Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΑΖΑΒΗ
Τα κατάφερα! Η δύναμη της ψυχής νίκησε την ανημποριά του σώματος και μου επέτρεψε να είμαι παρούσα στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου του Συλλόγου Μικρασιατών.
Μέλος, πολλά χρόνια, κι εγώ του Συλλόγου ένιωσα μεγάλη υπερηφάνεια που ένα όνειρο ζωής έπαιρνε σάρκα και οστά μετά από πολλά χρόνια και αμέτρητες δυσκολίες.
Το μνημείο στήθηκε στον χώρο που στοιβάχτηκαν οι αμέτρητοι ξεριζωμένοι κυνηγημένοι και ταλαιπωρημένοι συμπολίτες μου, που το ’22 έφτασαν ως εδώ μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η εικόνα των παιδικών μου χρόνων με την ταλαιπωρημένη γυναίκα πρόσφυγα, με το μικρό στην αγκαλιά και το κατσαρολάκι στο χέρι για το συσσίτιο, να στέκεται σιωπηλή στην πόρτα του Αγ. Φραγκίσκου να βλέπει εμάς, τα παιδιά του νηπιαγωγείου να παίρνουμε το φαγητό μας και να περιμένει υπομονετικά μήπως περισσέψει κάτι και ‘για κείνη, με στοιχειώνει όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν την ήξερα, δεν την ξαναείδα από τότε. Σήμερα στα 92 μου χρόνια βλέποντας το μπρούτζινο άγαλμα της γυναίκας, ζωντανεύει στη μνήμη μου εκείνη η εικόνα.
Αυτή τη γυναίκα τιμήσαμε και όλες τις άλλες μάνες που μαζί με το γάλα μεταλαμπαδέψανε στα παιδιά τους τον πόνο και την αγάπη για τις χαμένες πατρίδες τους. Ποτέ η ελπίδα της επιστροφής δεν έλειψε απ’ τους μεγάλους που κρατούν σφικτά ακόμα τα κλειδιά του σπιτιού του πατέρα τους, του παππού τους…
Αυτά κληρονομούν στα παιδιά και εγγόνια τους την αγάπη και την νοσταλγία μέσα απ’ τις διηγήσεις τους για τις χαμένες πατρίδες.
Με μπροστάρη τον επίσκοπό μας Ευγένιο, τις αρχές της πόλης, του ομώνυμου συλλόγου του Ηρακλείου και πλήθος κόσμου, γίναμε όλοι μια μεγάλη οικογένεια και ήρθαμε να καλωσορίσουμε την ξεριζωμένη απ’ το νοικοκυριό και την πατρίδα της μάνα Μικρασιάτισσα.
Ήμουν προετοιμασμένη να πω δυο λόγια απ’ την ψυχή μου, όμως η πληθώρα των ομιλητών και ο περιορισμένος χρόνος δεν το επέτρεψαν.
Δημοσιεύω λοιπόν αυτούς τους απλούς στίχους σαν ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στους προπάτορές μας:
Είναι κορμί χωρίς ψυχή μάτια που δεν θωρούνε
και χείλη που δεν ημπορούν ευχαριστώ να πούνε.
Κάθε ηλιοβασίλεμα μια Βουρλιώτισσα βγαίνει
και τρέχει μες τα έρημα Βουρλά μαυροντυμένη.
Κρατά στο χέρι θυμιατό φάντασμα αγίας μοιάζει
και όπου εύρη κόκαλα στέκει και τα θυμιάζει.
Κόκκαλα, σάρκες συναντά σε κάθε ένα βήμα
και όλοι τους φωνάζουνε να μπουν κι αυτά στο μνήμα.
Τις Κυριακές απ’ το Θεό παίρνει κρυφά την άδεια
και κατεβαίνει γρήγορα σε όλα τα πηγάδια.
Εκεί που οι κοπέλες μας πέσανε να πνιγούνε
του Τούρκου την ατίμωση και τη σκλαβιά μη δούνε.
Όσοι κι αν έμειναν εκεί εμείς δεν τους ξεχνούμε.
στη μνήμη τους εκάναμε σύλλογο και πονούμε.
Άγαλμα στήσαμε εμείς στου Ρεθέμνους την Πλατεία
για να κρατάει άσβεστη τη μνήμη αιωνία.