωματίζεται με τα χρώματα του Ελ Γκρέκο. Βαδίζεις για αν συναντήσεις την πνευματικότητα και πολιτικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ερωτεύεσαι με τους στίχους τον Ερωτόκριτου. Αφουγκράζεσαι τα λόγια του Ελύτη. Στέκεσαι στο πνεύμα του Καζαντζάκη και του Χορτάτζη. Ανακαλύπτεις την λογοτεχνία Κονδυλάκη. Ανδρειώνεσαι με τους αγώνες και θυσίες των Κρητικών. Βλέπεις τη δάδα του Γιαμπουδάκη ν’ αντιφεγγίζει πάνω από το Αρκάδι. Συναντάς την πεζογραφία του Πρεβελάκη, τη σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, τη θεατρική προσωπικότητα του Μάνου Κατράκη, τη μουσική του Κωνσταντίνου Μουντάκη, τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Όλα τα παραπάνω ιστορικά, πολιτιστικά και πνευματικά γεγονότα και πρόσωπα, πρέπει να συντηρούνται από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι και την πανεπιστημιακή κοινότητα, γιατί αυτά κράτησαν και διατηρούν την Ελλάδα σαν άστρο που λαμπυρίζει και τυφλώνει μερικούς «φίλους» μας Ευρωπαίους και όχι μόνο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κριάρη: Ιστορία της Κρήτης, 1902
- Β. Ψιλάκη: Ιστορία της Κρήτης, Χανιά, 1909
- Ιωα. Κασωτάκη: «Αρχαία Λάππα», 2014
- Ν. Ζουδιανός: Ιστορία της Κρήτης επί Ενετοκρατίας
- Αρ. Πουλιανός: «Κρήτες και καταγωγή αυτών»
- Σ. Α. Παπαντωνάκης: Κρητικά (Συλλογή εγγράφων για την επανάσταση 1897/8, Χανιά)
- Stillman: The Cretan Insurrection (1874)
- Elpis Melena: Kretische Volkslieder, Sagen (1874)
* Ο Γιάννης Χαρ. Κασωτάκης είναι συγγραφέας – δημοσιολόγος