Τέλη Φεβρουαρίου του 1943, στα «μαύρα» για τον ελληνισμό χρόνια της Ναζιστικής Κατοχής, αφήνει την τελευταία του πνοή ο Κωστής Παλαμάς, ο εθνικός μας ποιητής, σε ηλικία 84 ετών. Για την πολυετή και μεγάλη συνεισφορά του στα Ελληνικά Γράμματα έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά από πολλούς στο πέρασμα των έκτοτε δεκαετιών.
Στο σημερινό μας σημείωμα, που θα είναι ελάχιστο αφιέρωμα στη μνήμη του, θα αναδημοσιεύσουμε μια επιστολή του προς τον τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Κύπρου, από την οποία διακρίνουμε τα αισθήματα που διακατέχουν τον Κωστή Παλαμά για τη μαρτυρική μεγαλόνησο και τους ανθρώπους της. Η επιστολή είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (αριθμός φύλλου 1781, σελίδα 2), στις 22.07.1936, λίγες δηλαδή ημέρες μόνον πριν ο Ιωάννης Μεταξάς καταλύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία στις 04 Αυγούστου.
Πριν προχωρήσουμε, να γραφεί ότι τοποτηρητής του χηρεύοντος Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Κύπρου από το 1933 (έως το 1947) ήταν ο Μητροπολίτης Πάφου, Λεόντιος, ο οποίος στη διάρκεια της θητείας του κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες να ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο του κλήρου και να διαδώσει τον ευαγγελικό λόγο. Φρόντισε δε για τη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και Τεχνών και τη διαφύλαξη της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας των Κυπρίων. Τα χρόνια εκείνα (1930 – 1950), όμως, το νησί ήταν υπό Αγγλική διοίκηση και αρκετοί των κατοίκων της Κύπρου ήθελαν και αγωνίζονταν για την Ένωση με την Ελλάδα.
Επίσης, σχετικά με το ότι ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει την Κύπρο στην επιστολή του ως «εμπνεύστρια του ποιητού» και «μούσα», ας θυμηθούμε πρώτα το ποίημά του «Κύπρος», του οποίου η πρώτη δημοσίευση έγινε σ’ ένα τεύχος της Εφημερίδας των Κυριών με ημερομηνία 15.04.1901, αλλά ενσωματώθηκε στην συλλογή «Η Πολιτεία και η Μοναξιά» του 1912 και το οποίο ήταν αφιερωμένο «στο σοφό φίλο μας Ν. Γ. Πολίτη», και έπειτα το ποίημα «Η Κύπρος πάλι», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» Αθηνών στις 29.10.1931 μέσα σε ταραγμένο στο νησί κλίμα.
Ας ιδούμε, λοιπόν, το γράμμα του Κ. Παλαμά προς τον Λεόντιο. Πρόκειται, όπως γράφει ο εθνικός μας ποιητής στον πρόλογό του, για απάντηση σε επιστολή που είχε λάβει από τον Απρίλιο του 1936 από τον Κύπριο ιεράρχη. Μόνη μας «επέμβαση» η μεταγραφή της στο μονοτονικό σύστημα, κατά λοιπά μεταφέρθηκαν ως είχαν η ορθογραφία, το λεκτικό και η στίξη του επιστολογράφου μας.
«Σεβασμιώτατε, αδυνατώ να εκφράσω παραλλήλως προς την τιμήν και την χάριν την απονεμηθείσαν μοι διά της υμετέρας περισπουδάστου επιστολής από δευτέρας παρελθόντος μηνός Απριλίου τα κυβερνώντα την καρδίαν μου αισθήματα, τας ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην μου.
Αι ευχαί του αρχιεπισκοπικού θρόνου Κύπρου, αι τόσον ευγλώττως διατυπούμεναι υπό της υμετέρας χριστιανικής μακροθυμίας διαμένουσι χαραγμέναι ζωηρώς εις τα βάθη της ψυχής μου, καθώς πληροί ανέπαφον την σκέψιν μου η εικών της Κύπρου, Ελληνίδος απαραγράπτου από αιώνων παρ’ όλας τας εθνικάς εναντιότητας. Η Κύπρος, καθώς είνε ο μέγας έρως του Έλληνος πολίτου είνε και η μεγάλη εμπνεύστρια του ποιητού, πατρίς και μούσα δι’ εμέ ιδιαίτατα.
Διατελώ διάπυρος ευχέτης και υμών σεβασμιώτατε, με την ευλογίαν του Χριστού. Κωστής Παλαμάς».