Η ανεργία των νέων μπορεί να μειώθηκε σε σχέση με τα επίπεδα ρεκόρ του 2012, όμως στις μισές από τις ελληνικές περιφέρειες παραμένει σε επίπεδα τριπλάσια από αυτά του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περιφέρεια της Ηπείρου, για παράδειγμα, κατέχει τη θλιβερή πρωτιά, έχοντας το υψηλότερο ποσοστό άνεργων νέων, 57,6%, μεταξύ όλων των περιφερειών της Ε.Ε.
Το παραπάνω δεν είναι το μοναδικό εύρημα της μελέτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την περιφερειακή ανάπτυξη στην Ελλάδα, τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της οποίας παρουσιάστηκαν σε ειδική συνέντευξη τύπου στην Αθήνα από τον αναπληρωτή διευθυντή του ΟΟΣΑ, Χοακίμ Ολιβέιρα Μαρτίνς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, οι ανισότητες στις περιφέρειες της Ελλάδος διατηρούνται και μετά την κρίση, τα ποσοστά της φτώχειας είναι τα τέταρτα υψηλότερα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, κατά το 2018 και τα υψηλότερα σε όλες τις περιφέρειες της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας. Η πλειονότητα των θέσεων αυτών είναι μερικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα να μην λύνεται το πρόβλημα της ανεργίας, σύμφωνα με τη μελέτη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2016 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Αττικής ήταν διπλάσιο από το αντίστοιχο της δυτικής Μακεδονίας, με αποτέλεσμα η πρώτη περιφέρεια της χώρας να έχει διπλάσια παραγωγή από τη φτωχότερη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης χάθηκε κατά μέσο όρο το 1/3 του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις να καταγράφονται στα απομακρυσμένα νησιά, στη δυτική Ελλάδα και τη Δυτική Αττική.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η κάθε μια από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας, είναι ευάλωτη για διαφορετικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με την απόσταση από τα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και με την παραγωγική ικανότητα. Είναι ενδεικτικό πως το 25% των Ελλήνων δεν μπορεί να μετακινηθεί με ευκολία προς και από τα αστικά κέντρα.
«Παρά τις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της Ελλάδας παραμένουν», αναφέρεται στη μελέτη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τουρισμός: Οι μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και οι τουριστικές περιοχές έχουν δει κάποια σημάδια βελτίωσης της απασχόλησης. Από την άλλη, οι περιφέρειες εκείνες που βασίζονται στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση βίωσαν σκληρές προσαρμογές στην απασχόληση, ήτοι απώλειες θέσεων εργασίας. Έτσι, λοιπόν, αν και η αγορά εργασίας βελτιώνεται υπό την έννοια της αύξησης της απασχόλησης και του ωρομισθίου, τα κέρδη δεν είναι ίδια για όλες τις περιφέρειες.
Το 2016, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Αττικής ήταν διπλάσιο από το αντίστοιχο της Δυτικής Μακεδονίας, με αποτέλεσμα η πρώτη περιφέρεια της χώρας να έχει διπλάσια παραγωγή από τη φτωχότερη. Στη διάρκεια της κρίσης χάθηκε κατά μέσον όρο το 1/3 τού κατά κεφαλήν εισοδήματος, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να καταγράφονται στα απομακρυσμένα νησιά, στη δυτική Ελλάδα και στη δυτική Αττική.
Τις ανισότητες εντείνει και η γήρανση του πληθυσμού, με τη μελέτη να επισημαίνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία το 90% των απωλειών στον πληθυσμό της Ελλάδας καταγράφηκε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ο ΟΟΣΑ προτείνει εκσυγχρονισμό των βιομηχανιών που σήμερα είναι χαμηλής παραγωγικότητας, εστίαση σε τομείς όπου κάποιες περιφέρειες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ. οικοτουρισμός, αγροτουρισμός) και παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας (π.χ. επώνυμο ελαιόλαδο, κρασί κ.λπ.).