Η νόσος του Χάνσεν λέγεται «λέπρα» γιατί οι ασθενείς βγάζουν «λέπια», δηλαδή ξεφλουδίζει, απολεπίζεται το δέρμα τους. Προκαλείται από βάκιλο, ο οποίος μοιάζει με εκείνον της φυματίωσης και πήρε το όνομά του από τον Νορβηγό Γκέρχαρντ Χάνσεν που τον απομόνωσε το 1871. Η λοίμωξη εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό, ενώ ο χρόνος επώασης της νόσου μπορεί να διαρκέσει 10 ή και 20 χρόνια.
Στην Κρήτη υπήρχαν λεπροί τουλάχιστον από την εποχή της Ενετοκρατίας. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί από τα τέλη του 17ου αιώνα ανέφεραν όλοι την ύπαρξη λεπρών. Η αρρώστια συνδέεται με τη φτώχεια, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ταύτιση φτωχών και ασθενών.
Η κοινωνία των «υγιών» ανθρώπων, στη θέα και μόνο των παραμορφωμένων λεπρών, πανικοβάλλονταν κι έτσι οι λεπροί, αναγκάζονταν να κυκλοφορούν φορώντας κουδουνάκια, για να προειδοποιούν για την παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα όποιος τους συναντούσε στο δρόμο του. Η παραβίαση των ορίων της «μεσκινιάς» από τον λεπρό, μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τον λιθοβολισμό ή πυροβολισμό του.
Λόγω του ότι μέχρι τότε η λέπρα θεωρούνταν θεία τιμωρία, ήταν ανίατη ασθένεια κι ο λαός αγνοούσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στη νόσο, το στίγμα έφερε κι ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγείτο έτσι σε κοινωνική απομόνωση ως «λεπρόσογο» και «βρόμικοι». Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε (οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια) και οι λεπροί ζούσαν έξω από τις πόλεις και τα χωριά, στις λεγόμενες Μεσκινιές, σε σπήλαια και καλύβες, και αποζούσαν με την καλλιέργεια κηπευτικών, την εκτροφή ζώων και από τις ελεημοσύνες των περαστικών.
«Στις πόλεις απαγορευόταν να οικοδομήσουν κατοικίες κοντά στα τείχη της πόλης που περιέκλειαν την αστική ζωή… Έξω και κοντά στα τείχη των πόλεων υπήρχαν μόνο οι Μεσκινιές ή Μεσκίνια ή Κομμεναριά, τα λωβοχώρια, αυτές οι αποθήκες κουφαριών, στις οποίες στέλνει η κυβέρνηση τους λεπρούς απαγορεύοντας την απομάκρυνσή τους από τις άθλιες τρώγλες, όπως γράφει το 1893 ο Vittorio Simonelli (1). Σ’ αυτές τις τρώγλες, ακόμα και μέσα σε σπηλιές σαν ερημίτες κατοικούσαν οι άθλιοι, φτωχοί και περιθωριοποιημένοι λεπροί ή μεσκίνηδες ή λου(ω)βιάρηδες (2 ) ή κομμένοι».
Στα Χανιά σε μικρή απόσταση από τα τείχη και δυτικά από την κισαμίτικη πόρτα, στην περιοχή Βαρούσι, υπήρχε ο συνοικισμός των λεπρών, τα Κομμεναριά, όπου κατοικούσε ένας μόνο υγιής μουσουλμάνος και οι υπόλοιποι ήταν «λεπροί-κομμένοι», κατά τους Χανιώτες.
Μια εικόνα της Μεσκινιάς των Χανίων μπορεί να σχηματίσει κανείς από το βιβλίο της Αγγλίδας περιηγήτριας Mary Walker που την επισκέφτηκε κατά τη δεκαετία του 1870:
«…Από μπροστά μας περνά ένας άνδρας καβάλα σε άλογο. Μπροστά του έχει ένα μικρό παιδί. Στο παιδί δεν υπάρχει για την ώρα κανένα σημάδι της φοβερής μόλυνσης που αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί όταν μεγαλώσει. Όμως τα χέρια που κρατούν το παχουλό και ροδαλό κορμάκι έχουν χάσει σχεδόν όλα τους τα δάχτυλα, ενώ το παραμορφωμένο πρόσωπο του δύστυχου πατέρα είναι σχεδόν κρυμμένο από μια κατεβασμένη κουκούλα…».
Χρήσιμες είναι οι πληροφορίες του φημισμένου γιατρού Δημητρίου-Αλέξανδρου Ζαμπάκου ή Zambaco Pacha που επισκέφθηκε την Κρήτη την άνοιξη του 1888, ερευνώντας για την λέπρα. Στο βιβλίο του Voyages Chez les Lepreux γράφει για τη Μεσκινιά των Χανίων και τους λεπρούς που συνάντησε εκεί:
«Σε απόσταση μερικών λεπτών από τα Χανιά, σημερινή πρωτεύουσα του νησιού της Κρήτης, σ’ ένα μεγάλο δρόμο, βρίσκονται ενωμένοι μέσα σε μικρές καλύβες καλυμμένες με καλάμια, στις οποίες το πάτωμα είναι από χώμα, 54 λεπροί, από τους οποίους οι 10 είναι μουσουλμάνοι. Στεγάζονται σε μικρές καλύβες που είναι σκεπασμένες με άχυρα και που έχουν για πάτωμα το σκέτο χώμα.
[…] Η λέπρα η λεγόμενη «τροφονευρωτική», που μπορεί να περισταλεί, αριθμεί σ’ αυτό το σύνολο των λεπρών τα περισσότερα θύματα και όχι η «εξιδρωτική». Απ’ αυτού του είδους τη λέπρα έχει προσβληθεί και ο επικεφαλής αυτής της μικρής παροικίας, η οποία εφάπτεται της πόλης. Είναι ένας άνδρας έξυπνος και ρωμαλέος, ηλικίας 43 ετών, τον οποίο αποκαλούν «καπετάνιο». Η ασθένεια είναι σ’ αυτόν στάσιμη εδώ και 20 χρόνια. Έχει εντούτοις κάποια ανεξίτηλα στίγματα…
Ο καπετάνιος αυτός είναι παντρεμένος με μια τριαντάχρονη λεπρή, επίσης από «τροφονευρωτική» λέπρα, η οποία είναι εγκατεστημένη εδώ από ηλικίας 10 ετών.
…Εκείνο που με εντυπωσίασε σ’ αυτό το Λεπροχώρι είναι ότι άτομα με σωματότυπο αθλητικό, προσβεβλημένα από την «τροφονευρωτική» λέπρα πριν από 25 και 30 χρόνια, έχουν διατηρήσει όλο το σωματικό και πνευματικό τους σφρίγος…».
Με ένα καθαρό κατάλυμα, υποστηρίζει στη συνέχεια ο Zambaco Pacha, την παροχή ιατρικής φροντίδας, φαγητού καλής ποιότητας και την τήρηση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής, πολλοί από τους κολασμένους που σαπίζουν στη Μεσκινιά των Χανίων θα είχαν καλύτερη τύχη, ωστόσο:
«Αυτοί οι άτυχοι δεν έχουν παρά μισό ψωμί την ημέρα και καθισμένοι στη σειρά στο μεγάλο δρόμο, μέσα σε κουρέλια, άστεγοι, κόντρα στις καταρρακτώδεις βροχές και τον καυτό ήλιο αυτού του τόπου, κατασκοπεύουν το πέρασμα κάποιων ταξιδιωτών για να ζητιανέψουν παράδες, οι οποίοι θα τους χρησιμεύσουν ν’ αγοράσουν από την αγορά μπακαλιάρο, κόκκινο χαβιάρι ή κακής ποιότητας ελαιόλαδο, για να το προσθέσουν στο ξερόψωμο που τους μοιράζει ο δήμος. Για να ολοκληρωθεί αυτή η εικόνα, η οποία δεν παινεύει τους Κρητικούς, θα έλεγα ότι αυτοί οι δύστυχοι κοιμούνται όπου να ‘ναι, με τα βρώμικα ξεραμένα τους ρούχα, μέσα στα βρώμικα σπιτάκια τους, πάνω σε βρώμικες ψάθες που τοποθετούν στη γη και που η βροχή συχνά μουσκεύει»(3).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εκκεκάκης Γεώργιος, Κρήτη 1893 – Οι περιηγητικές αναμνήσεις του Vittorio Simonelli. Μετάφραση Ιωάννα Φουντουλάκη. Παρουσίαση Εκκεκάκης Γεώργιος. Ρέθυμνο 1996, σελ. 122-123.
2. Μεσκίνηδες ή λου(ω)βιάρηδες ονομάζονταν στην Κρήτη οι λεπροί [η λέξη «μεσκίνης» και «μεσκινιά» προέρχονται από την τουρκική λέξη miskin, η οποία μεταφράζεται ως ελεεινός, άθλιος, φτωχός και κατ’ επέκταση λεπρός].
3. Zambaco Pacha, Voyages Chez les Lepreux par le Dr Zambaco Pacha, avec une carte indiqua les localites lepreuse. G. Masson, Editeur. Libraire de l’ Academie de Medecine. Paris 1891.
είναι εκπαιδευτικός Δ.Ε.
negreponte2004@yahoo.gr