Μετά από αρκετά πολεμικά γεγονότα καθόλου ευκαταφρόνητα για τον πρώτο, μόλις, χρόνο της επανάστασης του Εικοσιένα στην Κρήτη, μπαίνουμε στο 2ο έτος των επιχειρήσεων. Στις αρχές, κιόλας, του χρόνου, στις 17 Ιανουαρίου 1822, έχουμε νίκη των Κρητικών, υπό τους Δεληγιαννάκη, Μανουσέλη, Πωλογεωργάκη, Μελιδόνη (εικ. 1) και Μαυροθαλασσίτη κατά του Γετιμαλή, στην Ιερά Μονή Αρκαδίου, του αιμοβόρου γενίτσαρου της Κυριάννας, την οποία είχε καταλάβει με πενήντα πέντε ή κατ’ άλλους εβδομήντα διαλεκτούς Ρεθεμνιώτες Τούρκους. Στη φονική αυτή μάχη φονεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι, μαζί και ο Γετιμαλής, πλην ενός, που κατάφερε να διαφύγει και να μεταβεί στο Ρέθυμνο, όπου και ειδοποίησε τους Τούρκους για την πανωλεθρία που υπέστησαν.
Τον θάνατο του Γετιμαλή στη Μονή Αρκαδίου, που θεωρούνταν ως ένας από τους πιο ηρωικούς γενίτσαρους στην Κρήτη, θέλησε, πάση θυσία, να εκδικηθεί ο άλλος ατρόμητος γενίτσαρος, ο Αλή-Γλυμίδης (Γλυμιδαλής). Με δύο χιλιάδες εμπειροπόλεμους Τούρκους ο Γλυμιδαλής ήλθε τον Γενάρη του είκοσι δύο (25 Ιανουαρίου 1822) από το Ρέθυμνο στην περιοχή Ακόνια, του όρους Βρύσινας, νότια του Ρουσοσπιτιού, στην οποία συμμετείχε δυναμικά και το σώμα του Πρέβελη υπό τον Γεώργιο Τσουδερό (εικ. 2) και τους οπλαρχηγούς Μανουσέλη, Βουρδουμπά (εικ. 3), Μελιδόνη και Δεληγιαννάκη.
Η σύγκρουση εδώ υπήρξε πολύ ισχυρή και διήρκεσε όλη την ημέρα. Και τα δύο αντίπαλα μέρη -κατά την προσφιλή, τότε, συνήθειά τους- «ξερνούσαν» μεταξύ τους βαριές ύβρεις και προσβολές, με επικεφαλής τον Αλή- Γλυμίδη που είχε κυριολεκτικά «σκυλιάσει» μπροστά στην ανέλπιστη αντίσταση των Κρητικών αντιπάλων του. Αργά, περί το δειλινό, ο Γλυμιδαλής βλέποντας μια μικρή ύφεση των ελληνικών πυρών και νομίζοντας, φαίνεται, ότι οι Έλληνες υποχωρούσαν, τους φώναξε δυνατά:
– Σταθήτε κερατάδες! Σταθήτε ταβλόπιστοι, να σάσε δείξω ’γω πώς πολεμούν οι άντρες! Επαέ θα σας κάμω το μνήμα σας!
Κι ο γενναίος Καλλικρατιανός οπλαρχηγός Πέτρος Παπαδάκης του ανταπαντά:
– Μπουρμά, πέρασαν τα κατέχεις. Ετοίμασε το μεζάρι σου! Πολέμα, αν είσαι άντρας, μα ορπίζω στον Θεό να μη γυρίσεις ζωντανός να σε ξαναϊδεί η μάννα σου, διάλε τη μάννα σου!
Ξαφνικά, τότε, οι Τούρκοι σταμάτησαν κάθε πολεμική κίνησή τους, όταν είδαν τον μανιωδώς επιτιθέμενο Γλυμίδη να πέφτει νεκρός καταγής. Γιατί ο Γλυμίδης όταν άκουσε τα λόγια αυτά, που συνήθιζε να τα περιφρονεί, ακράτητος από οργή τράβηξε το σπαθί του και όρμησε προς τα μπρος όλως απροφύλακτος, παρασέρνοντας μαζί του και τους γύρω του Τούρκους σε μια γενική εξόρμηση κατά των Κρητικών. Το ίδιο, όμως, έκαμαν και οι Κρητικοί και αμφότερα τα στρατεύματα κατέληξαν σε μια λυσσαλέα και άνευ προηγουμένου συμπλοκή, που σημαδεύτηκε από φοβερή αιματοχυσία και ανήκουστους κατακρεουργισμούς.
Κατά του Γλυμιδαλή επιτέθηκε, τότε, ο ατρόμητος και τραχύτατος Καλλικρατιανός μαχητής Ανδρέας Μανουσέλης (ο Τουρκοφάγος), που, αφού τον αφόπλισε με ένα κτύπημα του μαχαιριού του, πετώντας το γιαταγάνι του μακριά, του έκοψε το κεφάλι, το έμπηξε στο τουφέκι του ίδιου, του Γλυμιδαλή -και όλα αυτά αψηφώντας μιαν αληθινή χάλαζα χιλιάδων σφαιρών από το τούρκικο ασκέρι- και το πέταξε στα πόδια των Τούρκων, φωνάζοντάς τους με την αγριοφωνάρα του:
- Να, μπουρμάδες, τον αρχηγό σας! Ετσαέ θα πάτε ούλοι σας!
Το νέο αυτό και όλως απροσδόκητο θέαμα τρομοκρατεί τους Τούρκους και η φυγή τους -όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές όταν χάνουν τον αρχηγό τους- τους σπρώχνει σε άγριο πανικό. Στην ώρα πάνω φτάνουν και οι Αμαριώτες οπλαρχηγοί Σακόρραφος και Καλομενόπουλος και η δύναμη των χριστιανών μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Ορμούν καταπάνω τους και καταφέρνουν, μέσα στον πανικό των Τούρκων, να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των τουφεκιών τους με τουρκικά, που τα πετούσαν στον δρόμο τους οι Τούρκοι, προκειμένου να γλυτώσουν.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν δεκατέσσερις άνδρες και πολλοί τραυματίστηκαν. Από τους εχθρούς σκοτώθηκαν περισσότεροι από εκατό, ενώ ο διάσημος στην πόλη του Ρεθύμνου Μουζουραγάς αιχμαλωτίστηκε μαζί με τη σημαία του και δύο άλλους, που τους οδήγησαν στον Αφεντούλιεφ στο Λουτρό, ενώ αργότερα τους αντάλλαξαν με έναν μεγάλο αριθμό από τους κλεισμένους στο Ρέθυμνο χριστιανούς. Τον αποκεφαλισμό του Γλυμιδαλή, από τον ανδρείο Ανδρέα Μανουσέλη, ύμνησε γενναία η τοπική λαϊκή μούσα, του οποίου σχετικό τραγούδι διασώζει ο συμπατριώτης του ιστορικός Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, αλλά και ο Μουρέλλος:
«Εις Σφακιανός εχύθηκεν ωσάν το περιστέρι
Κι έκοψε το κεφάλι του με το δεξιόν του χέρι.
Έκοψε το κεφάλι του τ’ Αλή του Γλυμιδάκη
Και τό βαλε στο όπλον του ωσάν το μπαΐράκι.
Γλυμίδη το κεφάλι σου πού βανε τα τσιτσέκια,
Οι Σφακιανοί το στέσασι σημάδι στα τουφέκια
Γιατ’ έκαψε πολλές καρδιαίς, κι ακόμη ήθελα κάψη
Απού να βγουν τα μάθια του απού θε να σε κλάψη…».