Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας έχει χαρακτηριστεί από ορισμένους ως «χαρισματικός» – χωρίς να είναι ξεκάθαρο τι σημαίνει, πολιτικά, η ιδιότητα αυτή. Στις καθημερινές συζητήσεις οι λέξεις «χάρισμα» και «χαρισματικός» συνδέονται με την προβολή και εφήμερη λάμψη ή δημοφιλία ορισμένων προσώπων της επικαιρότητας, όπως των ποδοσφαιριστών ή των ηθοποιών. Το πολιτικό νόημα της έννοιας του χαρισματικού ηγέτη είναι πολυπλοκότερο.
Οι λέξεις «χάρισμα» και «χαρισματικός ηγέτης» είναι εργαστηριακές έννοιες που ανακατασκευάστηκαν από τον μεγάλο κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ για να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία έρευνας σε σχέση με το εξής βασικό ερώτημα: Πώς και με ποιο τρόπο νομιμοποιείται και έτσι διατηρείται σταθερή μια κυρίαρχη τάξη πραγμάτων; Το ίδιο ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: Πώς αναγνωρίζεται και καταξιώνεται ηθικά η κυβερνητική εξουσία και κυριαρχία ενός κόμματος και πώς μπορεί να αντικατασταθεί μέσω εκλογών από άλλο κόμμα; Η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από ένα κόμμα χωρίς την κυρίαρχη εκπροσώπησή του στο χώρο των ιδεών και των ιδεολογικών ρευμάτων είναι χλωμή και ασταθής. Στον ανταγωνισμό των κομμάτων για πολιτική κυριαρχία και εξουσία οι πολίτες και ψηφοφόροι δεν εμπνέονται, τόσο, από «ένα αφηρημένο κομματικό πρόγραμμα που απαρτίζεται από μετριότητες», όσο από έναν χαρισματικό ηγέτη που ενσαρκώνει και εξαγγέλλει, με πάθος, ένα συναφές με τους καιρούς όραμα ή αφήγημα.
Στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι πολίτες και ψηφοφόροι διαθέτουν «δυο μορφές κριτηρίων» για να αξιολογήσουν τα επιχειρήματα και τους αγώνες των κομμάτων για την κατάκτηση της κυρίαρχης εξουσίας: από τη μια «εξωτερικά», δηλαδή κοινωνικο-οικονομικά, κυρίως, κριτήρια που συνδέονται με τον βαθμό της οικονομικής τους κατάστασης και ευημερίας, όπως επίσης με τα εμπράγματα οφέλη ή τις ζημιές που βλέπουν στις ρητορικές εξαγγελίες και τα κομματικά προγράμματα. Από την άλλη, οι ίδιοι πολίτες και ψηφοφόροι συνδυάζουν τα «εξωτερικά» αυτά κριτήρια με συναφή «εσωτερικά» κίνητρα: επιλέγουν δηλαδή το κόμμα με το οποίο ταυτίζονται περισσότερο. Τα «εσωτερικά» αυτά κριτήρια, με τα οποία προσλαμβάνονται και κατανοούνται οι ιδεολογικές εξαγγελίες και οι κομματικές πρακτικές, μπορούν να διαφοροποιηθούν: α) σε ζητήματα που συνδέονται με την έννομη τάξη και το βαθμό ισονομίας και ασφάλειας των πολιτών, β) σε προσεγγίσεις που αφορούν τα ήθη και τις συνήθειες, οι οποίες αποτελούν συνέχεια της παράδοσης και συμβάλλουν στη σύνθεση μιας «κοινωνικής συνοχής» μέσα στη ροή και τις αλλαγές του χρόνου· και γ) στην «πίστη» ή «αφοσίωση» σε ορισμένες «χαρισματικές προσωπικότητες» και τα «νέα», δηλαδή τα διαφορετικά κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα που αυτές ενσαρκώνουν και εξαγγέλλουν και τα οποία μπορεί να αποκλίνουν από τα καθιερωμένα και πατροπαράδοτα ή κατεστημένα πρότυπα. Τα τρία αυτά «εσωτερικά» κριτήρια πρέπει να συνδυάζονται και να εξισορροπούνται μεταξύ τους. Στο παράδειγμα του προέδρου Ερντογάν βλέπουμε την ανάδειξη του χαρισματικού δημοψηφισματικού δικτάτορα μέσω της δημαγωγικής εκμετάλλευσης της θρησκευτικής παράδοσης, σε βάρος της έννομης τάξης και της ισονομίας των πολιτών, αλλά και της οικονομίας. Από τη σκοπιά αυτή το χάρισμα του ηγέτη συνίσταται στη διαδραστική σχέση που έχει με όσους αφοσιώνονται σ’ αυτόν επειδή πιστεύουν στο αφήγημά του και στις θεωρούμενες ως σπάνιες και υπεράνθρωπες ικανότητές του, τις οποίες ερμηνεύουν ως «θεϊκή» ή/και «φυσική δωρεά». Η ελληνική λέξη «χάρισμα» (δωρεά) εκφράζει, διεθνώς, τη σχέση αυτή – ανεξάρτητα από το αν η πίστη των οπαδών στο χάρισμα του ηγέτη τους ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή είναι ιδεοληψία και απάτη. Η χαρισματική σχέση είναι, κυρίως, θέμα πίστης με προσωποποίηση των ιστορικών συγκυριών, των κοινωνικοοικο-νομικών προϋποθέσεων, της προπαγάνδας και του μάρκετινγκ: ακόμη και ο Χίτλερ ήταν χαρισματικός αφού οι μάζες πίστεψαν τυφλά σ’ αυτόν.
Κάτω από ομαλές συνθήκες, οι κυρίαρχες δομές εξουσίας συνεχίζουν να λειτουργούν και να αναπαράγονται, μάλλον, με εξελικτικό τρόπο: ούτως ώστε οι «νέες» ιδέες και τα «νέα» ρεύματα να αφομοιώνονται στις παλιές δομές, ανανεώνοντάς τες, χωρίς να τις καταλύουν. Η ομαλή αυτή εξελικτική πορεία γίνεται δυσλειτουργική και μπορεί να διακόπτεται, όταν επικρατούν έκρυθμες καταστάσεις ανάγκης, όπου οι υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές δομές δεν εξασφαλίζουν μιαν ομαλή κοινωνική λειτουργία μαζί με έναν ικανοποιητικό βιοπορισμό των πολιτών. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της δυσαρέσκειας, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, και την εμφάνιση κοινωνικών, μέχρι και εμφύλιων συγκρούσεων. Στις μεταβατικές ή τις κρίσιμες αυτές συνθήκες ανάγκης – όπου το «παλιό» έχει χάσει τη λειτουργικότητα και τη νομιμότητά του, αλλά το «νέο» είναι ακόμη ασαφές και ουτοπικό – τείνει να αναδεικνύεται ο χαρισματικός ηγέτης ως φορέας και εγγυητής «νέων» και «επαναστατικών» ελπιδοφόρων αλλαγών. Τα εισαγωγικά στις έννοιες αυτές τονίζουν το αδιάψευστο γεγονός ότι η συμβολή των χαρισματικών ηγετών αποδεικνύεται αμφίσημη στην πράξη: η καταλυτική παρέμβασή τους μπορεί να είναι πρόξενος, τόσο θετικών και ανοιχτών στο μέλλον, αλλαγών (με θετικό πρόσημο), όσο και οπισθοδρομικών και καταστρεπτικών (με αρνητικό πρόσημο). Ιστορικά, όλοι οι χαρισματικοί ηγέτες κινούνται ανάμεσα στις δυο αντίθετες αυτές τυπολογίες: Ορισμένοι, όπως π.χ. ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Νέλσον Μαντέλα πλησιάζουν στο θετικό πρόσημο, ενώ άλλοι, όπως π.χ. ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν, πλησιάζουν στο αρνητικό. Κορυφαίος στα καταστροφικά του αποτελέσματα ήταν βέβαια ο Χίτλερ: τον παρακάμπτω, επειδή η σύγκρισή του με άλλους χαρισματικούς θα υποτιμούσε τη θηριωδία του.
Σίγουρα δεν είναι εύκολη η κατάταξη των ηγετών σε όσους είχαν αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Πάντα ο χαρισματικός ηγέτης δοκιμάζεται και κρίνεται (συνολικά ή σε ορισμένες περιόδους) από το αν η δράση του είχε θετικά αποτελέσματα για την ελευθερία, την ισονομία και ασφάλεια, τον βιοπορισμό και την ευημερία των πολιτών: αν δεν πλησιάζει στην πράξη τα αποτελέσματα αυτά – ενάντια στις εξαγγελίες και υποσχέσεις του – χάνει το «χάρισμά» του, δηλαδή την αφοσίωση όσων πίστεψαν σ’ αυτόν.
Στις συνθήκες της πρόσφατης κρίσης, η παραπάνω ανάλυση μας βοηθά, ίσως, να δούμε τη συμβολή της αντιμνημονιακής και αντισυστημικής προπαγάνδας στην ιδεολογική κυριαρχία του χαρισματικού Α. Τσίπρα και του κόμματός του. Από τη σκοπιά αυτή κατανοείται η κατάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, παρά τα capital controls και τις επαχθείς αγωνίες βιομέριμνας που μεσολάβησαν. Η άνοδος του Α. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία εξέφραζε την ακραία (και ως «επαναστατική» θεωρούμενη) αντίληψη περί πολιτικής, όπως αυτή διατυπώθηκε στη μεταπολίτευση.
Βέβαια, το τωρινό και ήδη δοκιμασμένο χάρισμα του πρωθυπουργού δεν μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο που είχε κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης ή ακόμη και τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησής του. Σήμερα είναι πλέον αντιληπτό ότι το χάρισμα του είχε αρνητικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς. Αναφέρω επιλεκτικά μόνο ορισμένες περιπτώσεις: Ήδη από την αρχή ξεκίνησε με ερασιτεχνικό και παρακινδυνευμένο τρόπο τη διαπραγμάτευση με την τότε Τρόικα. Σύμφωνα με τον καθηγητή οικονομικής ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Κώστα Κωστή: αν ο Α. Τσίπρας «είχε υπογράψει τη συμφωνία που του προτάθηκε με την ανάληψη των καθηκόντων του θα επιβάρυνε ελάχιστα τη χώρα σε σχέση με τα 90 δισεκατομμύρια και το κόστος της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων που υποχρεώθηκε να επωμισθεί μετά από μερικούς μήνες ανόητων και κενών λεονταρισμών». Πολλά παραδείγματα επιβεβαιώνουν ότι το αφήγημα και οι πρακτικές του Α. Τσίπρα δεν εγγυώνται την πολιτική σταθερότητα και ηρεμία, δηλαδή τις βασικές προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη με νέες (και ικανοποιητικές για τους εργαζόμενους) θέσεις εργασίας. Ο ίδιος ανέχεται, απλώς, και υπερφορτώνει με φορολογικά βάρη τις οικονομικές επιχειρήσεις· συγχρόνως έχει αποδειχθεί απρόβλεπτος, έχοντας απλώς την «ικανότητα» να «μετατρέπει το μαύρο σε άσπρο και το άσπρο σε μαύρο», ανάλογα με το τι τον συμφέρει (όπως π.χ. στο δημοψήφισμα του 2015). Διαθέτει έναν, εντελώς, διχαστικό και πολωτικό λόγο, με έκκληση μόνο στο θυμικό, κάτι που μας θυμίζει τον διαχωρισμό της πολιτικής ανάμεσα σε «εχθρούς και φίλους» από τον Carl Schmitt (που, παραδόξως, ανέκαθεν γοητεύει ένα τμήμα της αριστεράς)! Αν προσθέσουμε το χάος στα πανεπιστήμια και την εκπαίδευση, καθώς και τα εκρηκτικά προβλήματα στην ισονομία και την ασφάλεια των πολιτών κατά τα τελευταία χρόνια, τότε – εκ του αποτελέσματος – τα περισσότερα από τα πολιτικά πεπραγμένα της κυβέρνησης του Αλ. Τσίπρα συνδέονται με ένα αρνητικό πρόσημο ή έστω με σοβαρές ελλείψεις, ακόμη και σε αγαθής προαίρεσης πρωτοβουλίες (όπως η συμφωνία των Πρεσπών). Όσο κι αν διαθέτει ακόμη ο Αλ. Τσίπρας ένα μέρος από τους οπαδούς του, το αρχικό χάρισμά του έχει τρωθεί και απομυθοποιηθεί, φθάνοντας ίσως στα όρια της απλής δημοφιλίας.
Παρόλα αυτά, ο Αλ. Τσίπρας θα μπορούσε να προκαλέσει, άθελά του, ένα σημαντικό καλό: Στο βαθμό που το δήθεν «νέο» και «αριστερό» του αφήγημα αποκαλύφτηκε στην πράξη πως δεν εκφράζει κάτι το πραγματικά νέο και επαναστατικό, αλλά μάλλον ερασιτεχνισμούς και παλαιοκομματικούς τακτικισμούς, θα μπορούσε να μας απαλλάξει από τις ιδεοληψίες και αυταπάτες της μεταπολιτευτικής περιόδου.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης