Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε απαλά, για να περπατήσω μαζί της. Ψηλή, αδύνατη, λυγερόκορμη με διάθεση φθινοπωρινή, με γοητεία ασύγκριτη, με λόγια μετρημένα. Τα μάτια της με διαπερνούσαν ως το μεδούλι. Ήταν η κυρά – Ιστορία.
Όταν φτάσαμε στο ξέφωτο του δάσους με πρόσταξε να καθίσω. Άλλο που δεν ήθελα. Ώριμη αλλά επιβλητικά όμορφη, αυστηρή αλλά και μειδιώσα, σοβαρή αλλά και ονειροπόλα μιλούσε κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια.
Ήθελε να γνωριστούμε, ήθελε να γνωρίσει την εσωτερική μου δομή μέχρι το επίπεδο κυττάρου. Φορούσε χιτώνα αρχαιοελληνικό -μου θύμιζε τη Σαπφώ- και τα μαλλιά της ανέμιζαν ελεύθερα στους ώμους.
Είχε πάθος με την απόλυτη αλήθεια η κυρά – Ιστορία. Αυτό ακριβώς μεγάλωνε την έξαψή μου. Ήμουν μια αστείρευτη πηγή ερωτήσεων, ενώ εκείνη ήταν μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών.
Ο ήλιος ανέβαινε, είχε φτάσει ψηλά, έκανε ζέστη κι εγώ διψούσα. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό μου και διψούσα όχι για νερό, διψούσα για γνώση. Ήταν μια δίψα ακατάσχετη και ακόρεστη. Ήταν η δίψα του ανθρώπου να μαθαίνει, να μαθαίνει χωρίς να χορταίνει – και πάλι απ’ τη αρχή.
Οι απορίες μου, ποταμός. Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να κυνηγά τη γνώση, να λαχταρά να μαθαίνει συνεχώς και περισσότερα για το παρελθόν; Ίσως μα υπέρμετρη ανάπτυξη εγκεφαλικών κυττάρων ή μια αρχέγονη διάταξη των γονιδίων του, μπορώ να υποθέσω. Ακόμη, τι ακριβώς επιθυμεί ο άνθρωπος να μαθαίνει; Όχι βέβαια τα μελλούμενα, αφού το μέλλον είναι σκοτεινό και μόνο εικασίες επιτρέπει. Απομένει το κυνήγι της γνώσης του παρόντος και του παρελθόντος. Το παρόν κρύβει εκπλήξεις και το παρελθόν γοητεία ακαταμάχητη. Ποιοι ήταν αυτοί που έζησαν πριν από μένα, γιατί συμπεριφέρθηκαν έτσι και γιατί δεν το έκαναν αλλιώς;
Η κυρά – Ιστορία κατανοούσε την αγωνία και τη λαχτάρα μου. Μιλούσε ολοένα και πιο γρήγορα, καθώς εγώ ρουφούσα τα λόγια της. Δε ήταν μια απλή έκθεση γεγονότων. Ήταν η πιθανές ερμηνείες τους, ήταν η κριτική τους αλλά και τα παραλειπόμενα. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος που ανοιγόταν μπροστά μου, καινούργιος και αμείλιχτος, η ηδονή της γνώσης που ήταν γραφτό, έκθαμβος εγώ ο ταπεινός να γνωρίσω.
Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Μεταξύ μας είχε δημιουργηθεί μια σχέση ιδιότυπη, σχεδόν ερωτική. Ένα αόρατο πληκτρολόγιο μέσα μου, λες και έγραφε και αποτύπωνε ανεξίτηλα τα λόγια της, περιγραφές, ημερομηνίες, συμπεράσματα. Κρατούσα σημειώσεις, έγραφα με πάθος. Η κυρά – Ιστορία με είχε κερδίσει ολοκληρωτικά.
Ο ιδρώτας εξακολουθούσε να τρέχει από το παγωμένο μου μέτωπο. Τα μηλίγγια μου χτυπούσαν. Ο εγκέφαλός μου εξακολουθούσε να πάλλεται με ένταση προσπαθώντας να αφομοιώσει το πλήθος των πληροφοριών.
Ανάσαινα βαριά, όπως κάποιος που έζησα μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
– Αν οι Έλληνες αγαπούσαν πραγματικά την ιστορία τους, θα είχαν σήμερα διαφορετική αυτοπεποίθηση και διαφορετική τύχη, σκέφτηκα. Δύσκολα θα τολμούσε κάποιος να τους υποτιμήσει ή χειραγωγήσει. Δυστυχώς όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται. Η πλειοψηφία ενδιαφέρεται μόνο για εφήμερες και ασήμαντες αξίες.
Η περιπέτειά μου με την κυρά Ιστορία συνεχιζόταν. Δίπλα της ήμουν εγώ, μα συγχρόνως δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος. Ήμουν ένας πολίτης του κόσμου. Είχα αλλάξει, δεν ήμουν πια ο ίδιος. Είχα πεθάνει και είχα ξαναγεννηθεί μέσα σε μια καινούργια ζωή γεμάτη σοφία, νόημα και ενδιαφέρον.
Ο ήλιος έγερνε πια προς στη Δύση. Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε στα μάτια, με έναν τρόπο που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο καφές με το Θωμά.
– Μπα, μια φαντασίωσή σου είναι, μια από τις πολλές, θα σου περάσει, είπε ο Θωμάς κυνικά.
Δεν του απάντησα, δεν είχε νόημα άλλωστε.
– Η Ιστορία δεν ανήκει μόνο σ’ αυτούς που τη γράφουν. Ανήκει περισσότερο σ’ αυτούς που την αγαπούν και την ερωτεύονται, φώναξα με δύναμη, να μ’ ακούσει ο κόσμος όλος.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός