Σχετικά με την παραχώρηση των 14 αεροδρομίων -και των Χανίων- η ΛΑΕ ΡΕΘΥΜΝΟΥ υποστηρίζει την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας ματαίωσης με ηλεκτρονικό δημοψήφισμα που θα προκαλέσει η περιφερειακή αυτοδιοίκηση Κρήτης, όπως κάνει η αντίστοιχη Ιονίων Νήσων. Σε σχετική ανακοίνωση της τονίζει: «Έχουμε επτά σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε για το δίκαιο και την αντικειμενικότητα αυτού του αγώνα:
1. Η Fraport AG-Slentel Ltd για τη συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση, θα πληρώσει εφάπαξ στο ελληνικό δημόσιο 1,234 δισ. ευρώ, τη στιγμή που η γερμανική εταιρεία διαχείρισης του αερολιμένα Αθηνών (Hochtief), χρωστάει 1,4 δισ. ΦΠΑ στο κράτος. Τα 1,234 δισ. ευρώ, ισοδυναμούν με τα τριετή καθαρά έσοδα του κράτους από τα αεροδρόμια. Το εφάπαξ αυτό «τίμημα» στην πραγματικότητα περιορίζεται σε περίπου 0,7 δισ. ευρώ, διότι με την ιδιωτικοποίηση, το δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει στην Ε.Ε. -να χρεώσει δηλαδή σε βάρος εθνικών πόρων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων- τα 520 εκατ. ευρώ έργων ΕΣΠΑ που ήδη «τρέχουν» στα αεροδρόμια της Θεσσαλονίκης και των Χανίων.
2. Το ετήσιο μίσθωμα που θα καταβάλει η Fraport AG-Slentel Ltd είναι 0,023 δισ. Αυτό ισοδυναμεί με τον ετήσιο περίπου τζίρο του Κρατικού Αερολιμένα Κέρκυρας, είναι δε λιγότερο από τα ετήσια έσοδα του κράτους από τις εμπορικές και μόνο χρήσεις σε όλα τα αεροδρόμια. Ο ιδιώτης ενώ στη σαρανταετία θα εισπράξει πάνω από 22 δισ. ευρώ, θα αποδώσει στο κράτος μόνο 7,89 δισ. την ίδια στιγμή που το δημόσιο μόνο από το «σπατόσημο» θα έχει στη σαρανταετία έσοδα 8 δισ. ευρώ. Με καθαρά οικονομικούς όρους, το ελληνικό κράτος θα έχει από την εν λόγω ιδιωτικοποίηση τριπλάσια απώλεια εσόδων.
3. Αν εκποιηθούν τα οικονομικά εύρωστα αεροδρόμια, που χρηματοδοτούν σήμερα τα οικονομικά αδύναμα (Κάρπαθος, Ικαρία, Χίος, Νάξος, Σητεία, Σύρος, Αστυπάλαια, Κύθηρα, Κάσος, Καστελλόριζο, Λέρος, Λήμνος, Μήλος, Πάρος, Σκύρος, Αλεξανδρούπολη, Ιωάννινα, Καλαμάτα), τότε δημιουργείται άλλη μια «τρύπα» στον κρατικό προϋπολογισμό. Με δεδομένο το γεγονός των χαμηλών προσόδων πολλών μικρών αερολιμένων, η βιωσιμότητά τους σε συνθήκες αγοράς και ανταγωνισμού θα είναι αδύνατη.
4. Υπάρχουν συμβόλαια παραχώρησης ακινήτων της ΥΠΑ ευθέως ανακλητά, που έως τώρα αξιοποιούνται από Ελληνικά Αθλητικά Κέντρα [χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΕΑΚ στην Κέρκυρα], ΟΤΑ κλπ. Όλα αυτά αν ανακληθούν από τον ιδιώτη, θα δημιουργήσουν επιπλέον έξοδα για το κράτος και την αυτοδιοίκηση. Αντίστοιχη απώλεια εσόδων θα υπάρξει από τη μη αξιοποίηση παροπλισμένων εγκαταστάσεων των Αερολιμένων από υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης που τώρα δαπανούν τεράστια ποσά σε μισθώματα.
5. Η νησιωτικότητα της Ελλάδας, καθιστά τα αεροδρόμια άκρως αναγκαία για την ενδοπεριφερειακή κοινωνική συνοχή, την αναπτυξιακή προοπτική των νησιών και την εθνική ασφάλεια. Αν επίσης σκεφτούμε ότι στις νησιωτικές περιφέρειες ο βαθμός εξάρτησης του Τουρισμού από τις αερομεταφορές κυμαίνεται από 85% έως 90%, τότε εύκολα διαπιστώνουμε τον έλεγχο που μπορεί να επιβάλει στο τουριστικό κεφάλαιο το οποιοσδήποτε ιδιωτικό μονοπώλιο, εν προκειμένω της Fraport AG-Slentel Ltd. Επιπρόσθετα, κανένα ιδιωτικό αεροδρόμιο δεν θα κρατήσει χαμηλά τα τέλη χρήσης, ώστε να αυξηθεί η τουριστική κίνηση ή να εξυπηρετηθούν οι κοινωνικές ανάγκες μιας περιοχής.
6. Η δρομολογούμενη αποκρατικοποίηση είναι αντικείμενη στο Σύνταγμα της Ελλάδας. Τα αεροδρόμια ανήκουν στα ιδιόχρηστα πράγματα και η μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ των δικαιωμάτων χρήσης, διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης με σαφή προοπτική την παραχώρηση της κυριότητας, υποκρύπτει απαγορευμένη εμπράγματη διάθεση δημόσιας περιουσίας για διάφορους από την θεσμοθέτησή της σκοπούς. Είναι αντικείμενη στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αντιτιθέμενη στην εθνική ασφάλεια και την αρχή της αναλογικότητας.
7.Τα ελληνικά αεροδρόμια πρέπει να παραμείνουν δημόσια, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μπορούν να διπλασιάσουν την επιχειρησιακή ικανότητα και τα κέρδη τους, άρα και τα δημόσια έσοδα. Οι συνέπειες από την υποθήκευση των κρατικών αναπτυξιακών μας υποδομών, θα είναι μη αναστρέψιμες και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η σημερινή κυβέρνηση να χρεωθεί το βάρος αυτής της ιστορικής πράξης, με τη δικαιολογία της άσκησης ωμών εκβιασμών από τους δανειστές.