Η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του πρέπει να αποφασίσουν εάν τελικά θα εφαρμόσουν με δημιουργικό και δυναμικό τρόπο την πολιτική την οποία προσυπέγραψαν ή θα σκηνοθετήσουν μία ακόμη ρήξη -σαν κι αυτή που προσδιόρισε τις εξελίξεις το πρώτο εξάμηνο του 2015- σε μια προσπάθεια να συσπειρώσουν την κοινωνική και εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μένει από δυνάμεις
Τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων είναι εξαιρετικά αρνητικά για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα ποσοστά του μεγάλου κυβερνητικού κόμματος κινούνται κάτω από το 20%, ενώ η διαφορά με τη ΝΔ -η οποία αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα- έχει περιοριστεί στη μία μονάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει δυνάμεις με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι η ΝΔ και έχει ήδη επέλθει ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, περίπου δύο στους τρεις συμπολίτες μας προβλέπουν επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης το 2016. Οι δείκτες απαισιοδοξίας των συμπολιτών μας ανεβαίνουν συνεχώς, ενώ η αξιοπιστία της κυβέρνησης πέφτει. Η κυβέρνηση είχε κάθε συμφέρον να προχωρήσει με γρήγορο ρυθμό στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων αμέσως μετά την άνετη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, τον Σεπτέμβριο του 2015. Αντί γι’ αυτό έχασε πολύτιμο χρόνο και βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με τη λαϊκή δυσαρέσκεια, προτού πάρει τα δύσκολα αλλά αναγκαία μέτρα τα οποία έχει συμφωνήσει ο κ. Τσίπρας με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Δύο σενάρια απελπισίας
Η νέα εξουσία εμφανίζει σημάδια πολιτικής κόπωσης μερικούς μήνες μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Στο Μαξίμου δημιουργείται μία τάση αναζήτησης λύσεων απελπισίας, οι οποίες μοιάζουν χειρότερες από το πρόβλημα.
Πολλά κυβερνητικά στελέχη έχουν μετατρέψει τον πρόεδρο της Ένωσης Κεντρώων κ. Λεβέντη σε παράγοντα εξελίξεων. Προωθούν την ιδέα της κυβερνητικής συνεργασίας μαζί του λες και μια μικρή πολιτική δύναμη που χαρακτηρίζεται από ιδεολογική και πολιτική σύγχυση μπορεί να λειτουργήσει σαν αντιστάθμισμα στα εσωτερικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης ή να εξασφαλίσει στον κ. Τσίπρα και στους συνεργάτες του πολιτική δυναμική, την οποία αδυνατούν να δημιουργήσουν οι ίδιοι.
Στα σενάρια πολιτικής απελπισίας εντάσσεται και η προσπάθεια του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα να σκηνοθετήσει μία ακόμη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους εταίρους επιδιώκοντας τον περιορισμό του πολιτικού κόστους που σχετίζεται με τις αλλαγές στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό.
Η κυβέρνηση έχει αναλάβει την υποχρέωση να μειώσει το κόστος του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού για τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ το 2016. Οι προτάσεις Κατρούγκαλου για τις συντάξεις θυμίζουν τις προτάσεις Βαρουφάκη για την οικονομική στρατηγική. Δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, δεν επιτυγχάνουν τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί, δυσχεραίνουν τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα διεθνή κρίση εμπιστοσύνης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου και της εθνικής οικονομίας. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο κ. Τσίπρας έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχει μεγαλύτερο πολιτικό κόστος γι’ αυτόν η αποτελεσματική και δημιουργική εφαρμογή των συμφωνηθέντων απ’ ό,τι μια νέα προσπάθεια παράκαμψης των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση.
Κατά την άποψή μου, το καλύτερο που έχει να κάνει η κυβερνητική ηγεσία είναι να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις της και να αναλάβει δημιουργικές πρωτοβουλίες που θα επιταχύνουν την επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη την οποία είχε επιτύχει η κυβέρνηση Σαμαρά. Δεν έχει τις πολιτικές δυνάμεις η κυβέρνηση για να επιχειρήσει νέες αναμετρήσεις, πραγματικές ή εικονικές, και δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια για τέτοιου είδους πολιτικούς ελιγμούς. Το 2016 θα πληρώσουμε με λιγότερη ανάπτυξη και περισσότερους φόρους τα λάθη του 2015 και ενδεχόμενη επανάληψή τους θα έχει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της ΝΔ